25 Αυγ 2013

Παιχνίδι: Μέρος Α

Κάτι σαν πρόλογος

Έστριψε περίεργα η ρόδα αυτές τις μέρες και κατακλύστηκα από παιχνίδι. Από τη μια ετούτη εδώ η σελιδούλα, από την άλλη ετούτο εδώ το post και παιχνίδι, παιχνίδι παντού. Θα μπορούσα να μείνω έξω από το χορό; Ποτέ! Έχουμε και λέμε, λοιπόν:


Α. Το Καλάθι

Στο στρίψιμο της ως άνω ρόδας κάποιο γρανάζι στραφτάλισε περίεργα στο φως του ήλιου και μου έσκασε η αναλαμπή. Η αναλαμπή δεν ήταν τίποτε άλλο από το Καλάθι, το Καλάθι, δε, δεν ήταν τίποτε άλλο από αυτό που δηλώνει το όνομά του, ήτοι ένα καλάθι. Όχι, όμως, το κλασικό καλάθι-lunchbox που κουβαλούσε η Κοκκινοσκουφίτσα στη γιαγιά της.


(φήμες λένε ότι περιείχε χάμπουργκερ, μπίρες και crystal meth)

Ούτε και το καλάθι που βάζουμε μέσα τα πασχαλινά αυγά, ούτε το καλάθι που βάζουμε μέσα κρασιά και/ή σοκολατάκια (ωραίος συνδυασμός, παρόλα αυτά) και φυσικά ούτε το καλάθι που βάζουμε στο μπάσκετ.

Το δικό μας καλάθι ήταν μεγάλο! Ή τουλάχιστον έτσι φάνταζε στα μάτια τα δικά μου και του αδερφού μου όταν ήμασταν ακόμη σπόροι. Είχε και καπάκι, που άνοιγε και έκλεινε, απαλά, κάνοντας έναν ανεπαίσθητο καλαμένιο θόρυβο που παρέπεμπε ευθέως σε θρόισμα εξωτικών βλαστήσεων σε άγνωστα και ανεξερεύνητα μέρη.

Το πιο σημαντικό, το Καλάθι είχε μέσα ό,τι χρειαζόμασταν σαν παιδιά για να αποκτήσει η ζωή μας δράση, περιπέτεια και νόημα. Το καλάθι ήταν η πεμπτουσία της ύπαρξής μας.

Το καλάθι περιείχε – τι άλλο θα μπορούσε να περιέχει, άλλωστε;- τα παιχνίδια μας.

Όταν έφτανε η ώρα που μας άφηναν ήσυχους από τα φαε-το-φαϊ-σου, ντύσου-πλύσου-χτενίσου-πλύνε-τα-δόντια-σου, πάμε-σχολείο, κάνε-τα-μαθήματα, ανοίγαμε την τεράστια, ευλογημένη καλαθούνα. Οποία αγαλλίασις! Ο μικρός, δε, που του ρίχνω τέσσερα χρόνια και συνήθιζα να του ρίχνω 1-2 κεφάλια άνετα, μέχρι που πείσμωσε να με περάσει και τώρα για να τον κοιτάξω στα μάτια πρέπει να πάθω λουμπάγκο στο σβέρκο, βουτούσε μέσα ολόκληρος και το μόνο που μαρτυρούσε ότι υπήρχε παιδί μέσα στην καλαθούνα ήταν δυο χέρια και δυο πόδια που ξεπρόβαλλαν κάτω από το καπάκι, ανεμίζοντας θριαμβευτικά σαν τα λάβαρα των Συμμάχων στην απόβαση της Νορμανδίας.

Και τι δεν είχε μέσα το Καλάθι: πλαστικές καμηλοπαρδάλεις, βώλους, πλέιμομπιλ, κούκλες, αυτοκινητάκια, τουβλάκια, νεροπίστολα, ό,τι τελοσπάντων χρειαζότανε για να παίξουμε ό,τι θέλουμε με την ψυχή μας.

