29 Οκτ 2010

Αστέρια


    1. Η ΚΑΘΟΔΟΣ


Ο νέος κρατά την Ιέρεια από το χέρι, καθώς ανεβαίνουν στο λόφο, με τα γυμνά πέλματά τους να μουσκεύονται από τη δροσιά της απριλιάτικης νύχτας. Ο δαυλός που κρατά στα χέρια της η νεαρή γυναίκα τρεμοπαίζει από το φύσημα του αέρα.
“Φτάσαμε” του λέει, καθώς φτάνουν στο άνοιγμα.
“Αυτός είναι ο λαβύρινθος;” ρωτά έκπληκτος. Αυτό που αντικρίζει δεν έχει καμιά σχέση με τη δαιδαλώδη κατακόμβη που τόσο τρέμουν στα μέρη του. Είναι ένας τύμβος, ίσα με πέντε μέτρα ψηλός, καλυμμένος από γρασίδι που στραφταλίζει στο σεληνόφως.
Ο νέος κάνει το γύρο του υψώματος. Ανακαλύπτει ότι υπάρχουν εφτά μικρά ανοίγματα, όλα ίδια μεταξύ τους, στα οποία ίσα-ίσα χωρά να μπει προχωρώντας στα γόνατα.
“Στην Αθήνα λένε ότι οι είσοδοι για το Λαβύρινθο είναι επτά πελώριες πύλες, κρυμμένες στο ανάκτορο του Μίνωα”.
Η νεαρή γυναίκα γελά. “Έχετε πολύ μεγάλη φαντασία στα μέρη σου, Θησέα”, λέει στο νέο. “Αν αποτύχετε σε κάτι, θα πρέπει να είναι σίγουρα πέραν των δυνάμεων του ανθρώπου.”
Ο Θησέας δε μίλησε. Ακόμα κι αν ήταν έτσι τα πράγματα, ο Λαβύρινθος παρέμενε ένα σκοτεινό μυστικό, μια δοκιμασία που δεν είχε καταφέρει ποτέ να περάσει η Αθήνα. Μάταια τόσοι φερέλπιδες ιερείς και ιέρειες είχαν δοκιμάσει να μπουν και να βγουν από το Λαβύρινθο επτά χρόνια τώρα. Όλοι είχαν χάσει τη ζωή τους από το Μινώταυρο, πληρώνοντας με το αίμα τους την εξιλέωση για το θάνατο του Ανδρόγεω. Βαρύς φόρος για ένα χαμένο πριγκηπόπουλο.
Αλλά σήμερα θα έμπαινε ένα τέλος σε όλο αυτό. Σήμερα ο ίδιος ο πρίγκηπας των Αθηνών, θα έβγαινε από εκεί νικητής.
“Ποιο μονοπάτι άραγε να πάρω;” αναρωτιέται.
“Δεν έχει σημασία ποιο μονοπάτι θα επιλέξεις. Αυτό που έχει σημασία είναι αν θα επιλέξεις να περπατήσεις σε κάποιο μονοπάτι”, του απάντησε η κοπέλα, ενώ έβγαζε το διάδημα που φορούσε στο κεφάλι της και το φορούσε στο δικό του.
“Και φυσικά, να έχεις κάτι που να σε φωτίζει...”

Προχωρώ μέσα στον τύμβο με τα γόνατα, σαν μωρό παιδί που μπουσουλάει. Δε βλέπω τίποτα παρά μόνο ό,τι βρίσκεται ακριβώς μπροστά μου, κι αυτό χάρη στο φως από το στεφάνι της Αριάδνης, δεν ξέρω από τι είναι φτιαγμένο, ποια αρχέγονη φάρα τεχνιτών το έφτιαξε, κουβαλάει επάνω του χρόνια και ιστορίες που χάνονται σε άλλες εποχές, τότε που υπήρχαν ακόμη οι Τελχίνες, οι Κάβειροι και οι Ιδαίοι Δάκτυλοι, άνθρωποι που χόρευαν στη φωτιά, σαν σε αυτή εδώ τη σπηλιά, που μυρίζει χώμα και απέραντη νύχτα, φόβο, δέος και μυστήριο για κάτι άχρονο κι αγέννητο μα πάντα παρόν, κι αρχίζουν να ακούγονται τύμπανα, ρυθμικά σαν χτύπος καρδιάς, σαν να ζει τούτη δω η Γη, να πήρε ζωή η ξεχασμένη Θεά, καρδιά που χτυπά, τα φίδια τυλίγονται γύρω της, την σφίγγουν και στέλνουν το αίμα παντού, να πάρουν ζωή τα κομμένα της μέλη και να ενωθούν ξανά, να ξυπνήσει, Λευκή Μητέρα, Λευκή Μήτρα, Νύχτα γλυκιά και άναστρη, λουσμένη στη Σελήνη, Φεγγαροπρόσωπη, πλατυμέτωπη και βοϊδομάτα, Ευρώπη, φωτίζει τα πάντα, Πασιφάη, Πάναγνη και Πάνδημος, Αριάδνη, να δεχτεί, να κουβαλήσει, να γεννήσει χίλιους κόσμους, κι είναι εδώ, στιλβωμένη στο φως από κάποιο ανύπαρκτο φεγγάρι, πάνω μου κι εγώ μέσα της, γεμάτος αστέρια ο κόρφος της, στα χέρια της, στα χέρια μου, λάμπει το μαχαίρι, είναι πάνω μου και κουνιέται, τα μαλλιά της, το σώμα της, εκείνη μυρίζουν φασκόμηλο και κυκεώνα, ελισσόμαστε και χορεύουμε στον πιο παλιό ρυθμό, αυτόν του Άντρα και της Γυναίκας, στο τραγούδι του θεϊκού έρωτα, του Ενός, κι εκεί, λίγο πριν τη στιγμή του οργασμού, το μαχαίρι θα κατέβει με δύναμη σε ένα ζεστό σώμα, ένα μοσχαράκι που κοιμάται πιο δίπλα, το αίμα θα μας λούσει ολόκληρους, μια στριγκή κραυγή θανάτου θα σκίσει τον αέρα -

-Πέθανε, Θησέα!

Εκρήγνυμαι. Ανάσα άνασσα. Ανάσα Βασίλισσα. Ζωή.

Σηκώνεται από πάνω μου – χαμογελάει.
Η φωνή της είναι πιο γλυκιά κι από αμβροσία. Το χέρι της πιο απαλό κι από χάδι μάνας σε νιογέννητο.

-Σήκω, Αστέριε.

Σηκώνομαι. Κοιτάω τα χέρια μου – είναι γεμάτα αστέρια.
Είμαι όλος ένα αστέρι.





