(χτυπάει το τηλέφωνο)
Τεντώνω το χέρι σκουντούφλικα, αναρωτώμενη ποιος με παίρνει αξημέρωτα.
-Ννννναααααιιιι...
-'Καλημέρα κοριτσάκι μου.
(πολύ γλυκά μου μιλάει, κάτι θα θέλει.)
-Ελα ρε μπαμπά.
-Θα μου κάνεις μια δουλίτσα;
-....νννννααιαιαιαιαιαι...
-Λοιπόν θα πας στις τάδε τράπεζες να πάρεις τα τάδε χαρτιά και μετά θα τα πας στο λογιστή. Καλά;
(σιχτιρίζω από μέσα μου)
-Τττττιιιι ώρα είναι;
-Έντεκα και μισή.
-Οκέικ... Θα πιω τον καφέ μου όμως πρώτα, ναι;
-Καλά κουκλίτσα μου.
(Σε ένα εναλλακτικό κόσμο το δαιμόνιο μέλος Ιπτάμενο Τσουρέκι της διαβόητης ντισκορντιανής ομάδας των Τρελών της Πέμπτης Μαύρης Σακούλας αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας μια άκρως μυστική κι επικίνδυνη αποστολή: να πάει στο Τρίτο Αιθερικό Πεδίο και να μαζέψει τα συστατικά για την κατασκευή ενός πανίσχυρου φυλαχτού εκ μέρους του Κυνοκέφαλου μάγου Μπαλταζόρ Αζόρ Γαββ και να τα μεταφέρει με ασφάλεια στον έμπιστό του φύλακα Χοντρούλη Λεφτογλείφτη. Άραγε θα τα καταφέρει; Ή θα την σκοτώσουν τα πανίσχυρα fnord της Τάξης;)
Πίνω το καφεδάκι μου στα γρήγορα, γλυκό-γάλα-αχτύπητο, κάνω 2 τσιγαράκια να ανάψει η μηχανή, ντύνομαι και φεύγω.
(Είναι μια δύσκολη αποστολή. Το Ιπτάμενο Τσουρέκι προετοιμάζεται με υπερβατικό διαλογισμό για να γίνει επιτυχώς η αστρική προβολή, ειδάλλως τα κομμάτια της ψυχής της θα διασκορπιστούν από τον υλικό κόσμο έως το αχανές limbo με τα πλοκαμοφόρα πλάσματα που αφήνουν γλίτσες, σάλια και λοιπά σιχαμερά b-movie σωματικά υγρά. Αηδία. Αδειάζει το κεφάλι της γρήγορα από αυτές τις ζοφερές σκέψεις, ζωγραφίζει ένα sigil, κλείνει τα μάτια και φεύγει.)
Πρώτη στάση: Τράπεζα #1.
Μια ουρά από ηλικιωμένους που θα προτιμούσαν να παίζουν τάβλι στον καφενέ, αλλά τι να κάνουν, σύνταξη είναι αυτή, κυρίες με ταγέρ που ξεφυσάν σαν να χάλασε το παντεσπάνι της Μαρίας Αντουανέτας, έρμους φοιτητές που περιμένουν ώρα και δεν μπορούν να κάνουν ούτε ένα τσιγάρο. Τους κατανοώ.
Επιτέλους έρχεται η σειρά μου. Ο υπάλληλος που με εξυπηρετεί είναι γύρω στα τριάντα, ξεφυσάει στο κουστουμάκι του, η γραβάτα τον ζορίζει, τρώει τα νύχια του, αγχώνεται, βιάζεται, αναστενάζει και αρχίζει να με ρωτάει για ΑΦΜ, όνομα εταιρίας και όλα αυτά τα μπελαλίδικα. Του τα λέω, παίρνει τηλέφωνο τον πατέρα μου για επιβεβαίωση - “απλά για τα τυπικά, για τη δική σας προστασία”- ξανααγχώνεται, ξαναβιάζεται, ξαναξεφυσάει. Τον βλέπω κι αναρωτιέμαι πόσο βαθιά έχει χωθεί στην κρεατομηχανή κι αν αξίζει τελικά τόσος κόπος στο σχολείο και στις σπουδές, αν είναι να αγχώνεσαι για μια ζωή.