Το τελετουργικό πήγαινε κάπως έτσι:

Ι. Επίκληση
Μικρός: ΔΑΝΑΑΑΑΑΑΑΗ!
Εγώ: Τι;

ΙΙ. Χαρακτηριστικά επίθετα κλπ
Μικρός: Αδερφούλα μου καλή, αδερφούλα μου χρυσή κλπ
Εγώ: Λέγε, τι θες;

ΙΙΙ. Υπενθύμιση παλαιότερων προσφορών του θνητού
Μικρός: Εγώ που σου έδωσα πάλι ένα tronky σήμερα....
Εγώ: Μμμμ; (έκανα την ανήξερη)

ΙV. Αίτημα:
Μικρός: Έλα να παίξουμε!
Εγώ: Βαριέμαι.

V. Αυτοσχεδιασμός Μικρού Αδερφού:
Μικρός: Αν δεν έρθεις, θα πω στη μαμά ότι μου έφαγες πάλι το tronky!
Εγώ: Άντε, καλά, καλά!

(Υποσημείωση: Από το άνωθεν ritual μπορούν να εξαχθούν με ασφάλεια τέσσερα συμπεράσματα, ήτοι
α. Κάθε μορφή προσευχής έχει τέσσερα στάδια.
β. Αν δεν επιτύχουν τα τέσσερα, προχώρα στον αυτοσχεδιασμό.
γ. Και ο άγιος φοβέρα θέλει.
δ. Χρωστάω πολλά tronky στον αδερφό μου. Πολλά tronky. Παλιότερα έλεγε 72. Δεν ξέρω αν όντως τα μετρούσε ή με τρόλλαρε για να τονίσει τι καθαρματάκι ήμουν, και έλεγε κάτι και για τόκους κλπ.)

                                                                                                                                      ΣΥΓΧΩΡΕΣΕ ΜΕ, ΟΡΕΣΤΗ!


Μετά το πέρας της επικλήσεως, το τέρας ο αδερφός μου κι εγώ έπρεπε να αποφασίσουμε τι θα παίζαμε. Εκεί βάζαμε σε εφαρμογή με μαεστρία όλα μας τα διδάγματα και τεχνικές επιχειρηματολογίας, διπλωματίας, φοβέρας κλπ κλπ για να πείσουμε ο ένας τον άλλον τι θα παίζαμε γρήγορα και αποτελεσματικά.

Εγώ ήθελα κούκλες, εκείνος αγορίστικα (ούτε που ασχολήθηκα ποτέ να δω τι εμπεριέχουν τα αγορίστικα, μου φαίνονταν από τότε μονοκόμματα και στερούμενα ανθρώπινου δράματος, τρομάρα μου!), τελικώς καταλήγαμε στα πλέιμομπιλ, που ήτανε και gender neutral και είχαμε και πολλά περιθώρια αυτοσχεδιασμού. Έφερνε, δηλαδή, εκείνος και τα αυτοκινητάκια του, έφερνα κι εγώ για κατοικίδια τα σκυλάκια και τα γατάκια από τα αυγουλάκια kinder και από κάτι σακουλάκια που κυκλοφορούσαν και ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι.

Αφού αποφασίζαμε, ανοίγαμε το Καλάθι εναλλάξ ώστε να βγάλουμε τα παιχνίδια που θέλαμε. Δοκιμασία! Ήμασταν μικρούλια, το Καλάθι για τα μέτρα μας τιτανοτεράστιο, και φυσικά όλα μέσα αχταρμάς.


  Πρώτο από όλα υπήρξε το Χάος, όπως έλεγε και ο Ησίοδος.


Τέλος πάντων, αφού το καταφέρναμε κι αυτό, στήναμε την πραμάτειά μας. Επειδή δεν είχαμε οργανωμένο kit με όλο τον εξοπλισμό του πλέιμομπιλ, αυτοσχεδιάζαμε με τα τουβλάκια τζένγκα. Φτιάχναμε τα σπιτάκια τους από τζένγκα, τις άμαξές τους από τζένγκα και τις έσερναν μικρά πόνυ, τους πάγκους της αγοράς από τουβλάκια τζένγκα και από πάνω κοτούλες από αυγουλάκια κίντερ (συγγνώμη κοτούλες, αλλά πρέπει επιτέλους να συνειδητοποιήσετε το ρόλο σας στην τροφική αλυσίδα) και γενικά στήναμε χωριά, πόλεις και αυτοκρατορίες. Μέχρις εδώ όλα καλά.

