29 Ιαν 2012

Το σπίτι



Το σπίτι ήταν μικρό και παλιό και ένα λεωφορείο δρόμο από το κέντρο. Άρα και φτηνό. Το νοίκιασε σχεδόν αμέσως, και όχι μόνο για το χαμηλό νοίκι. Ήταν και η ταράτσα, μια ταράτσα όλη δική του, με παχύφυλλα φυτά να ρουφάνε νωχελικά το φθινοπωριάτικο ήλιο.
Του σπιτιού του άρεσε ο καινούριος του ένοικος, παρόλο που δεν του το είπε ποτέ-ήταν, άλλωστε ένα σπίτι και τα σπίτια δε μιλάνε. Αλλά του άρεσε να έχει έναν άνθρωπο μέσα του, ένα νέο άνθρωπο, ήσυχο και ανήσυχο συνάμα, από αυτούς που δεν πολυκαθαρίζουν και δεν πολυδιασκεδάζουν, αλλά τριγυρνάνε με ένα πινέλο στο στόμα ή γεμίζουν την κουζίνα με χρώματα και μυρωδιά πιπεριάς ή απλά κάθονται κοιτάζοντας τον τοίχο κι ονειρεύονται.
Τέτοιος άνθρωπος ήταν ο καινούριος ένοικος και το σπίτι γουργούριζε ευχαριστημένο, χορτάτο από χρώμα, σάλτσα πιπεριάς και όνειρα, σε συχνότητες που δεν πιάνει το περήφανο ανθρώπινο αυτί, στη γλώσσα του ξύλου και του παλιού πλακακιού.
Ο καιρός πέρασε. Ο νεαρός, όπως όλοι οι ήσυχοι, ονειροπόλοι νεαροί, ερωτεύτηκε. Και για λίγο οι ένοικοι έγιναν δύο.
Το σπίτι παλλόταν σε εορταστική ατμόσφαιρα. Να τα κεριά και τα ονειροπολήματα στη μικρή ταράτσα, να τα χαμόγελα πάνω στο λαδόχαρτο της μπουγάτσας και τα πρώτα, δειλά “σ'αγαπώ”. Το σπίτι είχε καιρό να ποτίσει με τόση ευτυχία, όπως και οι ερωτευμένοι, πολύ μακριά από τα άγχη, τις κυριακάτικες μελαγχολίες και τη ρουτίνα της ενήλικης ζωής, με μόνη θλίψη αυτή του επικείμενου αποχωρισμού.
“Θα σου λείψω;”
“Θα μου λείψεις.”