    1. Η ΑΝΟΔΟΣ

Ο Θησέας με άφησε στη Νάξο μια βδομάδα μετά τη δοκιμασία του στο Λαβύρινθο. Ήταν το εύλογο τέλος μιας καταδικασμένης ιστορίας, παρόλο που τόλμησα να ελπίζω ότι θα μπορούσαν να αλλάξουν τα πράγματα. Ας με είχε προειδοποιήσει η ξαδέλφη μου Μήδεια για τον ερχομό του. Δεν της έδωσα σημασία, πάντα έβρισκα τις μεθόδους της για τον προσηλυτισμό των Νέων Ανθρώπων στους Παλιούς Τρόπους βίαιες. Μέχρι και στη μητέρα μου είχα φέρει αντίρρηση, όταν μου είχε πει πως εκείνοι οι λαοί δεν μπορούσαν να ασπαστούν το δικό μας τρόπο ζωής. Είχαν πια ξεχάσει...
Στη Νάξο, ευτυχώς, οι άνθρωποι είναι δικοί μας. Τιμούν τη Μεγάλη Μητέρα κι ακολουθούν τον τρόπο ζωής του Ταύρου. Ζουν κυρίως από την αλιεία και το εμπόριο με τα άλλα νησιά και χαίρονται τη ζωή με κρασί και χορό. Ένας από τους οινοπαραγωγούς, μάλιστα, βρήκε και το στεφάνι μου, το οποίο είχε πετάξει ο Θησέας στην ακτή. Ονομάζεται Διόνυσος και στο λαμπερό χαμόγελό του είδα τα πρόσωπα των γιων που θα του χάριζα μετά από λίγο καιρό, του Οινοπέα και του Στάφυλου.
Δυστυχώς, ο Θησέας δεν έμελλε να δει πολλά χαμόγελα. Μετά τη Νάξο έμαθα πως παντρεύτηκε μια ξένη πριγκήπισσα, την Αντιόπη, η οποία πέθανε πρόωρα, όπως και ο γιος του από αυτήν, ο Ιππόλυτος. Αυτό που με στενοχωρεί περισσότερo από όλα, είναι πως ο Ιππόλυτος σκοτώθηκε εξαιτίας της αδερφής μου, Φαίδρας, η οποία και ακολούθησε το Θησέα στην Αθήνα, ξεχνώντας την Κρήτη και τη Μητέρα. Είχε απαρνηθεί, λένε, τον έρωτά της, και εκείνη οργίστηκε, γιατί είναι αμάρτημα στη Μητέρα να μη χαίρεσαι τη ζωή.. Λησμόνησε, όμως, η αδελφή μου, ότι η Μητέρα είναι πάνω από όλα φιλεύσπλαχνη και γεμάτη αγάπη. Την έκαναν να ξεχάσει οι Νέοι Τόποι και καταχράστηκε τη δύναμή της.
Πόνο μεγάλο έφερε ο Λαβύρινθος σε όλους μας: στο Θησέα, που ήρθε να δαμάσει δαίμονες και δεν είδε τη Γνώση που του προσφέραμε απλόχερα. Που πέρασε τη Μύηση αλώβητος σε σώμα και ψυχή και αρνήθηκε να αντικρίσει το μεγαλείο της ύπαρξης. Στη Φαίδρα, που διαστρέβλωσε τους Τρόπους της Θεάς και έχυσε αθώο αίμα. Στην Κρήτη, που έχει ρημαχτεί. Σε μένα, που γνωρίζω ότι όλα αυτά έγιναν εξαιτίας μου και ακούω ακόμα και τώρα τα λόγια της μητέρας μου, όταν της είχα αντιμιλήσει στην Κνωσό: “Είναι άγριοι άνθρωποι αυτοί, κόρη μου... Στενοκέφαλοι. Θα υπακούσουν μόνο στο ρυθμό του πολιορκητικού Κριού που θα κουρσέψει πολιτείες. Ενώ εμείς, εμείς... Ζούμε ακόμα στην Εποχή του Ταύρου.”
Και αυτή την εποχή, που σβήνει σιγά-σιγά, έχουν μείνει λίγα πράγματα πια να την θυμίζουν, ένα παλιό στεφάνι και η υπόσχεση του συντρόφου μου ότι κάποτε θα λένε για μας πως γίναμε αστέρια.

27 Οκτ 2010

Τα δώρα της Περσεφόνης (μια ιστορία για να κινητοποιηθείτε και να φυτέψετε τίποτα, άιντε)

Γύρω στα 4.000 χρόνια πριν, σε μια άλλη πραγματικότητα, λίγο πιο παραμυθένια και πολύ πιο αρχετυπική, η θεά Δήμητρα και η κόρη της, Περσεφόνη, κάθονται για μαμά-και-κόρη ουζάκι σε ένα τσιπουράδικο στο Μεταξουργείο. Κάθονται και τα λένε, ψιλομαλώνουν, όπως κάνει κάθε κόρη και κάθε μαμά, πειράζονται, βρίζουν τους άντρες, χασκογελάνε συνομωτικά, τελειώνουν τα ουζάκια και τα μεζεκλίκια, σκάει γλυκό του κουταλιού να γλυκάνει τη λυπητερή, και κάπου εκεί η Δήμητρα πετάγεται έντρομη και τσιρίζει: ΟΟΟΟΟΟΟΧΙ!

Το γλυκό ήταν ρόδι και η Δήμητρα τσίριξε, γιατί κάθε φορά που η Περσεφόνη έτρωγε ρόδι, θυμόταν ότι κάπου, κάπως, κάποτε είχε κι ένα σύζυγο στον Κάτω Κόσμο, τον Πλούτωνα, τον μαυροντυμένο και γκοθά και Βασιλιά του Άδη τελοσπάντων. Και όχι μόνο αυτό, αλλά η Περσεφόνη, δεν ξέρουμε ακόμα πώς, τύχαινε κι έτρωγε εκείνο το αναθεματισμένο το ρόδι κάπου κατά τώρα, Οκτώβρη με Νοέμβρη. Και τι δεν είχε κάνει η Δήμητρα για να σαμποτάρει τις ροδιές: είχε πληρώσει εμπρηστές, είχε κάνει εμπάργκο στα εμπορεύματα, μέχρι και τον Πλούτωνα είχε ικετεύσει να αφήσει ήσυχη την κόρη της ή τελοσπάντων να μετακομίσουν πάνω από τη Γη να την βλέπει συχνότερα κι αυτή η καψερή μάνα-κουράγιο, και θα φρόντιζε να του δώσουνε καλύτερο χαρτοφυλάκιο, έστω μια καλή θεσούλα στο Δημόσιο, βρε παιδί μου. Ο Πλούτωνας, όμως, ανένδοτος. Του άρεσε πολύ το Περσάκι, αφού ήταν πάντα νέα όμορφη και λίγο indie, άσε που δεν μπορούσε να κουνήσει ρούπι από τον Άδη γιατί ο ήλιος του προκαλούσε αλλεργική αντίδραση κι έβγαζε σπυράκια (πέρα από ραχίτιδα λόγω έλλειψης βιταμίνης D, είχε και φωτοφοβία). Έτσι ούτε την καλή του παρατούσε, ούτε πάνω ανέβαινε, μόνο καθόταν και περίμενε κι όταν έβλεπε ότι πολύ αργούσε η καλή του, λάδωνε ταβερνιάρηδες στο Μεταξουργείο να φτιάξουνε γλυκό ρόδι.

Έτσι έγινε και τώρα, και μόλις το χλαπακιάζει το Περσάκι (ήταν και γλυκατζού, πανάθεμά τη), να 'σου τα γουργουρητά στην κοιλίτσα, “αχ, μου λείπει ο καλός μου”, το κατάλαβε και ο Πλουτωνάκος, άρχισε τα kinky μηνύματα στο κινητό, αχ πότε θα σε δω, πόσο σε λαχταράω, θα δεις εσύ, κάνει να φύγει το Περσάκι. Αρχίζει και μανουριάζει η Δήμητρα, πού θα πας και θα με παρατήσεις πάλι, γριά γυναίκα, μια σύνταξη έχω κι εγώ η καημένη, ψάχνει η Πέρσα τις τσέπες της, βγάζει κάτι μικρά καφέ στρογγυλά πραγματάκια, να πάρε αυτά, λέει, σοκολατάκια να με γλυκάνεις;, ρωτάει η Δήμητρα, τόσο εύκολα νομίζεις ότι θα με τουμπάρεις;

“Κάτι πολύ καλύτερο”, είπε η Πέρσα.


Της είχε δώσει, τι άλλο; Βολβούς!


“Πάρε αυτά εδώ και βάλ' τα μόλις φύγω σε μια γλάστρα, τα μεγαλύτερα πιο κάτω και τα μικρά πιο πάνω, σκέπασέ τα με χωματάκι αφράτο και, όσο θα λείπω, φρόντιζε τα με νεράκι, στοργή και προδέρμ, όχι πολύ, μη σαπίσουν, και λίγο πριν έρθω θα δεις, θα έχουν μεγαλώσει και ανθίσει, κρόκοι, ίριδες, ζουμπούλια, ανεμώνες! Κι έτσι και εσύ θα έχεις κάτι να φροντίζεις όσο εγώ θα είμαι κάτω και όταν θα είναι να ανέβω θα σε προειδοποιήσουν αυτά, για να μου έχεις παστίτσιο σπιτικό έτοιμο, γιατί με τον Πλούτωνα το μόνο που τρώμε είναι πιτόγυρα ενώ βλέπουμε Doctor Who ή παίζουμε Vampire.”