Κλείνει το τηλέφωνο, μου ζητάει ταυτότητα “απλά για τα τυπικά, για τη δική σας προστασία”. Του τη δίνω. “Ε ρε φακέλωμα που πέφτει”, λέω. Με κοιτάει για λίγο περίεργα και μετά γελάει, γελάω, γελάμε πολλή ώρα. Αποφορτίζεται και χαλαρώνει, εκτυπώνει το χαρτί, μου το δίνει, και ο τρόπος που μου λέει “καλό μεσημέρι” δείχνει ότι δε θα φάει άλλο τα νύχια του σήμερα – αν έχει μείνει και τίποτα. Βγαίνω χαρούμενη, έκανα την καλή πράξη της ημέρας.
(Πρώτη Στάση: Στρατόπεδο Εργασίας των Τρολ
Το Ιπτάμενο Τσουρέκι φτάνει πετώντας, η θέα των πελώριων Τρολ με την αλυσίδα στα πόδια να σπάνε πέτρες την γεμίζει μελαγχολία. Κοντά τους βρίσκεται ένα πλήθος από μεγαλειώδη Υψηλά Ξωτικά, που περιμένουν ψηλομύτικα και αλαζονικά να παραλάβουν τους ακατέργαστους πολύτιμους λίθους. “Καταραμένοι Αυτιάδες.” λέει μέσα από τα δόντια της.
Κατόπιν πλησιάζει ένα Τρολ που προσπαθεί με κόπο να σπάσει ένα μεγάλο βράχο. Ένα όμορφο κίτρινο φως φέγγει απαλά από μέσα.
“Ζαφειρικός Λαμπηδονίτης είναι αυτό;” ρωτάει το Τρολ ευγενικά.
“Ναι”, απαντάει το Τρολ μονότονα. “Γκαργκ'λ πρέπει βγάλει γρήγορα να πάει αφεντικό, αλλιώς αφεντικό όχι σούπα Γκαργκ'λ σήμερα.”
“Μη στενοχωριέσαι Γκαργκ'λ, θα τα καταφέρεις!”
“Γκαργκ'λ κουρασμένος, δε μπορεί βγάλει λαμπηδόνα”.
Το Τσουρέκι λυπάται το Γκαργκ'λ κι αποφασίζει ότι πρέπει να δράσει. Ανοίγει το μαγικό της τσαντάκι και βγάζει ένα πουγκί. Υπνόσκονη Της Μεγάλης Μύτης, προορισμένη να δρα μόνο στις λεγόμενες Φυλές του Μεγαλείου, όπως τα Υψηλά Ξωτικά, οι Δρακοκαβαλάρηδες και γενικά όσοι έχουν εξουσία στα χέρια τους και πουλάνε μούρη. Το πετάει στον αέρα πάνω από τα κεφάλια των Υψηλών Ξωτικών, ένας δυο προσπαθούν να αντισταθούν με κάποιο ξόρκι, αλλά μάταια. Κανείς δεν μπορεί να τα βάλει με το Τσουρέκι, τους Τρελούς της Πέμπτης Μαύρης Σακούλας και τις παντοδύναμες, χωρίς νόημα πατέντες τους.
Σε λίγο το μόνο που ακούγεται είναι το ροχαλητό των Αυτιάδων, μεγαλειώδες κι αυτό, και οι ζητωκραυγές των Τρολ. Το Τσουρέκι τούς λύνει γρήγορα και, βάρδος ούσα, τους λέει μια ιστορία για τις βαρβαρότητες άλλων πεδίων και δη του Υλικού Κόσμου, και συγκεκριμένα για ένα σύστημα που λέγεται Τραπεζικό και είναι πολύ χειρότερο από τα Στρατόπεδα Εργασίας τους . Τα Τρολ παίρνουν κουράγιο και αναζωογονημένα βγάζουν το λαμπηδονίτη γρήγορα, βοηθούμενα από τις μαγικές λέξεις του Τσουρεκιού. Ο Γκαργκ'λ χαρούμενος δίνει το λαμπηδονίτη στο Τσουρέκι και τρώει τριπλή μερίδα σούπα, έτσι για σπάσιμο στα αφεντικά. Το Τσουρέκι τους χαιρετά και πετά χαρούμενο για τον επόμενο προορισμό.)
Δεύτερη στάση: Τράπεζα #2.
Ο υπάλληλος με κοιτάει επιτιμητικά μέσα από το τζάμι. “Θα δω τι μπορώ να κάνω” λέει, εννοώντας “άντε στο διάολο ανόητη μικρή που έχεις το θράσος να με διακόπτεις από το ξύσιμο των γεννητικών μου οργάνων και το φλερτ με την κοπέλα του διπλανού ταμείου.”