       Κι έπειτα, ήρθε το καλοκαίρι. Ο ένοικος κατέβηκε στην πατρίδα του και, όταν το καλοκαίρι έφυγε τόσο ξαφνικά όσο είχε έρθει, επέστρεψε. Δεν ήταν, όμως, ο ίδιος. Το σπίτι τον οσμίστηκε αμέσως. Μύριζε αγάπη και προβληματισμό, από όνειρα που δεν ήταν ίδια με αυτά που είχε τον προηγούμενο χρόνο.
      Τα παχύφυλλα φυτά το επιβεβαίωσαν: “Ενηλικιώθηκε απότομα. Τραβάει για αλλού πλώρη. Αλλά μη φοβάσαι, δεν είναι μόνος του.”
Το σπίτι ρουθούνισε (λευκή μπογιά και τριμμένο πλακάκι) αλλά αποφάσισε να κάνει τα στραβά μάτια. Ούτως ή άλλως, δεν μπορούσε να εκφέρει γνώμη – ήταν, άλλωστε, μόνο ένα σπίτι.
Ο νεαρός ξανάφυγε.
Την τρίτη φορά που ήρθε, κρατούσε μια μεγάλη βαλίτσα. Άρχισε να τριγυρνάει σαν σίφουνας και να σηκώνει τα πράγματα. Μύριζε βιασύνη, αβεβαιότητα για το μέλλον, αλλά και τη σιγουριά του ότι όλα θα πάνε καλά. Μύριζε, επίσης, ακόμα φιλί.
Και το σπίτι ρουθούνισε για μια τελευταία φορά, τάχα αδιάφορα, λίγο παραπονιάρικα, αδιάφορο για το αν θα φανερωθεί στο νεαρό, σε τελική τι ήταν; ένας άνθρωπος, και οι άνθρωποι δεν υπολογίζουν τίποτα, μόνο έρχονται, σε χρησιμοποιούν και φεύγουν.
Ο νεαρός της ιστορίας μας, όμως, δεν ήταν από εκείνους τους ανθρώπους· κι έτσι, όταν το σπίτι ρουθούνισε και ξάφνου γέμισε ο τόπος χρώματα, ονειροπολήματα, κεριά, φιλιά και σάλτσα πιπεριάς, κοντοστάθηκε, αρχικά αλαφιασμένος, μα σιγά-σιγά ηρέμησε κι ένα μεγάλο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο όμορφο πρόσωπό του.
Το σπίτι χαμογέλασε κι αυτό. Μπορεί να μην φαινόταν, ήταν άλλωστε μόνο ένα σπίτι και τα χαμόγελα των σπιτιών δεν είναι ευδιάκριτα, αλλά ο νεαρός ένιωσε αυτό το χαμόγελο.

“Θα σου λείψω;”
“Θα μου λείψεις.”






(αφιερωμένο στο σπίτι που ερωτευτήκαμε)

22 Ιαν 2012

Ο θησαυρός του Γιάκωβου





Ο Γιάκωβος ο έμπορας ήταν από τους μεγαλύτερους καπάτσους που είχαν περάσει ποτέ απ' το χωριό. Μικρόσωμος, αετομάτης και γαμψονύχης, ίδιος γεράκι αρπαχτικό, ήταν διαόλου κάλτσα. Οι συχωριανοί του λέγανε ότι μπορούσε να κλέψει ακόμα και τον Οξαποδώ στο ζύγι. Κι όσα λιγότερα ζύγιζε, τόσα περίσσια έπαιρνε και τα έβαζε στις αρμπαθιές με τις χρυσές του λίρες.

“Θα το φας το κεφάλι σου, Γιάκωβε, το σκοινί μην το παρατραβάς!” προσπαθούσαν να τον συνεφέρουν οι κοντινοί του. “Θα κάνει μια καλή και θα σπάσει και μετά ουαί κι αλίμονό σου!”

Μα πού να βάλει γνώση ο Γιάκωβος. Από το 'να αυτί του έμπαιναν κι απ' τ' άλλο έβγαιναν. Κι αυτός δεν αποκρινόταν τίποτα, παρά μόνο χαχάριζε και μέτραγε το χρόνο να πάει να βρει τις λίρες του.

Δυο πράγματα μέτραγε ο Γιάκωβος χωρίς να κλέψει: το χρόνο και τις λίρες του, τις οποίες φυλούσε κάτω από το μαξιλάρι του και κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί στο μοναχικό του κρεβάτι – γιατί ήτανε τόσο σπαγκοραμμένος που δεν ήθελε γυναίκα, πολλά τα έξοδα- τις έβγαζε και τις μέτραγε χαϊδεύοντάς τες στοργικά, σαν να 'ταν κορμί γυναικείο. Κι έτσι, μέτρημα το μέτρημα και χάδι το χάδι, νανουριζόταν και τον έπαιρνε ο ύπνος.