Επειδή, όμως, καμία κοινωνία δεν είναι ουτοπική, είχαμε κι εμείς τα θέματά μας. Εκεί, λοιπόν, έπρεπε να βάλουμε όλο μας το skill σε εφαρμογή ξανά, ώστε να αποσοβηθούν τυχόν προβλήματα κι εμφύλιες συρράξεις σε όσο το δυνατόν πιο ειρηνικό κλίμα, αλλιώς υπήρχε ο κίνδυνος να ξυπνήσουν οι Μεγάλοι και να μας χαλάσουν το παιχνίδι, βάζοντάς μας για ύπνο, ξενερώνοντάς μας και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Έγινε κι αυτό κάποιες φορές, αλλά τους πήραμε γραμμή, οπότε όταν ξέφευγε λίγο το πράγμα, ο ένας πάντα έλεγε: “Σκάσε, θα ξυπνήσεις τη μαμά!” και εκ του θαύματος ο άλλος έβαζε γνώση και ξαναπατούσαμε το....play.

Οι επιδρομές στο Καλάθι σταμάτησαν εκ μέρους μου γύρω στα τέλη του δημοτικού, όταν φορτώθηκα με αγγλικά και τα μαθήματα στο σχολείο έγιναν πιο μπελαλίδικα. Δε σταμάτησε, όμως και το παιχνίδι! Σε επόμενο κεφάλαιο, λοιπόν, θα σας ταξιδέψω στους πολύπλοκους, γεμάτους ίντριγκες και πάθη κόσμους των παιχνιδιών που στήναμε τα καλοκαίρια.

Just In!

Πήρα σήμερα αλαμπρατσέτα αγαπημένη φίλη ερισιανή και πήγαμε Πολιτεία. Είχα καιρό να πάω βιβλιοβόλτα και στο τέλος με τράβηξε με το ζόρι. Αυτή είναι η συγκομιδή (πλην της Μάργκαρετ Άτγουντ, που το τσίμπησα το προηγούμενο σ/κ από ένα πάγκο με βιβλία).






23 Αυγ 2013

Moon



to George


They're walking in a narrow city alley, hand-in-hand. The alley is dark and the area dodgy but they don't seem to care; not even to notice. The moon, a huge bright ball, is hanging above their heads. It is the August full moon, the most glorious among the silver masks of the Goddess, a moon revered by all men alike, old men and young, common men and artists, lonesome men and lovers, prudent men and vagabonds.

He is holding an ice-cream. She, a cigarette. As they're walking, they realise that they're being followed by cats. White cats and black cats, big cats and little kittens, an army of fur and paws and tails.

The cats are now walking past them. They decide to follow the cats through the alley, into the magical night.

The moon, a huge bright ball, is hanging above their heads. The smoke of the cigarette, a faint silver thread, separates the dream from reality.

The moon, a huge bright ball.

He stretches his arm up to the sky, towards the moon. He opens his hand and takes the moon off the sky and throws it  to her. She, startled, lets the moon bounce up and down the alley and they run after it.

Soon the alley leads moon and humans to an opening. The cats are nowhere to be seen. Instead, there are wagons, gypsy wagons,full of colour; there is the smell of cotton candy and the sound of wineglass clinking.

The moon finally stops in front of the feet of a dark-haired, kohl-eyed, moustache-bearing young man. He is holding violin and bow, the latter standing ready over the strings, faintly touching them. He looks at the moon and then at the couple. He nods, his eyes still fixed on them.

A little child, no older than a toddler, appears from nowhere and tries to catch the moon. The moon is too big for his little arms, but soon more children gather and help the little one carry the moon nearby.

As the children start playing, throwing the moon to each other – after all, the moon is nothing more than a huge, bright ball-, the bow starts going up and down on the violin strings.


A fast, masterful, whimsical melody fills the air. Men start dancing, feet are going up and down, skirts are ruffling and twirling like woven jellyfish. The air is torn by the vivid melody and the laughing anarchy of the dancers. The moon is bouncing up and down in the hands of the children. Only the cats are still nowhere to be seen.

And they, hand-in-hand, are looking.

It could be a dream or magic. It could be a nightly illusion or a cleft in reality. It could just be the cats' fault. Or a kind of lunacy.
But it could also be a fantasy, a fairy tale, or an I-love-you.