Αυτά είπε η Περσεφόνη και τσουπ! έσκασε το teleport, και η Δήμητρα πήρε μια γλαστρούλα και τα έριξε μέσα, και σκέφτεται να προτείνει να το κάνετε κι εσείς για να έχει κι αυτή παρέα...

24 Οκτ 2010

Εκεί που φυτρώνουν οι σουτοπαμιές

Παρασκευή βράδυ και αράζουμε παρεΐτσα στο πουκόσπιτο dream team καμμενοπαίδων. Σε κάποια φάση, ήταν κι η ώρα δύσκολη και το κρασί γλυκό, αρχίζουμε να δίνουμε ρεσιτάλ συνειρμών (πρέπει να είμαστε όλοι δεξιόλοβοι), όπου σύντομα η συζήτηση πήγε σε πράγματα που ακούγαμε άλλα αντ' άλλων όταν ήμασταν πιτσιρίκια.

Τέλεια αφορμή για αυτό το ποστ εκείνη η βραδιά και μη μου πείτε ότι δε θέλετε να πάτε μια βόλτα στον εγκέφαλο μιας Πούκας που πήγαινε νηπιαγωγείο, δημοτικό ακόμα και γυμνάσιο, γκοντάμμιτ.

Όταν ήμουνα μικρή, λοιπόν, ήμουν enfant terrible, μονίμως στον κόσμο μου (γκουχ γκουχ), και άκουγα/πίστευα/πετούσα ό,τι να 'ναι.



ΧΑΖΟΜΑΡΕΣ ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΥΑ:

  • Ότι όταν κοιμόμαστε ψοφάμε. Έτσι απλά. Βέβαια επειδή είμαστε warriors, η καρδιά νικούσε το θάνατο και ξαναξυπνούσαμε.

  • Στο νηπιαγωγείο, ένα bully παιδοβούβαλο που μου θύμιζε χελωνονιτζάκι gone bad, μου 'χε πει πως αν φάω με δυο κουτάλια τη σαλάτα, θα πεθάνει η μαμά μου. Όχι πως με ένοιαζε και πολύ, γιατί στα φαγητά βουτούσα κάπως έτσι, όπως και να 'χει,:









(πού τρόποι για ΔΥΟ κουτάλια)



  • Πάλι για θανατικό: μια αδερφή της γιαγιάς μου, που δεν την πολυχώνευα γιατί με έλεγε κατρουλού, παρόλο που εγώ είχα ήδη περάσει επιτυχώς από housebreaking εκπαίδευση, με είχε δει μια φορά να φοράω τις παντόφλες μου ανάποδα και μου είπε να μην το κάνω, γιατί θα σκοτωθούν οι γονείς μου. Σε αυτοκινητιστικό κιόλας! Είχα χεστεί πάνω μου κι έκλαιγα δυο ώρες.

  • Η γιαγιά μου, σε μια απέλπιδη προσπάθεια να με μάθει να έχω τρόπους, μου είχε πει ότι κάθε φορά που μουντζώνω, ο Θεός θα μου βάλει καρφίτσες πίσω από τα νύχια (ίου). Οπότε αποφάσισα να μην μουντζώνω και άρχισα να τρώω τα νύχια μου, για καλό και για κακό.

  • Ο ΛΟΞΙΓΚΑΣ και ο ΠΛΑΚΟΥΝΤΑΣ ήταν τέρατα. Και όχι, δε διάβαζα Lovecraft από τότε...



ΧΑΖΟΜΑΡΕΣ ΠΟΥ ΕΚΑΝΑ:

  • Κάθε πρωί που ξυπνούσα, ρωτούσα τη μάνα μου αν δουλεύουμε ή δε δουλεύουμε και κατόπιν τι μέρα είναι. Το αίτιο ήταν αν δουλεύουμε και το αιτιατό η μέρα, αυτό το πίστευα από μικρή και το ακολουθώ και τώρα.

  • Διακόσιες φορές τη μέρα ρωτούσα τη μάνα μου τι σημαίνουν διάφορα πράγματα. Είχα από τότε σημειολογικές και γλωσσολογικές ανησυχίες και ήθελα να ξέρω γιατί το μήλο το λένε μήλο και όχι σαμπουάν. Το αποκορύφωμα ήταν όταν την ρώτησα: “Μαμά, τι θα πει “σημαίνει;”” (ναι, ήμουν τσάτσος, το παράφρασα) όπου εκείνη με κοίταξε ΜΕ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ και κατάλαβα ότι οι γλωσσολογικές μου ανησυχίες είχαν κάνει τον κύκλο τους και τα νεύρα της κρόσσια.

  • Έλεγα μια λέξη πολλές φορές γρήγορα μέχρι να χάσει το νόημα της και να γίνει απλά μια σειρά ήχων. Και γελούσα μόνη μου.

  • Πέμπτη δημοτικού είχα κάνει τη διαθήκη μου. Γκοθού από μικρή. 'Nuff said.

  • Μαργαριτάρι στη Γ' Γυμνασίου, παρακαλώ: Κάναμε Κείμενα, για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, Μυριβήλη “το-τσουνί-του-ήταν-ντούρο-και-χνουδάτο” (για παπαρούνα έλεγε, διεστραμμένοι) αν θυμάμαι καλά, κι η καθηγήτρια ρώτησε πώς λέγεται η σταγόνα αίματος. Σηκώνω το χέρι περήφανη, το φυτό της τάξης γαρ, ΚΥΡ, ΚΥΡ, ΚΥΡΡΡΡΡΡΡΡΙΑ, πες Δανάη, και απαντάω: ΑΙΜΟΡΡΟΪΔΑ. Ναι. Αιμορροϊδα. Μη με κατηγορείς, μικρό ήμανε, δεν ήξερα τι είναι οι αιμορροϊδες, έκανα τη σύνδεση, αίμα-που-ρέει και το θεώρησα φυσικό επακόλουθο...



MISHEARD LYRICS, by the littol Pook:

  • Σου το 'πα μια, κι δυο και τρεις κτλ κτλ”: Ακουγα σουτοπαμιά, όπου σουτοπαμιά φανταζόμουν κάποιο δέντρο. Η σουτοπαμιά που κάνει σουτόπαμα. Μάλλον στη Μεσοποταμία θα βρισκόταν.
  • ”...σώσον ημάς, αμήν”: για κάποιο λόγο άκουγα Λιμάσα. Δεν ξέρω ποια ήταν η Λιμάσα, μάλλον κάποια βιβλική γκόμενα. Καλύτερο πάντως σαν όνομα από Ραχήλ και Δεββώρα, right?

  • Το κλασικό “ο εν τοις ουρανοίς”: ε, τι ρωτάς; Ο Έντης Ουρανής.

  • που με βια μετράει τη γη” : Που μαβιά μετράει τη γη. Η συναισθητική πινελιά του δημοτικού.

  • Ένα το Χελιδόνι”: ένατο χελιδόνι. Πήγαινα και στο Ένατο Δημοτικό κι ήμουν πολύ περήφανη που συγγενεύαμε με ένα χελιδόνι, ώστε ποτέ δεν αναρωτήθηκα για τα χελιδόνια των άλλων σχολείων.

  • Το Ναυτάκι”. Ήταν ένα τραγούδι, και όταν η δασκάλα έλεγε να πούμε “Το Ναυτάκι”, νόμιζα ότι έπρεπε να πούμε “Τον Αυτάκη”.


Αυτά θυμάμαι προς το παρόν. Είναι λίγα, θα μου 'ρθουν κι άλλα όμως. Τελειώνουμε με ακόμα λίγα παιδικά misheard, with a little help of my friends:


  • Η κολλητή μου η Νι, άκουγε: “σβήνω στο ουίσκι τα δικά σου παξιμάδια” και φανταζόταν τον ερωτευμένο να ξεχνάει τον καημό του βουτώντας στο αλκόολ ντάκους κρητικούς.