Ο καιρός περνούσε γρήγορα· αυγάτισαν οι κλεψιές του Γιάκωβου, αυγάτισαν κι οι λίρες. Το μαξιλάρι πια δε χώραγε να τις κρύψει. Είχαν αρχίσει να γίνονται και κάτι περίεργα πράγματα στο χωριό, άνθρωποι χάνονταν και τους έβρισκαν πεθαμένους μετά από μέρες, ακούγονταν και φήμες για επιδρομές κλεφτών στα διπλανά χωριά, άδειαζαν τον κόσμο από χρυσαφικά και κότες, ίδρωσε τ' αυτάκι του Γιάκωβου. Αν έρχονταν ληστές, πάνε κι οι λίρες, πάει κι απατός του σαν αρνάκι στη σφαγή. Έπρεπε να τις βγάλει απ' το σπίτι του, τουλάχιστον ως να περάσει ο κίντυνος.

Μα τι να κάμει; Άτομο άλλο δεν εμπιστευότανε να μοιραστεί τις σκέψεις του· άσε που θα έπρεπε μαζί με τις σκέψεις να μοιραστεί και τις λίρες, αν έπαιρνε βοήθεια. Στο εμποράδικο δεν κόταγε να τις αφήσει, πολλοί άνθρωποι μπαινόβγαιναν κάθε μέρα, λίγο να έστρεφε τη ματιά του αλλού ο Γιάκωβος, θα του τις ξάφριζε κάποιος αλαφροχέρης. Ούτε στη γης μπορούσε να τις παραχώσει, ένα περβολάκι ποτιστικό είχε δίπλα στο ποτάμι, έτσι κι έκαμε καμιά φουσκονεριά, αλίμονό του, ούτε στον αιώνα τον άπαντα δε θα 'βρισκε τις λίρες.

Έξυνε την κεφάλα του μερόνυχτα ο Γιάκωβος· μετά από πολλή περίσκεψη βρήκε τη λύση: Έξω από το χωριό υπήρχε ένα δάσος από λεύκες, αψηλές και χιονόκορμες σαν σπαθάτες κυράδες. Όσο όμορφο κι αν ήταν το λευκόδασος, όμως, κανείς χωριανός δεν το πλησίαζε. Βαριά σκιά έλεγαν πως πλάκωνε το δάσος και το στοίχειωνε· κάθε πανσέληνο, έλεγαν στο χωριό, που το φεγγάρι φούσκωνε, έριχνε όλο του το φως κάτω απ' το δάσος κι αυτό ανακατεύουνταν με τ' αλύχτημα των λύκων, γινόταν γητειά διαβολική και ζωντάνευε τα δέντρα, που σήκωναν τις ρίζες τους και πλανιούνταν σαν τα φαντάσματα κι ουαί κι αλίμονο οποιανού άτυχου τα 'βρισκε στο δρόμο του.

Αυτά σκέφτηκε ο Γιάκωβος μα δε φοβήθηκε, ίσα ίσα που τα γερακίσια ματάκια του λάμψανε από πονηριά. Δε χαμπάριαζε αυτός από γητειές και φαντάσματα, τούτα ήταν για τα μυξιάρικα και τους αλαφρούς. “Κι αν όλο το χωριό είναι λαφρύ” συλλογίστηκε, “πιότερο καλά για την αφεντιά μου! Βρήκαν απατοί τους τον καλύτερο κρυψώνα για τις λίρες μου!”

Κι αυτά συλλογίστηκε κι έλαμψαν τα ματάκια του κι έτριψε τα χεράκια του ο καλός σου, γιατί λογάριασε την επόμενη πανσέληνο, που όλοι οι χωριανοί θα σφάλιζαν τις πόρτες τους μην τους αρπάξουν οι ξωθιές και οι διαβόλοι, αυτός να πάει στο λευκόδασος και να χαντακώσει τις λίρες μέσα στα δέντρα. Έτσι, καθώς τα δέντρα θα μεγάλωναν, το ξύλο θα έγιανε και θα έδενε και θα έκλεινε γύρω τους, κάνοντας το θησαυρό του αόρατο για τα μάτια ολωνών, παρεκτός των δικών του.