Μου δίνει ένα χαρτί, το κοιτάω, δεν είναι σωστό. “Εμμμ... θα ήθελα την κίνηση από τότε που ανοίχτηκε ο λογαριασμός, όχι μόνο για αυτό το χρόνο.”
Δεύτερο δολοφονικό βλέμμα. “Συγνώμη που θέλω να κάνεις τη δουλειά σου, μαλάκα” λέω από μέσα μου.
“Γιάαααννηηηη...;” ακούγεται ένα νιαούρισμα από δίπλα. “Πότε θα κάνουμε τις πράξεις για τον Χατζητέεεεεεετοιο;”
Μαλλί πιο ξανθό κι από τις Μπρουνχίλντες της Σκανδιναβίας, πουκάμισο ανοιχτό έως την Άβυσσο, φούστα που κανονικά θα έπρεπε να λέγεται ζώνη, μακιγιάζ που δεν αφήνει ούτε καν να υποψιαστείς για το τι κρύβεται από κάτω, δεν είναι τηλεοπτική γλάστρα, δεν είναι η Μπάρμπι, είναι το κορίτσι του διπλανού Ταμείου.
“Με συγχωρείτε για λίγο”, λέει ο Γιάννης, Αιδοιόδουλος -sic- στο επίθετο, τα σάλια του έχουν ξαπλωθεί τόσο που σε λίγο θα βρέξουν τα παπούτσια μου.
Μονολογώ ένα “εντάξει” αλλά δεν τον συγχωρώ ούτε για λίγο ούτε για πολύ, περιμένω, οι πράξεις δεν έχουν τελειωμό, προσθέσεις και διαιρέσεις και πολλαπλασιασμοί, επιτέλους τέλειωσαν τα πιτσουνάκια μου, το “ευχαριστώ” της Μπρουνχίλντας-Χίλντας-Πάρις Χίλτον στάζει μέλι και ανείπωτες υποσχέσεις για καυτά βράδια, επιτέλους έχω την προσοχή του, του λέω αργά και σε ελληνικά δημοτικού τι θέλω ακριβώς, μου το δίνει, φεύγω χωρίς να ευχαριστήσω.
(Δεύτερη Στάση: Κατάστημα του δόκτορα Πούσισλεϊβ
Το Τσουρέκι έχει ακουστά για το μαγαζάκι αυτό. Έχει ό,τι μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος-ή-μη νους, αρκεί να πετύχεις τον εν λόγω δόκτορα χορτασμένο από γλυκιές ηδονές. Γιατί όταν τον πιάνουν οι στερήσεις του, το έχει κλειστό.
Αυτή τη φορά το μαγαζάκι έχει την ταμπέλα “Ανοιχτόν”, και το Τσουρέκι αισθάνεται τυχερή γιατί ξέρει πόσο σπάνιο είναι αυτό. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και μπαίνει μέσα. Ο Δόκτορας, ψηλόλιγνος και γκριζομάλλης, με τεράστια χρωματιστά γυαλιά και μάτια που γυρνάνε σαν τρελά έχοντας δική τους πρωτοβουλία, την ρωτάει μελιστάλαχτα τι θέλει. Η γλώσσα του στάζει γλίτσα και χαλασμένη ζάχαρη.
Το Τσουρέκι θέλει ένα μπουκαλάκι με κάτουρο γυρίνου που γεννήθηκε στην πανσέληνο από βατραχίνα που έχασε την παρθενιά της από τον Πρίγκιπα-που-μεταμορφώθηκε-σε-Βάτραχο-και-μετά-ξαναέγινε-Πρίγκιπας, πριν βέβαια μπει στο τελευταίο στάδιο της εξέλιξης. Ο Δόκτορας ψάχνει για πολλή ώρα γιατί αυτό το συστατικό είναι εξαιρετικά σπάνιο. Εκείνη την ώρα έρχεται η βοηθός του, μια πανέμορφη Γοργόνα με νούμερο τέσσερα κοχυλοσουτιέν, που μόλις έκανε απολέπιση στην υπέροχη ουρά της. “Ήρθε η ώρα για τη θεραπεία σου, Αγαπούλη” του λέει λάγνα.