(The following day all wagons and men had disappeared. There was nothing left but the traces of cat paws on the ground.)





18 Αυγ 2013

John Fowles - Ο Μάγος #2 ή το παράπονο μιας κορασίδος

Κατά καιρούς και για να επιβεβαιώσω το καλλιτεχνικό μου εγώ, τρυφερούλι και τρεμοπαίζον σαν μαρουλόφυλλο, όπως και όλων των καλλιτεχνών άλλωστε, υποκύπτω στον πειρασμό και μπαίνω στα στατιστικά των αναρτήσεων, ήτοι κρυφοκοιτάω να δω πόσοι μπήκαν στο blog, ποιες αναρτήσεις διάβασαν και πώς με βρήκαν.

Εκεί, λοιπόν, που βλέπω πώς με βρήκαν, ποια, δηλαδή είναι η λέξη από την οποία με βρήκαν στο google - και παρεπιμπτόντως εδώ να πω ότι οι δημοφιλέστερες λέξεις είναι "γυναίκες χέσιμο" και "πριγκήπισσες Disney", πέφτει το μάτι μου στο εξής:



Όπως ακριβώς το βλέπετε. Και για να σας το κάνω πιο λιανά, ιδού το ζουμί:

Κλειδιά αναζήτησης:

1. stinmpooka.blogspot.com - 2 επισκέψεις
2. jhom fowls o magos - 1 επίσκεψη
3. john fowles - ο μάγος - 1 επίσκεψη
4. ντιλετάντης - 1 επίσκεψη
5. o μαγος - john fowles - 1 επίσκεψη
6. ο μάγος - john fowles - 1 επίσκεψη

Και για να το κάνω ακόμη πιο λιανά:
1. stinmpooka.blogspot.com - 2 επισκέψεις
2. jhom fowls o magos - 1 επίσκεψη
3. john fowles - ο μάγος - 1 επίσκεψη
4. ντιλετάντης - 1 επίσκεψη
5. o μαγος - john fowles - 1 επίσκεψη
6. ο μάγος - john fowles - 1 επίσκεψη

Και αυτό το βλέπω κάθε μέρα.
Κάθε μέρα.
Ακόμα κι όταν ο κόσμος με βρίσκει επειδή ψάχνει "γυναίκες χέσιμο" και "πριγκίπισσες Disney".
Ακόμα και τότε!

Αλήθεια; Σοβαρά; Τόσα χρόνια, τόσες καταχωρήσεις, τόσες ιστορίες, και τέσσερις στις έξι αναζητήσεις είναι για το Μάγο του John Fowles; Τόσος ίδρως, τόσος οίστρος λογοτεχνικός, τόσος κάματος, και με βρήκες μόνο και μόνο επειδή έγραψα μια φορά στο Τέξας για το Μάγο του John Fowles;

Σημαίνει αυτό κάτι, εσύ που ψάχνεις για το Μάγο του Τζων Φόουλς; Ότι δεν αξίζω ως συγγραφεύς; Ότι δεν είμαι αρεστή; Ότι το μόνο καλό που έχω να προσφέρω στην ανθρωπότητα είναι ένα post για το Μάγο του Τζων Φόουλς;

Αναγνώστη, μου γεννάς προβλήματα. Αναγνώστη, δε θα τα πάμε καλά. Αναγνώστη, σκαλίζεις βαθιές πληγές.

Αναγνώστη, μου αναμοχλεύεις τα υπαρξιακά!

...

Μην τρομάζεις, ω αγαπητέ αναγνώστη, εσύ που τόσο αγωνιάς για το Μάγο του Τζων Φόουλς!

Δεν έχω θυμώσει. Απλά σε τρολλάρω.

(Έλεος, όμως, με το Μάγο του Τζων Φόουλς!)