Κι ήρθε η πανσέληνος, σφάλισαν οι χωριανοί τις πόρτες κι ο Γιάκωβος ανασκουμπώθηκε, πήρε το σουγιαδάκι του και το θησαυρό και κίνησε για το δάσος.

Το φεγγάρι, φουσκωμένο σαν ετοιμόγεννο στον ουρανό, έλουζε με ένα απόκοσμο φως το μονοπάτι που οδηγούσε στο δάσος. Ο Οκτώβρης σήκωνε ομίχλη, τη στερνή του· Νοέμβρης από την επομένη. Η Μέρα των Ψυχών, έλεγαν στο χωριό, αλλά ο Γιάκωβος για τις ψυχές δε γνοιάζουνταν.

Έφτασε στο δάσος και για μια στιγμή η καρδιά του σφίχτηκε. Δεν ήταν δέντρα αυτά, εξαρθρωμένα αυτόματα έμοιαζαν ή με ανθρώπους που τους είχε τσαλαπατήσει στον ύπνο το μαύρο άτι του Χάρου: τα κλαδιά τους ορθώνονταν σκελετωμένα να πιάσουν τον αγέρα και περικοκλάδιζαν μεταξύ τους, λες και το 'χαν γινάτι να πολεμούν το ένα το άλλο ως τη Δευτέρα Παρουσία. Πιο κάτω, οι λεπτοί, χλωμοί κορμοί φωτίζονταν απ' το φεγγάρι αρρωστιάρικα, σαν να ντύνονταν σάβανο. Και πιο κάτω, στη μαύρη γη, πανάρχαιες ρίζες ξεπετάγουνταν δεξιά-ζερβά, σαν να παραμόνευαν να σου βάλουν τρικλοποδιά, να ταβλιαστείς κατάχαμα κι αυτές να σε ρουφήξουν μες στη γης.

Ξεροκατάπιε ο Γιάκωβος, μα τι να κάμει; Σε κάθε του βήμα οι λίρες κουδούνιζαν μαυλιστικά και πιότερο φοβούνταν να αποστερηθεί αυτό το κουδούνισμα παρά τα φαντάσματα. Έτσι, έκαμε την καρδιά του πέτρα, έκαμε και το σταυρό του τρεις φορές και τάχυνε το βήμα του.

Δεν άργησε να βρει το δέντρο που θα 'κρυβε τις λίρες του: μια λεύκα νιούτσικη, κοντούλα ακόμα, με έναν κορμό τόσο λεπτό και απαλό σαν χνούδι σε μάγουλο άγουρου κοριτσιού.

Έβγαλε ο Γιάκωβος το σουγιά του κι άρχισε να κόβει.

Σε κάθε χαραματιά που έκανε ο Γιάκωβος, άκουγε κι από 'να στριγκό ήχο στο μυαλό του, σαν το δέντρο να σκλήριζε, να βόγγαγε απ' τον πόνο. Αλλά δεν έδινε σημασία. Ο ζήλος της δουλειάς ζέστανε το αίμα του, ανέβηκε στο κεφάλι, δεν έμεινε χώρος για σκέψη και λιποψυχιά. Ούτε χρόνος πολύς έμενε και ο Γιάκωβος ήθελε να τελέψει τη δουλειά πριν το χάραμα.

Είκοσι κοψίματα έκανε κι είκοσι λίρες παράχωσε στο νεαρό κορμό. Είκοσι στριγκλιές άκουσε, μα έλεγε στον εαυτό του ότι ήταν απ' το δάσος και συνέχιζε να κόβει ως το τέλος. Όταν απόκαμε, το δεντράκι ήταν κομμένο από πάνω ως κάτω σαν ανοιγμένη κούκλα και μόνο ένα αμυδρό, χρυσό στραφτάλισμα στο φως του νεαρού ήλιου μαρτυρούσε πως κάτι τρομερό είχε γίνει την προηγούμενη νύχτα.

Και σύντομα το δέντρο θα έγιανε και θα έδενε και θα έκλεινε το ξύλο του ένα γύρο τις λίρες.