Ο Δόκτορας ούτε καν κοιτάει το Τσουρέκι, πιάνει τη Γοργόνα από το χέρι και τρέχουν στο πίσω δωματιάκι.
Το Τσουρέκι νευριάζει, κάνει το μαγαζί άνω-κάτω, βρίσκει το συστατικό που θέλει και σχεδιάζει την εκδίκησή της. Πώς θα τιμωρήσει το Δόκτωρα; Μια λαμπρή ιδέα σκάει σαν κεραυνός στο όμορφο κεφαλάκι της, ενθυμούμενη τα λόγια ενός διάσημου στον Υλικό κόσμο σεξολόγου: “για να έχετε περισσότερες σεξουαλικές επαφές, βγάλτε την τηλεόραση από την κρεβατοκάμαρα.” Το Τσουρέκι τρίβει τα χέρια της σατανικά και βγάζει από το θαυματουργό τσαντάκι της ένα home cinema και μπόλικα dvd. Αυτό ήταν Ο Δόκτορας δε θα ξαναπάει ποτέ στο πίσω δωματιάκι.)
Τρίτη στάση: Τράπεζα #3 και το τέλος του προορισμού
Το υπόλοιπο τρέξιμο ήταν χωρίς εμπόδια. Η ταμίας στην τρίτη τράπεζα είχε ήδη μιλήσει με τον πατέρα μου κι είχε τις εκτυπώσεις έτοιμες. Ήταν πολύ γλυκιά και γελαστή, τόσο πολύ που με έκανε να αναρωτηθώ για την ύπαρξη Ανθρώπων σε τράπεζες. Ίσως, λέμε ίσως, να την γλιτώσω την κρεατομηχανή... Όταν μεγαλώσω.
Το πρόβλημά μου ήταν ο λογιστής, που είχε το γραφείο του στην άλλη άκρη της πόλης. Βαριόμουν κάθε φορά να πάω. Ευτυχώς αυτή τη φορά είχα προνοήσει και είχα το Mp3player μαζί. Πέντε τραγούδια Arcade Fire μετά είχα φτάσει. Ο λογιστής τσέκαρε τα χαρτιά, τα βρήκε εντάξει, και έφυγα για το σπίτι τρεχάτη. Είχα μια ιστορία να γράψω...
(Το υπόλοιπο ταξίδι του Τσουρεκιού κύλησε ομαλά. Έκανε μια στάση ακόμα στο Χάνι του Ντουίζιλ, όπου η γελαστή χόμπιτ σερβιτόρα της έδωσε αμέσως αυτό που της ζήτησε, και την κέρασε βουτυρόπιτα με φεγγαρόσαλτσα. Έμεινε εκεί το βράδυ, πληρώνοντας το Χάνι με μια ιστορία όσων της είχαν συμβεί μέχρι εκείνη τη στιγμή και την άλλη μέρα ξεκίνησε για την περιοχή που θα έβρισκε τον Λεφτούλη Χοντρογλείφτη.
'Ενα πράγμα προβλημάτιζε το Τσουρέκι: Η διαδρομή ήταν πάρα πολύ μεγάλη και δεν είχε καμιά όρεξη να την κάνει πετώντας μόνη της. 'Εβγαλε τότε από το θαυματουργό τσαντάκι την δρακοσφυρίχτρα της, φύσηξε πέντε φορές και σε λίγο προσγειωνόταν δίπλα της ο Σινγκ-Σινγκ, ο κινέζικος δράκος , φίλος από παλιά των Τρελών της Πέμπτης Μαύρης Σακούλας. Τον έλεγαν Σινγκ-Σινγκ γιατί του άρεσε πολύ να τραγουδάει στα αγγλικά, ειδικά ένα μυστήριο συγκρότημα μάγων που λέγονταν Arcane Fire. Την πήρε στην πλάτη του και πέταξαν μαζί.
Πέντε τραγούδια μετά, ο Λεφτούλης Χοντρογλείφτης εξέταζε ευχαριστημένος τα μαγικά συστατικά. Το φυλαχτό του Κυνοκέφαλου μάγου Μπαλταζόρ Αζόρ Γαββ θα ήταν έτοιμο σε τρεις μέρες... Κι όλα αυτά, χάρη στην πολύτιμη βοήθεια του πάντα γενναίου Τσουρεκιού. Της έδωσε πέντε ονειρονομίσματα ανεκτίμητης αξίας και την έστειλε στο καλό...)