27 Φεβ 2010

Translation Attempt #3

Nikos Kazantzakis's
"The Last Temptation of Christ"
excerpt from Chapter X

Far out yonder, in the town of Nazareth, Maria, the wife of Joseph-the-Carpenter, had the oil lamp lit and her door open in her humble home, and was spinning the yarn she had woven; she was spinning, in a hurry; she had made up her mind to get up, roam around the villages and look for her son. She was spinning; yet her mind was wandering elsewhere, passing by Magdala and Capharnaum, wandering, all alone and desperate, all around the shore of Gennesaret lake, looking for her son. He had run away again, whipped by the cane of God, no mercy for him, no mercy for me, what have we done? Are these the joys and the glories we were promised? What for the blooming of Joseph's staff, what for my marriage to that old man, what for the lightning, the seeding of this moon-stricken son in my womb? An almond I was, in full bloom, when I held him in my bosom, all blossomed I was, head-to-toe; the neighbours passing by, proud of me, they would say: “Thou, Maria, art blessed of all women!”. Caravans passing by, they would halt. “Who is this almond, all flower?”, they would say and step off their camels with offerings at my feet. And suddenly, a wind blew and I withered. I cross arms over weary breasts: “Lord, thy will has been done; Thou bloomed me, thou blew me, I withered; Is not there any hope to blossom again, Lord?

Is not there any hope for peace of mind?” the son also wondered, when, early in the morrow, wandering around the lake, he saw the monastery, stuck on the green-red rocks. “The nearer I walk to the monastery, the more my heart shivers; why? Is not this the right way, Lord? Do Thou not force my step towards this holy hermitage? What for do Thou refuse to give a hand and soothe my heart?”


25 Φεβ 2010

Nαι

Πίνουμε σήμερα.
Πίνουμε και γράφουμε βλακείες.
Ακούμε και γκοθίλες
σάουθερν, καμπαρέ και ντάρκγουεηβ
μεταξά και καλέσε γιορτέσε.

Είναι που φύγαν όλοι μωρέ.
Και δεν έχω άνθρωπο να βγούμε
Να πάμε κάπου έξω να τα σπάσουμε
Να χορέψουμε αργά μέσα στην κάπνα
μισοκλαίγοντας μισογελώντας.

Οι άνθρωποί μου σήμερα είναι όλοι μακριά.
Δεν πειράζει.

Αν και πολύ θα ήθελα να είχα κάποιον σπίτι
Να γείρουμε ώμο με ώμο μέσα στο αλκοόλ
να ακούμε μουσική.
Να μισοκοιμηθούμε με ταινίες.
Ωραία η κουλτούρα μα είναι χέβη
φέρνει νύστα, δεν φέρνει;

Θα ήθελα να είχα κάποιον σπίτι
να μου εκμυστηρευτεί τα άγχη του
Και εγώ θα έκανα “μμμμ” με το κεφάλι
δε συμβουλεύω αλλά ακούω.
Ποιος τις γαμεί τις συμβουλές.
Θα αγκάλιαζα, επίσης,
διότι οι αγκαλιές, φίλε, τα σπάνε.

Θα έλεγα για τη μοναξιά
και την πόρνη ετούτη πόλη
την κάργια, την γκρίζα.
Που μπορεί να σε κάνει βασιλιά
μπορεί και ζητιάνο
για ένα χαμόγελο.

Θέλουνε, λέει, να τα σπάμε
να είμαστε αυτόνομοι
δυναμικοί
και να χαμογελάμε
Να μην έχουμε τίποτα ανάγκη.
Σώπα ρε.

Πες με χαμένη, πες με καμμένη
Πες με αδύναμη κι εξαρτησιακή
Δεν στο κρύβω:
Εξαρτώμαι από τους ανθρώπους
Τους αγαπάω
Τους έχω ανάγκη.

Αυτά θα του έλεγα
Και θα με έκραζε
Και θα τον έκραζα
Και θα γελούσαμε
Και κάπου εκεί στο τέλος
πάντα αγγλιστί
(για να 'χει κύρος)
θα του 'λεγα:

“I love you, today, old friend.
I love you, with all my heart.”