“Εσένα, δέντρο, ορίζω ως μπιστικό μου να φυλάς το θησαυρό μου” έκανε ο Γιάκωβος ευχαριστημένος, σφούγγισε τον ιδρώτα του και κίνησε για το χωριό.

Χρόνια πολλά πέρασαν. Ο Γιάκωβος συνέχισε να λύνει και να δένει, να κλέβει και να ξεζουμίζει τους συχωριανούς του. Κάποια στιγμή τον προξένεψαν και με μια κοπέλα απ' το διπλανό χωριό, είχε προίκα καλή, την επήρε ο Γιάκωβος και χάρηκε και την προίκα και το νυφιάτικο κρεβάτι. Μα πιο πολύ χάρηκε τη γέννηση του γιου του. Κι όσο μεγάλωνε το παιδί, τόσο μεγάλωνε κι η καρδιά του πατέρα. Δε σταμάτησε, βέβαια, τις κλεψιές ο Γιάκωβος· μόνο που τώρα τούτες είχαν πάρει ένα σκοπό ιερό, να σπουδάσει το παιδί, να ξεσκολίσει, να παντρευτεί και να αυγατίσει την περιουσία.

Σαν αντρώθηκε ο γιος του, ο Γιάκωβος αποφάσισε να πάρει τις λίρες και να του τις δώσει, κομπόδεμα ολόκληρο ήτανε, να μεγαλώσουν μαζί το μαγαζί τους. Είχε γεράσει, όμως, πια ο Γιάκωβος, τα πόδια του δεν τον βάσταγαν όρθιο ώρα πολλή χωρίς να κουραστεί. 'Ετσι, ένα απόγευμα, φώναξε το γιο του και του 'δωκε οδηγίες για το πώς θα πάει στο δάσος, πώς θα βρει το δέντρο και πώς θα πάρει τις λίρες. Κι αφού τον ορμήνεψε, τον έστειλε στο καλό κι έμεινε να τον περιμένει.

Οι ώρες κύλησαν, το φεγγάρι βούλιαξε στα ασημιά του δώματα και πήρε να χαράζει. Μια ήσυχη μέρα ξεκινούσε. Όχι όμως για τον Γιάκωβο, που δεν είχε σφαλίσει μάτι όλη νύχτα, παρά μόνο μέτραγε τις ώρες ως να φανεί ο γιος του. Μα το παιδί δεν είχε φανεί ακόμα και ο Γιάκωβος αλαφιάστηκε.

Μια και δυο, πήρε τη μαγκούρα του και κίνησε για το λευκόδασος όσο πιο γοργά κράταγαν τα ποδάρια του. Στο δρόμο ρωτούσε τους συγχωριανούς αν είχαν δει το παιδί, μα δεν έπαιρνε απόκριση. “Είχε πανσέληνο χτες”, έλεγαν οι χωριανοί, “σφαλίσαμε τις πόρτες, μη μας αρπάξουν οι ξωθιές και οι διαβόλοι, κανέναν δεν είδαμε.”

Κι όλο αλαφιαζόταν ο Γιάκωβος κι όλο έτρεχε.

΄Εφτασε χωρίς ανάσα στο λευκόδασος και κίνησε να βρει το δέντρο, μήπως είχε αποκοιμηθεί εκεί το παιδί πάνω στον κάματο και για αυτό δεν είχε γυρίσει.

'Ομως, αντί για το γιο του, στα ριζά της λεύκας βρήκε καθισμένη μια πεντάμορφη κοπέλα.

“Καλή σου ώρα, κόρη μου” είπε ο Γιάκωβος. “Ψάχνω το γιο μου, ένα παιδί αψηλό και νιούτσικο σαν του λόγου σου, μήπως τον πήρε το μάτι σου πουθενά;”

“Βεβαίως” έκαμε η κοπέλα. “Εδώ είναι, σε περιμένει.”