  • Ο αδερφός του Κώστα της Φαίης (ουφ τα είπα όλα), νόμιζε ότι η ηθοποιός λεγόταν “Σαπφώνο Ταρά”. Όταν μας το είπε ο Κώστας προχτές, σαν καμμένοι αρπιτζάδες, ο επόμενος συνειρμός ήταν “Σαπφώ Νοtarrasque”. Γιατί μπορούμε.


    Επίσης, οι νέοι του μπλογκ μπορείτε να διαβάσετε και εκθέσεις δημοτικού εδώ.

16 Οκτ 2010

Φάκελος: ΚΑΦΕΣ

Όλοι ξέρουμε εκείνο το φοβερό, μαγικό ζωμό χρώματος καφέ, που πίνεις μια μερακλίδικη γουλιά και όλα ξαφνικά φαίνονται ρόδινα ενώ οι αχνοί του στην κούπα αναβλύζουν σαν ουράνιο τόξο, το οποίο υπόσχεται να σε πάει στη χώρα των Ξωτικών, ή τουλάχιστον στο γραφείο, όπου, όμως θα αντέξεις την γκρίνια και τη γκριζοπροσωπία των γύρω σου χωρίς να ξοδέψεις πολύ will power.. Αυτός ο μαγικός ζωμός λέγεται καφές και με αυτό το post εγκαινιάζεται η κατηγορία “Φάκελιοι” (με το -λι που στολιίζει τη φωνιή).

(Οδηγίες για να διαβάσεις καλύτερα το post: Φτιάξε ένα καφεδάκι και αντί να προσπαθείς να βρεις το ουράνιο τόξο, συγκεντρώσου σε αυτά που διαβάζεις.)

Ο καφές, κατά την παράδοση, ανακαλύφθηκε κάπου στην Αφρική, όπου ένας Αιθίωψ βοσκός, ο Καλντί, βαριόταν που ζούσε (καλντί στα αρχαία αιθιοπικά σημαίνει Βαρεμάρας. ). Όπως μαρτυρά και το όνομά του, ο Καλντί ήταν λίγο τεμπέλης στα καθήκοντά του. Μια μέρα, λέει η ιστορία, διάβασε το μπλογκ μου και πήρε το ποστ για τα βότανα λίγο πιο σοβαρά από όσο θα έπρεπε, γιατί έδωσε στα κατσίκια του βαλεριάνα για να μην τον πρήζουν με τα “μπε” και τα ροβολητά τους, και να μην τα σαλαγάει κάθε λίγο και λιγάκι.

Εντάξει, μπούρδες λέω. Κοιμήσια ή μη, τα κατσίκια του Καλντί μια μέρα γύρισαν σ' αυτόν μες στην τρελή χαρά, και τον ζάλισαν με το χοροπηδητό και το ροβολητό τους, ενώ τα “μπε” τους έβγαιναν με ταχύτητα πολυβόλου. Ήταν κάπως έτσι:


Είδε κι απόειδε να τα μαζέψει ο Καλντί. Κι αυτό έγινε την άλλη μέρα και την παράλλη, ώσπου τα πήρε στο κατόπι και τα είδε να τρώνε από ένα περίεργο δέντρο. Πέφτει κάτω αμάν αμάν μπρος στα λιανοχορταρούδια, αρχίζει να μασουλάει κι ο Καλντί και τότε έγινε η Αποκάλυψη.

Είχε ανακαλύψει το καφεόδεντρο.


Ένας άλλος μύθος λέει ότι τον καφέ τον πήγε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ στο Μωάμεθ, για να έχει δύναμη και αντοχή, λέει η βικιπαίδεια, αλλά δε βρίσκω άλλα βιντεάκια με yodelling, οπότε προσπερνάμε.

Από εκεί πια, η ιστορία μας λέει ότι τον καφέ μέχρι το 900 τον χαίρονταν αποκλειστικά οι Αιθίοπες (ντροπή τους!), μέχρι που κάπου εκεί πέρασε και στην Αραβία. Οι Άραβες βρήκαν τη χαρά τους με τον καφέ, καθότι το Κοράνι απαγόρευε το αλκοόλ αλλά τον καφέ όχι, οπότε άρχισαν να συχνάζουν σε καφεποτεία όπου συζητούσαν και γλεντούσαν και στοιχημάτιζαν, με λίγα λόγια ότι κάνει κάθε μεθυσμένος, χωρίς να τραγουδάει Irish drinking songs.


Οι Ευρωπαίοι είδαν τους Άραβες να πηγαινοέρχονται σαν σίφουνες με τα ποδαράκια σαν ροδάκια κάτω από την κελεμπία και παραξενεύτηκαν. “Τι πίνουν και δε μας δίνουν; Ας τους το κλέψ...εχμ...αγοράσουμε.” Κι έτσι, γύρω στα 1600, ο καφές εισήχθη στην Ευρώπη, με πρόεδρο του φαν κλαμπ τον Πάπα Κλήμη, ο οποίος και παίζει να έγινε και ο πρώτος γιάπης της Ιστορίας.

Στην Αμερική ο καφές πήγε έναν αιώνα μετά από τους Γάλλους πλιατσικολόγους-κονκισταδόρες. Μάλιστα, επειδή δεν έδιναν στους Βραζιλιάνους, ένας απεσταλμένος του Βασιλιά, ο Φρανσίσκο Παλχέτα, πήρε κρυφά σπόρους καφέ από τη γυναίκα του Γάλλου Κυβερνήτη της Γουινέας, στην οποία έδειξε τι εστί latin lover. 'Ετσι, η Γαλλία έμαθε δύο πράγματα: πρώτον, όταν είσαι ψηλομύτης γίνεσαι και κερατάς, και δεύτερον, ο καφές συνδέει τους ανθρώπους.

Κάπως έτσι έφτασε ο καφές σε κάθε σπίτι και σε κάθε νοικοκυριό, και όποιου δεν του αρέσει, είναι ανώμαλος. Αλλά ας πάμε παρακάτω στις ποικιλίες του καφέ.

Υπάρχουν δύο ποικιλίες καφέ: Η αρχαιότερη είναι η Arabica, και από αυτή έπιναν τα κατσίκια του Καλντί κάποτε στην Αφρική. Τώρα, γιατί την λένε Arabica και όχι Africa, μάλλον είναι θέμα copyright και ο Καλντί ήταν open source, οπότε δεν τον πολυένοιαξε. Η Arabica έχει πολύ δυνατή γεύση, αλλά είναι κομμάτι αρρωστιάρα και ψόφια, καθότι περιέχει 1% καφεϊνη. Παρόλα αυτά, το 78% της παραγωγής είναι ετούτης της ποικιλίας και έχει πιο ραφινάτη γεύση.

Πέρα από την Arabica υπάρχει και η robusta, που, όπως μαρτυρά και το όνομά της είναιπιο νταμάρι σε ασθένειες. Επίσης περιέχει διπλή δόση καφεϊνης. Ωστόσο η γεύση της είναι πιο χοντροκομμένη από την arabica. Αποτελεί το 22% της παγκόσμιας παραγωγής και γνωρίζει μεγάλη δημοτικότητα λόγω του διαλυτού καφέ που πίνουμε.

Ο καφές είναι το νούμερο ένα τονωτικό ρόφημα για την ανθρωπότητα, αφότου εξαφανίστηκε η συνταγή του μαγικού ζωμού που έφτιαξε ο Πανοραμίξ, τουλάχιστον. Προκαλεί εγρήγορση, μειώνει την ανία και βελτιώνει κατά πολύ το yodelling. Επίσης, καταπολεμά τους πονοκεφάλους, καθώς κάνει τα αγγεία να ντρέπονται (αγγειοσυστολή) και να νιώθουν τύψεις, με αποτέλεσμα το αίμα να κυκλοφορήσει φυσιολογικά. Βέβαια, αν κάποιος το παραχέσει με τον καφέ, μπορεί να νιώσει άγχος, νευρικότητα και να έχει δυσκολία να κοιμηθεί. Φήμες λένε ότι σε πολύ extreme περιπτώσεις μεταμορφώνεται και σε κατσίκι, αλλά επειδή αυτό το μπλογκ είναι έγκυρο κι έγκριτο, κρατάμε τις επιφυλάξεις μας.