Θέλω να μου πεις, όμως, αν διάβασες το βιβλίο. Αν σου άρεσε. Θα το ξαναδιαβάσω κι εγώ μαζί σου, γιατί είδα το ποστ για τον Μάγο του Τζων Φόουλς και σε πληροφορώ ότι γράφει βλακείες. (Εκείνο το post που γράφει για το Μάγο του Τζον Φόουλς, όχι ο Μάγος του Τζων Φόουλς.) Δεν είναι σχολιασμός αυτός, του αξίζει κάτι καλύτερο. (Του Μάγου του Τζων Φόουλς, όχι του post που γράφει για το Μάγο του Τζον Φόουλς!)
Kαι επειδή, όταν επισκέπτεσαι πάλι τον κόσμο στο βιβλίο, χτενίζεις καλύτερα και αυτά που θέλει να σου πει....

Καλό μας ταξίδι, λοιπόν!




ΥΓ: Αλλά, ρε παιδιά, με παραξενεύει πάρα πολύ που με βρίσκουν τόσοι από το Μάγο του Τζον Φόουλς. Τόσο δυσεύρετο είναι το βιβλίο; Ή έγινε ξαφνικά hype γύρω από αυτό και δεν το πήρα χαμπάρι;

ΥΓ2: Εσύ, που με βρήκες γιατί έψαξες για το Μάγο του Τζον Φόουλς, δε μου τη γλιτώνεις! Πες μου αν διάβασες το βιβλίο!)

Δεξιός Λοβός: The story so far


Τι θα γίνει με σένα, ρε Πούκα; Ό,τι θυμάσαι χαίρεσαι!”, θα αναφωνήσεις και θα έχεις και δίκιο, ω φίλτατε αναγνώστη (υπάρχεις ακόμα, έτσι; ε; ε;) αλλά εσύ ξέρεις πως είναι δύσκολοι οι καιροί και δεν υπάρχει χρόνος και οι υποχρεώσεις σε κυνηγάνε από ένα σημείο και μετά άντε να γλιτώσεις.

Ενηλικίωση το λένε. Προσωπικά μου προκαλεί σφάχτες, ταχυκαρδίες, φλύκταινες και λοιπά κλινικά συμπτώματα. Όμως αυτό είναι άλλη ιστορία.

Long story short, αποφάσισα να μετατρέψω το κυνηγητό με την ενηλικίωση σε κρυφτό, δηλαδή σε κοινά ελληνικά να συνεχίσω να γράφω no matter the cost. Τι γιατί; Γιατί δε γίνεται αλλιώς.

Ας όψονται εκείνες οι παλιές σημειώσεις που βρήκα σε ένα καταχωνιασμένο ντοσιέ, και ένας ολόκληρος κόσμος ήρθε και εξερράγη σαν βόμβα ωρολογιακή μες στο χαριτόβρυτο κεφάλι μου.

Ως εκ τούτου, αποφάσισα να προβώ στα ακόλουθα βήματα:

  1. Ξεσκόνισμα του ιστολογίου (tick): ανανεώθηκε το layout του blog, γιατί έβλεπα τρία χρόνια το ίδιο και συστρέφονταν οι οφθαλμοί μου. Το πανέμορφο φόντο είναι δουλειά ετούτου εδώ του κυρίου και παρόμοια έργα του θα βρείτε εδώ.

  2. Ξεσκόνισμα συνδέσμων του ιστολογίου: ανανέωσα τους συνδέσμους του ιστολογίου. Όσοι ασχολείστε με συγγραφή ή έχετε καλλιτεχνικά projects στείλτε μου ένα e-mail ή ένα προσωπικό μήνυμα στο Facebook να σας προσθέσω. Θα το κάνω με μεγάλη μου χαρά!

  3. Ανανέωση του καταλόγου με τις ιστορίες μου (tick): εδώ μπορείτε να βρείτε όλες μου τις ιστορίες από τότε που ξεκίνησα να γράφω μέχρι και σήμερα (κυριολεκτικά!).

  4. Να θυμηθώ/μάθω εκ νέου πώς γίνεται πλέον το συγγραφοnetworking, μιας και που fora (ο πληθυντικός του forum, ντε) και websites που είχαν πολύ ντουνιά κάποτε στο Τέξας τώρα έχουν ερημώσει. Αλήθεια, τώρα τι γίνεται; Πού ανακατευόμεθα;

  5. Να σκεφτώ και άλλα βήματα (που δε μου έρχονται τώρα).