Έψαξε με τη ματιά του τον τόπο με λαχτάρα ο Γιάκωβος, μήπως δει το παιδί του, άφαντο το παιδί. Φόβος και ανησυχία γέμισαν την ψυχή του.

“Μη με περγελάς κοπέλα μου, γέρο άνθρωπο, έχασα το παιδί μου. Τον έχεις δει για τσάμπα χάνω τον καιρό μου;”

Γέλασε η μορφονιά κι αποκρίθηκε: “Μη στεναχωριέσαι, Γιάκωβε. Είναι σε καλά χέρια ο γιος σου. Χτες που ήρθε, τον κατάλαβα ότι είναι δικό σου παιδί απ' τη μυρωδιά, οπότε έκαμα αυτό που με όρισες να κάμω.”

“Για όνομα του Θεού, γυναίκα, τι είναι αυτά που λες;” είπε ο Γιάκωβος μανιασμένος. “Τι σε όρισα εγώ να κάμεις;”

“Με όρισες μπιστικό σου να φυλώ το θησαυρό σου, όπως κάμω τόσα χρόνια, Γιάκωβε” είπε εκείνη κι ευθύς άφησε να γλιστρήσει το φόρεμα της απ' τους ώμους της.

Και ο Γιάκωβος είδε τη γύμνια της γυναίκας και το κάτασπρο, χλωμό σαν σάβανο κορμί της σκισμένο από μια φριχτή ουλή από πάνω ως κάτω· οδύνη και παραζάλη τον πλάκωσαν, έβγαλε φωνή γοερή, όλα σκοτείνιασαν· και δεν απέμεινε τίποτα πια, παρά μόνο ένα αμυδρό, χρυσό στραφτάλισμα στο φως του νεαρού ήλιου, που μαρτυρούσε πως κάτι τρομερό είχε γίνει την προηγούμενη νύχτα.


8/3/2011



7 Ιαν 2012

ΛΙΟΣΙΩΝ


Είναι ένας δρόμος που αν ήταν τραγούδι
θα 'βγαινε όλο μια στριγκλιά
ένα βογγητό καλύτερα,
μακρύ, συρτό, σαν να 'πεσε 
το βάρος του κόσμου
πάνω του
σαν παλιό λεωφορείο
που αγωνίζεται
ν' ανέβει μιαν ανηφόρα
φορτωμένο νυσταλέους επιβάτες
που αργοπεθαίνουν
αγκομαχώντας

περνώντας από γκαράζ και βενζινάδικα
μαγαζιά με οικοδομικά υλικά
καταγώγια και κωλόμπαρα
πορνεία
με πουτάνες που δεν ενέπνευσαν ποτέ
κανένα συγγραφέα
μόνο κάτι τελειωμένους
που πέφτουν πάνω τους
σαν τα γουρούνια
αγκομαχώντας

κι εκείνες ονειρεύονται
ότι τους πέφτουνε
μαλλιά και δόντια
απο τις βότκες
και όταν θυμούνται
(άραγε τι;)
αφήνουν έναν αναστεναγμό
αγκομαχώντας


και οι ξεριζωμένοι ξένοι
που ήρθαν εδώ τάχα για καλύτερα

και τα πρεζάκια
που τελειώνουν στα πλατύσκαλα
κι ακόμα ψάχνουν στον ουρανό τ' αστέρια

έτσι είναι όλη η Λιοσίων
και τραγουδάει
μια στριγκλιά
-όλη κι όλη-
από κλάμα και των δοντιών
το τρίξιμο
σαν κόλαση
από σπασμένα όνειρα
που μπαίνουν γυαλιά στα πόδια

Κι εσύ φοβάσαι μη σε σφάξουνε
ενώ ψάχνεις τα κλειδιά σου
στην εξώπορτα
και φοβάσαι για τη ζωή σου
(ενώ πεθαίνεις ήδη)
αγκομαχώντας
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...