Ας αφήσουμε όμως, τα εγκυκλοπαιδικά και ας πάμε στους τύπους του καφέ που αγαπάμε:


  • Ο Μερακλίδικος: είναι αυτός που εμείς ονομάζουμε ελληνικό, αρκετές χώρες τούρκικο, στην Κύπρο τον λένε Κυπριακό και στην Αρμενία αρμένικο ή μεσανατολικό, κάνοντας το όνομά του μεσανατολικό ζήτημα. Φτιάχνεται από μερακλήδες (το μουστάκι προαιρετικό) και οι ονομασίες για την ποσότητα καφέ-ζάχαρης-καϊμακιού είναι σαν να έχουν βγει από ταινία που μιλάνε κουτσαβάκηδες έξω από τον τεκέ: «βαρύ γλυκός», ή «πολλά βαρύς» ή «βαρύ γλυκός και όχι». Πίνεται επί το πλείστον από γέρους, περίεργους και από όσους έχουν κόψει το κάπνισμα αλλά θεωρούν το τσάι φλωριά. Χρησιμοποείται, επίσης και ως μαντικό μέσο ή ως μέσο βασανιστηρίου μικρότερων αδερφών (“Κοίτα, Ορέστη, σοκολάτα!”)

  • Ο φρρρραπέ: περήφανο ελληνικό δημιούργημα, και μάλλον μόνο εμείς χαρήκαμε τόσο που το ανακαλύψαμε, γιατί έγινε γρήγορα ο εθνικός μας καφές (ίσως επειδή δεν ήμασταν τόσο σίγουροι για την πατρότητα του Μερακλίδικου), αφού οι υπόλοιπες χώρες είτε τον έχουν ΧΕΣΜΕΝΟ είτε κάνουν διάφορα awkward πειράματα με τη γεύση του (τον αναμιγνύουν με κόκα κόλα, ούζο κι άλλα τέτοια αηδιαστικά). Τον προτιμούν οι φοιτητές και έχει φτιαχτεί ολόκληρο βιβλίο με rituals για αυτό το είδος καφέ στη Σαλλλονίκη, το οποίο λέγεται “Frapponomicon”, το οποίο το έγραψε ένας τρελός Άραβας, λέει η παράδοση. Εγώ κόβω το κεφάλι μου ότι ήταν ο Καλντί.

  • Το εσπρεσσάκι: Το -άκι δεν είναι υποκοριστικό λόγω στοργής, είναι επειδή το εσπρεσσάκι είναι κούτσικο ακόμα και για χόμπιτ. Πίνεται σε δέκα λεπτά (και πολύ λέω) αλλά είναι δυναμίτης (για αυτό και δεν το προτιμούν και τα χόμπιτ). Είναι ο καφές-αρπαχτή που πίνουν έξω και παραξενεύονται που εμείς λιβανίζουμε έναν καφέ πεντακόσιες ώρες.

  • Ο καπουτσίνο: Το όνομά του το μοιράζεται με τάγμα καλογέρων, γιατί το χρώμα του έμοιαζε, λένε, με τα ράσα των καπουτσίνων. Επίσης, καπουτσίνος λέγεται κι ένα είδος πιθήκου, αλλά θέλω να πιστεύω πως ο καφές δεν έχει καμμία σχέση με αυτό. Ο καπουτσίνο πίνεται κυρίως από τρέντηδες που θέλουν να φαίνονται πιο ψαγμένοι, ή από όσους έχουν όρεξη για γλυκό αλλά δε θέλουν να φάνε σοκολάτα.

  • Ο νες: πίνεται από αυτούς που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Τα αίτια του να πίνεις νες είναι ακόμα ανεξιχνίαστα και χάνονται στα απύθμενα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Υπάρχουν και άνθρωποι που κάνουν και χειρότερα, να πίνουν το νες αχτύπητο. Ένας από αυτούς είμαι κι εγώ.

  • Ο γαλλικός: είναι ο πιο γαμάτος, εκλεπτυσμένος κι έχει πολλές γεύσεις. Φτιάχνεται με καφετιέρα και πολλά τζιριτζάντζουλα (φίλτρα του καφέ και κουταλάκια που έχουν και στις κρέμες για τα μωρά). Πίνεται, επί το πλείστον, από όσους έχουν καφετιέρα.




15 Οκτ 2010

Tribute

Δύο χρόνια είμαι Αθήνα και συγκατοικώ με τον παππού μου, αλλά ποτέ δεν του/σας/μου έκανα την τιμή να γράψω κάτι αποκλειστικά γι' αυτόν. Ορίστε, λοιπόν.


Ο παππούς μου είναι ετών 85, αλλά νομίζει ότι είναι 25. Πηγαίνει τις βόλτες του, πρωί-και-απόγευμα, του αρέσει πολύ το τυρί, Ηπειρώτης εξ Ανθοχωρίου Μετσόβου γαρ, έχει έναν κολλητό που τον λένε Πίπη κι ένα κινητό που του 'δωσε η μάνα μου με το ζόρι, με το το PIN γραμμένο από πίσω με ΤΕΡΑΣΤΙΑ γράμματα, για να τον βρίσκουμε. Όχι πως γίνεται και ποτέ αυτό. Τις μισές φορές το ξεχνάει σπίτι, κι αν το έχει μαζί του, δεν το ακούει. Α, ναι. Ο παππούς είναι σχεδόν κουφός.

Συγκατοικούμε με διαλείμματα από τότε που κατέβηκα Αθήνα, και από την πρώτη στιγμή που μοιραστήκαμε το σπίτι αρχίσαμε τα σχέδια αλληλοεξόντωσης. Τιβί στη διαπασών εκείνος, να έρχομαι σπίτι μόνο για ύπνο εγώ. Να μισοπλένει τα πιάτα εκείνος (πάντα με κρύο νερό, για να μένει λίγη λίγδα πάνω), να αργώ να φτιάξω φαγητό εγώ. Να με πρήζει κάθε μέρα τι θα φάμε εκείνος, να του πλένω τις κάλτσες χωρίς το ζευγάρι τους εγώ. Να ξαλμυρίζει το τυρί εκείνος, να μην το ξαλμυρίζω εγώ. Και τέτοια τελοσπάντων.


Έτσι πήγαινε και αλληλοσυφιλιαζόμασταν, μέχρι που πριν κανά εξάμηνο, εκεί που έπεσε η Βαβέλ και πηγαινοερχόμουν στο σπίτι μαύρη κι άραχλη σαν άδικη κατάρα, με ρώτησε “ποιος σε πείραξε, παιδάκι μου, να τον κυνηγήσω με την Μπερέτα από το αντάρτικο;” κι εγώ έκατσα και του μίλησα πρώτη φορά για πάνω από πέντε λεπτά και κάπως έτσι αγαπηθήκαμε σφόδρα.

Όχι, βέβαια, πως ξεχάσαμε τα σχέδια εξόντωσης, αυτά καλά κρατούν, αλλά πλέον γίνονται επειδή απλά δεν είμαστε τέλειοι, εκείνος είναι ένας γέρος άνθρωπος και εγώ μια εγγονή με τα μυαλά στα κάγκελα. Αλλά πλέον δεν τον πειράζει που το φαγητό θα αργήσει ένα μισάωρο παραπάνω, όπως κι εγώ θα (ξανα)πλύνω με μεγάλη μου χαρά τα πιάτα. Τώρα τελευταία, του φτιάχνω κάθε βράδυ και το χαμομηλάκι του, με μέλι θυμαρίσιο, για να κοιμάται καλά.