Είστε καλοδεχούμενοι να συνεισφέρετε με οιονδήποτε τρόπο, από ένα σχόλιο ή μια πρόταση μέχρι να μου στείλετε ταχυδρομικά σοκοφρέτες, γιατί έχω εξαντλήσει τα αποθέματα των γύρω περιπτέρων.

Επίσης, αν είναι να διαβάσετε μια κάποια ιστορία από αυτές εδώ στο blog, ξεκινήστε από αυτήν εδώ. Υπάρχει λόγος!

Όσο για το φλέγον ερώτημα της έλλειψης αρίθμησης των άρθρων με τίτλο “Δεξιός Λοβός”, ιδού η απάντηση:





The Calling

"True poetic practice implies a mind so miraculously attuned and illuminated that it can form words, by a chain of more-than-coincidences, into a living entity—a poem that goes about on its own (for centuries after the author's death, perhaps) affecting readers with its stored magic. Since the source of poetry's creative power is not scientific intelligence, but inspiration—however this may be explained by scientists—one may surely attribute inspiration to the Lunar Muse, the oldest and most convenient European term for this source?"             
                                                                                                                      Robert Graves









(The city expands itself vehemently through streets and buses, like a giant sleeping monster. It's summer. The monster feels lonely. It spins and twists and calls out the names of those left behind.)

He heard the calling carried under automotive wheels, then spinning and flying through the wind. Finally he saw it ending up hanging from a leaf (he was living in a place in the outskirts of the city, where plants grew). He caught the leaf and the faint echo of his name became a transmission travelling to his heart through his veins, transforming itself to a call a shout a holler. And then to music.

It was a lazy summer Saturday. He took with him a couple of things and left the house.

On the bus and listening to music, he realized that all this was premeditated. The urge, the need, the thirst growing inside. He was yearning for it. And, of course, he knew that all this was bound to happen. Why else he'd lose half the day before making these mixtapes? Why he felt this anxiety and uncertainty about all things mundane all the previous month?

Now he was sure that all this was arranged. A bomb ticking, scheduled to explode.
And everything was going according to the plan.
And he loved it.

He stepped off the bus near the city centre. It was empty, of course. Everybody had taken advantage of the previous day being a bank holiday to retreat near the sea. But not he. He would never run away just to lick his wounds. He would stay behind in the great, ghost city and confront the beast.

He looked at the empty streets, the closed shops, the silent cafés, the gray, depressing buildings. His eyes filled with the deserted city, twisting and turning, complaining like a forlorn mistress, dethroned and abandoned.

And yet, through all this desolation, the sickly wind and the dried leaves spinned and flied and gave birth to a miracle. A newborn goddess, dancing around herself, her long hair whipping the wind, filling the wind with sparkling wonders.

Thank you for coming”, she said to him.
Thank you for calling”, he replied.

They walked together on and through and inside the city, hand-in-hand. She, the anonymous one, although mankind had given her countless names since the beginning of time: the Goddess, the Muse, the Sophia. The Empneusis, the Breath-Inside.
And he, the Poet, just another one of her countless, humble servants since the dawn of man.

He stepped into a café. The fruit of his encounter was already forming itself inside his head. A series-of-words, a story, a world was ready to be born. Demanding it.

He took out a piece of paper and started writing.


15 Αυγ 2013

Οκτώ κομμάτια



Ανακάλυψα το 8tracks. Εννοείται πορώθηκα. Θυμήθηκα τα μικράτα μου, που άκουγα ραδιόφωνο και έγραφα κασέτες - μεγάλη ιστορία, θα σας την πω κάποια στιγμή!

 Εδώ, λοιπόν, θα ανεβάζω τις λίστες που φτιάχνω, αυστηρά 8 κομματιών εκάστη, για να μην κουράζω τα αυτιά σας, και επειδή φυσικά με πιάνει και το ψυχαναγκαστικό μου.

 Το post θα ανανεώνεται συχνά (ή και όχι).

Απολαύστε!

1. Η Ονειρολίστα: το όνομα τα λέει όλα.
2. Η Μόνος-στο-μπαρ-μια-βροχερή-μέρα-λίστα : το όνομα τα λέει όλα (ξανά).
3. Η μουσική του Γιάκωβου: μελωδίες που τριγυρνούνε στο μυαλό μου όταν βουτώ στον κόσμο του Γιάκωβου.


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...