Επίσης, ο παππούς είναι ένα κράμα awesomeness των διάφορων ηρώων και villains που αγαπάει κάθε nerd που σέβεται τον εαυτό του. Επειδή κάπνιζε γύρω στα 70 χρόνια και οι πνεύμονες του είναι σαν ανθρακωρυχεία, αναπνέει Darth Vader style. Επίσης, έχει αφύσικα υψηλό stealth για την ηλικία του, εξού και πετάγεται σαν ninja από κάθε γωνιά και κάθε έπιπλο για να με ρωτήσει αν έχω πάρει τυρί και μου κόβει τα ήπατα. Όταν, δε, είναι πολύ κουρασμένος, σέρνει τις παντόφλες του με μικρά, στακάτο βηματάκια και κόβω το κεφάλι μου ότι έτσι περπατούσαν και τα αρκουδάκια της αγάπης. Και λόγω της φτωχής ακοής έχει αναπτύξει πλούσια φαντασία, με αποτέλεσμα πολλές ευτράπελες στιχομυθίες, τύπου: - Παππού, θες τίποτα από τη λαϊκή; -Δεν έχουμε τυρί;!;

Easter egg, για όσους έρχονται και αράζουμε σπίτι το βράδυ, είναι το χασμουρητό του, όμως. Ο παππούς χασμουριέται χνουδωτά και σε υψηλή συχνότητα, σαν μωρό πάντα που φτερνίζεται. Είναι αξιαγάπητο και όλοι όσοι είναι σπίτι με ρωτάνε έκπληκτοι: “τι ήταν αυτό;”


Με τέτοιο συνδυασμό, ο παππούς μου είναι ανυπέρβλητος. Απίστευτος. Απροσμέτρητος. Κι είμαι ακόμη στο “α”. To awesomeness απλά κυλάει γάργαρα στις φλέβες του. Τον φαντάζομαι στις πιο έπικ στιγμές του, να βάζει κάτω τον Τσακ Νόρρις, να κάνει κεφαλοκλείδωμα στον Κινγκ Κονγκ και να αράζει στη Τζαμάικα με τον Bob Marley. Να χορεύει αισθησιακό τάνγκο με τη Rita Repulsa από τους Power Rangers και να κάνει τον Κθούλου μεζεδάκι για το ουζάκι του. Να εγκαθιστά μόνος του την πατριαρχία (φτου, κακά) στην Menzoberranzan. Και άλλα τέτοια.


Και πάντα, μα πάντα, μα πάντα, με τυρί.




11 Οκτ 2010

Μαγικά φίλτρα για να γίνετε γαμάτοι

Αυτές τις μέρες την έχω δει και πολύ μάγισσα. Έχω κάνει το μπαλκόνι δάσος και πειραματίζομαι, και, ως ανιδιοτελές παιδί που είμαι, είπα να μοιραστώ τη μαγική γνώση των βοτάνων μαζί σας. Αλλά αυτό θα γίνει αφού σας γνωρίσω τα βοτάνια μου.

Έχω, λοιπόν:

μια λουίζα που την λέω Μαρίζα, γιατί κάνει ρίμα, την οποία και σήμερα κλάδεψα λίγο για να την αποξηράνω και να εφοδιαστώ για το χειμώνα που έρχεται
ένα δεντρολίβανο που δεν είναι από το Λίβανο, αλλά από ένα φυτώριο στο Κορωπί, δεν το είχα βαφτίσει μέχρι πριν δύο δευτερόλεπτα που αποφάσισα ότι θα το λέω Γρηγόρη (γιατί μπορώ)
ένα θυμάρι που το λέω Άρη, γιατί είναι άντρας σένιος και μυρωδάτος και πολύ ματάκιας, καθότι τα φύλλα του γυρνούν σύμφωνα με την πορεία του ήλιου. Ο Άρης, μάλιστα, τις προάλλες, φιλοξένησε για λίγο μια μεγάλη κουραδί κάμπια, ή μάλλον, μια μεγάλη καμπιί κουράδα, όπως είπε και η φίλη μου το Ελφσίνιο, τόσο HUGE ήταν, και μας έκανε να αστειευόμαστε με τις ώρες, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία
ένα βασιλικό που τον έλεγα Βασίλη, αλλά έγινε Βασιλική, γιατί πετάει όλη την ώρα μωρά-ριζώματα, σαν καθολική που δεν έχει τηλεόραση στην κρεβατοκάμαρα (τηλεόραση=τζάμπα αντισυλληπτικό, κατά τον Ασκητή, γιατί αποτρέπει τα ζευγάρια από το να κάνουν σεξ)
Μια αρμπαρόριζα τρανή, τη Δρουσσίλα
Μια πασσιφλόρα, τη Νεφέλη-Τατουάνα, που είναι η μεγαλύτερη μου αδυναμία, και αυτή τη στιγμή που μιλάμε μιλάει κι αυτή με ένα σαλιγκράκι, το οποίο ούτε που ξέρω πώς στο διάτανο βρέθηκε στο κάγκελο του μπαλκονιού μου, στον τρίτο όροφο, δγιάολε
και
μία λεβάντα που τσίμπησα σήμερα από το Σύνταγμα, όπου οι Atenistas μοίραζαν φυτά. H καημένη, βέβαια, είναι λίγο εξαντλημένη, γιατι δεν ξέρω τι ταξίδι έχει κάνει. Όπως και να έχει, της έδωσα τις πρώτες βοήθειες, στοργή, προδέρμ και δυο φιλιά, κι αν συνέλθει θα την βαφτίσω Λάζαρο, για ευνόητους λόγους.

Παράλληλα, έχω ήδη αποξηραμένο τσάι του βουνού, φασκόμηλο, χαμομήλι και λουίζα (όχι από τη Μαρίζα, μια ανώνυμη από την οδό Αθηνάς)

Αυτά είναι τα βότανα, πολύτιμοι βοηθοί στο να ψαχτώ, να κατατοπιστώ, να πειραματιστώ, για να σας προσφέρω, τελικά, αυτή την ανεκτίμητη μυστική γνώση αιώνων, που ούτε το Κοινό της Σιών δε γνωρίζει.

ΦΙΛΤΡΑ ΓΑΜΑΤΟΣΥΝΗΣ:

    1. Για να μένετε ξύπνιοι όταν βλέπετε ταινίες σκηνοθετών που το όνομά τους τελειώνει σε -Όφσκυ: Φτιάξτε ρόφημα από πράσινο τσάι, φασκόμηλο και λουίζα. Επικουρικά, έχετε δίπλα σας κι ένα άτομο του αντίθετου (ή και του ίδιου, αν σας αρέσει η άλλη πλευρά του φράχτη) φύλου, για να αντικαθίστανται οι νυστοϊνες από τις ενδοαδρελινοφερορμονοκαυλορφίνες.
    2. Για να κοιμηθείτε: Μετρήστε προβατάκια. Αν έχετε φτάσει στο πεντακοσιοστό ογδοηκοστό τέταρτο προβατάκι και δε σας έχει πάρει ακόμα ο ύπνος, πέρα από το ότι είστε βλαμμένοι που καθίσατε και μετρήσατε τόσα, φτιάξτε μια βαλεριάνα. Ή δώστε τη στα προβατάκια, για να αρχίσουν να χασμουριούνται, να κολλήσετε κι εσείς το χασμουρητό και να νυστάξετε.
    3. Για να φάτε πεντανόστιμο ψητό φούρνου: Πάρτε ένα προβατάκι από αυτά που τους δώσατε βαλεριάνα και μαγειρέψτε το με δεντρολίβανο. Δε νομίζω να φέρει αντίσταση.
    4. Για να μη μυρίζουν τα ρούχα σας: Ρίξτε ματσάκια από άνθη λεβάντας στα συρτάρια. Εναλλακτικά, βάλτε και κανένα πλυντήριο.
    5. Για να μη σας πρήζουν οι άλλοι: Κεράστε τους χαμομηλάκι και σταματήστε να τους πρήζετε κι εσείς, αυτά τα πράγματα είναι πιο μεταδοτικά κι από ίωση στις αρχές της άνοιξης.
    6. Για να ρίξετε το χίπη/χίπισσα της διπλανής πόρτας: Πιάστε της την κουβέντα έχοντας πιει πιο πριν αρμπαρόριζα, η οποία καταπολεμά τη μελαγχολία και βγάζει έξω τον ξέγνοιαστο εαυτό μας. Προσέξτε, να μην έχετε εφαρμόσει τη συμβουλή (4).
    7. Για να ρίξετε τον γκοθά/γκοθού της διπλανής πόρτας. Πιάστε της την κουβέντα, έχοντας πιει πιο πριν αψιθιά, από την οποία γίνεται το αψέντι. Αφήστε να εννοηθεί ότι έχετε πιει αψιθιά, και, αν δείτε ότι το άτομο καίει μαζούτ, αφήστε να εννοηθεί ότι από την αψιθιά (που ήπιατε), γίνεται το αψέντι (που πίνει). Εναλλακτικά, μην ασχολείστε με άτομα που καίνε μαζούτ.
    8. Για να χάσετε την αίσθηση του χρόνου: Σπάστε όλα τα ρολόγια του σπιτιού και αντικαταστήστε τα με άνθη ρολογιάς (=πασσιφλόρας).
    9. Για να προσελκύσετε νεράιδες: Πιείτε ένα περίτεχνο συνδυασμό από μελισσόχορτο, θυμάρι και λεβάντα (όχι από αυτή που βάλατε στο συρτάρι με τις βρωμόκαλτσες, προς Θεού). Κατόπιν φορέστε φτερά στην πλάτη και βαφτείτε με χρυσόσκονη. Βγείτε στο μπαλκόνι, αρχίστε να χοροπηδάτε τραγουδώντας, και, αφού έχει περάσει μισή ώρα, ξαναμπείτε μέσα. Οι νεράιδες δεν πάνε στους καραγκιόζηδες.
    10. Για να μιλήσετε με τα πνεύματα: Πιείτε μπελαντόνα ή όποιο άλλο οξαποδώ θέλετε και θα τα δείτε παρευθύς, να ξέρετε όμως πως: 1. Η μπελαντόνα σε μεγάλες δόσεις είναι ΠΟΛΥ μπελαλίδικη. 2. Η μπελαντόνα σε μικρές δόσεις επίσης είναι ΠΟΛΥ μπελαλίδικη. 3. Τα πνεύματα μπορεί να είναι μπάτσοι και να έχετε τραβολογήματα. 4. Τα πνεύματα μπορεί να είναι τα υπόλοιπα 583 προβατάκια, τα οποία σας εκδικούνται για το προβατάκι που φάγατε ψητό. 4. τα πνεύματα μπορεί να είναι εγώ κι εσείς να γίνετε το επόμενο ποστ αυτού του μπλογκ.

8 Οκτ 2010

Στον Άδη έχουν κυλιόμενες

Το Φθινόπωρο κατσικώθηκε για τα καλά, ήρθε και πάτησε το μπορντοφυλλικό του χρώμα sturm und drang φάση, αμέσως έπεσαν το δεκάρι οι βαθμοί του Κελσίου, και να 'μαστε με ζακετάκια και καλτσάκια και ζεστά ροφήματα. Η Περσεφόνη φεύγει, το φασκομηλάκι έρχεται. Τα σπάει το φασκόμηλο, είναι σαν το χαμομήλι αλλά ακόμα πιο ηρεμιστικό και με γεμάτη γεύση, πηγαίνει όπου σε πονεί και όπου σε σφάζει και σου δίνει ΗΡ για την πλάκα. Ανάμιξέ το με λίγη λουίζα και μέλι και θα ξεδιπλωθεί στο στόμα σου ολόκληρος νεραϊδόκοσμος.
Δεν ξέρω τι με έχει πιάσει, μάλλον το φθινόπωρο, γιατί, ενώ μου αρέσει που φοράω ζακετάκια και καλτσάκια, η απότομη ψυχρούλα με έχει κάνει να νιώθω λίγο κουρασμένη, δε νιώθω το σώμα μου, και λίγο πριν κοιμηθώ το βράδυ τα ρολά κατεβαίνουν πριν κλείσουν τα μάτια. Εποχιακή νιρβάνα το λέω, θα περάσει μόλις συνηθίσω στην αλλαγή της θερμοκρασίας.
Παρόλα αυτά (και παραδόξως) δεν γκρινιάζω (πολύ). Είναι ωραίο να νιώθεις την αλλαγή της εποχής και είναι ακόμα πιο ωραίο που φέτος ζήσαμε και τις τέσσερις εποχές, γιατί τα τελευταία χρόνια είχαμε μόνο καλοκαίρια και χειμώνες, από ό,τι θυμάμαι. Η καημένη η Περσεφόνη είχε χάσει την μπάλα πάνω κάτω, είχε εγκλωβιστεί σε ένα χαλασμένο ασανσέρ και ανεβοκατέβαινε με τραγική ταχύτητα. Φέτος, όμως, κατάφερε και βγήκε, βρήκε τις αγαπημένες της κυλιόμενες, τις λάδωσε κιόλας λίγο να μην της σπάνε τα αυτιά, και κατέβηκε κάτω ήσυχα κι ωραία.
Όλοι ξέρουμε τον μύθο της Περσεφόνης, φαντάζομαι, ήταν μια παιδούλα μοσχολυγερή, κόρη της Δήμητρας και του Δία, και έπαιζε αμέριμνη στα λιβάδια, όταν την μπάνισε ο βασιλιάς του Κάτω Κόσμου, ο Πλούτωνας, και τσουπ, πήρε τη Μερσεντές των τεσσάρων αλόγων (τόσα είχαν τότε, μάτια μου) και ανέβηκε στη γης, “Κοπελιά, έχω όχημα, πάμε μια βόλτα;” Η Περσεφόνη, όμως, δε θαμπωνόταν από κάτι τέτοια, τον είδε και λίγο γκοθά και καχεκτικό γιατί δεν τον έβλεπε το φως και είχε έλλειψη βιταμίνης D και σου λέει πού να πάω εγώ με αυτό το καημένο, λίγο να τον φυσήξω θα πέσει, οπότε τον έγραψε στις θεϊκές της ωοθήκες και συνέχισε να παίζει με τις φίλες της. Ο Πλούτωνας όμως, πέρα από συφιλιάρης ήταν και θεός και τα πήρε κρανίο, και όλοι ξέρουμε τι γίνεται όταν οι θεοί τα παίρνουν κρανίο. Ανέβασε το strength στο θεό, καμτσίκιασε τ' άλογα, τη γράπωσε από το μαλλί και της εξήγησε τη ζωή αλά Manowar: εσύ γκομενάκι δικό μου, πάμε κάτω ΤΩΡΑ.
Και πήγανε κάτω τότε, και η μαμά Δήμητρα έβγαλε φλύκταινες, όχι τόσο για το fail κονέ όσο για το ότι δε θα έβλεπε τη θυγατέρα της κι άρχισε να γυρνάει τον κόσμο και να το ρίχνει στη μεταφυσική, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία. Το κλου είναι ότι μόλις πάτησαν πόδι στον Άδη η Περσεφόνη αρέστηκε λιγουλάκι, γιατί εκεί είχε ψυχές και πολύτιμα μέταλλα κι όλους τους σπόρους της φύσης, άσε που ο Πλούτωνας ήτανε και ρομαντικούλης κατά βάθος και την τάιζε ρόδια και άκουγαν αγκαλίτσα Cure και ήθελε σχέση σοβαρή, οπότε, η καλή μας, για να μη δυσαρεστήσει ούτε τον έρωτα ούτε τη μαμά, μοίρασε το χρόνο της: Έξι μήνες ήταν κάτω με το σύζυγο, οπότε πάνω στη γη είχαμε χειμώνα και φθινόπωρο, καλτσάκια και ζακετούλες και φασκόμηλο, και την άνοιξη ανέβαινε πάνω στο πατρικό της, όπου και άρχισε να λουλουδιάζει ο τόπος και ο κόσμος ντυνόταν χίπικα και έβγαινε για φωτοσύνθεση.
Αυτός βέβαια είναι ο επίσημος, politically correct μύθος. Αλλά πριν από αυτόν, υπήρχε ένας άλλος, πιο underground και χωρίς το αντρικό στοιχείο (συγγνώμη, Πλούτωνα). Σύμφωνα με το μύθο αυτό, λοιπόν, η Περσεφόνη ήταν η μοσχολυγερή κόρη της Δήμητρας (και αγνώστου πατρός, δεν είχανε πολλά τέτοια οι Προέλληνες), η οποία ήταν μια θεοκόρη ευαίσθητη, και τα βράδια δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Άκουγε θρήνους και οδυρμούς και στριφογυρνούσε στο κρεβάτι της. Μια μέρα δεν άντεξε και είπε στη μαμά Δήμητρα: “Ρε μάνα τι είναι όλα αυτά που ακούω, αν θυμάμαι καλά, η Diamanda Galas δεν έχει γεννηθεί ακόμα”. Και απαντάει η Δήμητρα: “Δεν καταλαβαίνω τι λες, παιδάκι μου, σχιζοφρενής είσαι ή μπας και μου βγήκες αλαφροϊσκιωτο;”
Τελικά ήταν το δεύτερο, καθότι η Πέρσα, αφού είχε που τις είχε τις αϋπνίες, έκανε τις ψαχτικές της και κατάλαβε ότι αυτά που άκουγε τα βράδια ήταν οι ψυχές των νεκρών, οι οποίες, σημειωτέον, τότε περιπλανιόντουσαν πάνω στη γη μέσα στη θλίψη, αφού ούτε με τους δικούς τους μπορούσαν να είναι, ούτε και σε ένα μέρος δικό τους. Συγκινήθηκε η θεοκόρη και αποφάσισε να κάνει κάτι για αυτό. Τους μάζεψε όλους και τους είπε: “Εγώ θα σας πάρω και θα σας πάω κάπου, να είστε όλοι μαζί, και να μην πρήζετε και τους αλαφροϊσκιωτους.”
Και τους πήρε, και τους κατέβασε στον Κάτω Κόσμο, κι έφτιαξαν ένα παλάτι με όλα τα κομφόρ και άκουγαν Cure όλοι μαζί. Η Δήμητρα, βέβαια, καταστενοχωρήθηκε με το μπαϊράκι που σήκωσε η μικρή και με την άδικη, κατ' αυτήν, αυτοθυσία της. Δεν της είπε τίποτα, αλλά της έδωσε έναν πυρσό, ένα στάχυ κι ένα ρόδι για να φτιάξει το σπιτικό κάτω με φώτιση και δημιουργία, αλλά και να νοσταλγεί και το πατρικό της, γιατί αυτό έκανε το ρόδι.
Οι passive aggressive μέθοδοι της μάνας της έπιασαν, και η Περσεφόνη ένιωσε το σκουληκάκι της νοσταλγίας. Άκουσε και φήμες ότι η μάνα της μαράζωσε όσο έλειπε, και ο κόσμος άρχισε να γίνεται κρύος, άρρωστος κι ανέραστος (μην ξεχνάμε ότι η Δήμητρα ήταν η Θεά της Γης και της Γεωργίας), και αποφάσισε να ανέβει μια βόλτα. Σαν την είδε η Δήμητρα πέταξε από τη χαρά της, και τσουπ! λουλουδιάσανε όλα πάλι. Οπότε αποφάσισε κι εδώ να μοιράζει το χρόνο της, για να είμαστε όλοι ευχαριστημένοι, υγιείς, και με σώας τας φρένας...
Δεν άντεξα, πάλι έκανα μυθολογικό μάθημα.
Ευχαριστώ τη Δήμητρα (τη φίλη μου, όχι τη μαμά της Περσεφόνης) που μου σφύριξε το μύθο, εκείνο το απόγευμα στον Εθνικό Κήπο, που γνωρίσαμε τη χελώνα το Μάριο, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.

2 Οκτ 2010

Ιαχήουι

Ήταν τέσσερις μήνες βασανιστικοί. Ατέλειωτοι. Ανυπόφοροι. Δεν έπεφτε φύλλο. Μέχρι να ξανάρθει ο Δούκας Λίτο(το πισί μου, ντε) στην αγκάλη μου κι εγώ στη δικιά σας, τέλειωσε η άνοιξη, πέρασε το καλοκαίρι, τώρα μας χαϊδεύει νωχελικά και πεσμενομπορντοφυλλικά το φθινόπωρο, οι μπαταρίες που υποτίθεται-ότι-είναι-γεμάτες, αλλα εσύ πού πας στον πόλεμο, Θανάση, δε βλέπεις τι γίνεται εκεί έξω;


Το λέει και ο Ελύτης, δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα. Και πού να εξημερωθούν εδώ που τα λέμε, όταν ξυπνάς το πρωί και κάνεις το λάθος να ανοίξεις τιβί μέχρι να φύγει η τσίμπλα και βλέπεις τις ξανθιές και τους λαϊφσταλάτους να χαζοχαίρονται. Όταν βλέπεις την (οικονομική) κρίση (πανικού) να έχει απλώσει τα πλοκάμια της σαν μεταμοντέρνος Κθούλου παντού. Όταν γενικά δεν ξέρεις τι να κάνεις.

Δεν εξημερώθηκαν τα τέρατα, ίσα ίσα, είναι θηρία ανήμερα. Και καλά κάνουν.

Με πιάνει το ντισκορντιανό μου, θέλω να γίνει της Ingolstadt, να κατέβουν αναρχικές δρυάδες και να κάνουν κατάληψη σε κάθε μοναχικό και κατουρημένο δέντρο της Αθήνας. Να αρχίσουμε να πετάμε χρυσόσκονη από τα μπαλκόνια. Να πετάξουμε τα κινητά στις γραμμές του ηλεκτρικού και να παίζουν όλα το ίδιο τραγούδι. Να κάνουμε pole dancing μέσα στο μετρό, κι όχι μόνο οι έμορφες τσούπρες. ΟΛΟΙ. Να γίνει τση Βαβυλώνας, τελοσπάντων.

Χρειάζεται πόλεμος, αλλά δημιουργικός. Χρυσοσκονάτος. Γλυκύς σαν κέηκ της μαμάς, βαρύς όμως, με σταφίδες και πορτοκάλια και καρύδια, να τους κάτσει στο στομάχι. Γιατί το μόνο που έχουμε είναι η ψυχή, κι αν μας την βγάλουν από τη μύτη, κύριοι, την επουτσίσαμαν.

Τώρα θα μου πεις εσύ, που τρέχεις κι ιδρώνεις να βγάλεις το ψωμάκι σου στις δουλειές, ή τρέχεις και ιδρώνεις και λιώνεις τον πωπό σου στα μεταπτωχιακά ή τα δικτατορικά: "Καλά τα λες εσυ, κερα-Πούκα, αλλά εγω δεν έχω χρόνο ούτε να τον κυνόδοντά μου να τροχίσω."

Δε θέλει πολύ. Κάν'το σαν φάρσα, σαν έξοδο, σαν κάτι διαφορετικό. Δοκίμασε μια μέρα, πηγαίνοντας στη δουλειά. να πεις καλημέρα σε όποιον βρεις, ή, αν δε θες να το παίξεις καλός, πες κάτι άσχετο, όπως π.χ. "καμμένα γεμιστά". Ή κάτι ακόμα καλύτερο. Όταν είσαι στην τουαλέτα, τραγούδα, και ανάλογα με την κωλοδουλειά που κάνεις πες και το ανάλογο ύφος. Irish folk για διάρροια ή βαριά μπουζούκια για δυσκοιλιότητα, ας πούμε.

Βρες τον τρόπο σου και τρέλανέ τους όλους, τελοσπάντων. Δώσε μια νότα ωραίας παράνοιας σε αυτή τη γκρίζα φαλτσωδία. Χέσε τις αξιοπρέπειες, έτσι που έχει γίνει η κατάσταση ούτως ή άλλως όλα δικαιολογούνται.

Σου λέω. Θα έχει πλάκα.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...