Και θα ήταν αλήθεια.

18 Φεβ 2010

Θα 'ναι σαν να μπαίνει η άνοιξη

Τέλειωσε το τριήμερον και ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, που έλεγε και η γιαγιά μου. Έλα που δεν μπορούμε, όμως. Χτες και σήμερα έχει μια λιακάδα ΝΑ (με το συμπάθειο), και τρωγόμαστε όλοι να πετάξουμε βιβλία, να παρατήξουμε δουλειές και τα τοιαύτα και να βγούμε έξω να φωτοσυνθέσουμε.

Χτες ήπια το πρώτο μου καφεδάκι σε τραπεζάκι-έξω mode και ήταν σκέτη απόλαυση. Έβλεπα στα πρόσωπα των ανθρώπων το κλασικό χαμόγελο ανυπονησίας, αυτό που σε πιάνει όταν ο Φλεβάρης αρχίζει και γλυκαίνει:

“ΑΝΤΕ ΑΝΤΕ ΠΟΤΕ ΘΑ ΦΤΑΣΕΙ;”
“ΚΟΥΡΑΓΙΟ, ΚΟΝΤΕΥΕΙ.”
“ΠΕΡΙΜΕΝΩ!”

Δεν αναφέρομαι ούτε στον Γκοντό, ούτε στο επόμενο επεισόδιο του Dr. Who (να δούμε και τι θα καταφέρει ο ενδέκατος δόκτωρ ο παλικαράκος). Αναφέρομαι στη Μεγαλειότητά της, την Άνοιξη. Και στο γνώριμο συναίσθημα που σε πιάνει όταν βλέπεις τις ανθισμένες αμυγδαλιές.

Εδώ, παρατάμε τον πρόλογο και παραθέτουμε έναν υπέροχο μύθο εκ Πορτογαλίας (να δείξουμε και τι μαθαίνουμε στο μάθημα, ντε) για τις ανθισμένες αμυγδαλιές.

Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου εκεί στο Μεσαίωνα, τότε που υπήρχε ακόμα πανούκλα, μαγεία και το μπάνιο ήταν πολυτέλεια, η Πορτογαλία είχε πήξει στους Μαυριτανούς. Σε μια περιοχή που λεγόταν Αλγάρβη βασίλευε ένας νεαρός Σαρακηνός πρίγκιπας, μελαχρινός και πολύ σένιος τέλος πάντων. Στο κάστρο του δούλευε υπηρετριάκι μια κοπέλα ξανθούλα και γαλανομάτα, από τα βόρεια (μέχρι εδώ θυμίζει “13ο Πολεμιστή”). Ο πρίγκηπας στάμπαρε την Βικινγκούλα, και, σαν άντρας που ξέρει να μιλάει και να λέει τι θέλει, ξημεροβραδιαζόταν στην κουζίνα όπου δούλευε η νεαρά, σπουδάζοντας τον έρωτα και ξεχνώντας τον πόλεμο. Λίγο από 'δω, λίγο από 'κει, δεν ήθελε και πολύ η μικρή, τσουπ τα φτιάξανε. Καθώς ο πρίγκηψ ήταν και ερωτευμένος, της έκανε και πρόταση γάμου, τσουπ βασίλισσα το υπηρετριάκι. Μια χαρά. Και τεκνό και βασιλιάς και να την έχει σαν τα μάτια του, ε τι άλλο ήθελε.

Έλα που ήθελε, όμως. Κάθε γυναίκα πάντα θέλει κάτι. Είναι νόμος, αλλιώς δε θα υπήρχε αυτό το θαυμαστό πράγμα, που αποτελεί πονοκέφαλο για τους άντρες και μέθοδο εκτόνωσης της έντασης για τις γυναίκες: Η κρεβατομουρμούρα.

“Αχ, καλέ μου, δεν είμαι καλά”, στέναζε η ξανθούλα.
“Τι έχεις αγάπη μου; Θέλεις μπουζούκια; Πάμε!” απαντούσε ο άντρας της ανήσυχος.
“Δε θέλω μπουζούκια, αγάπη μου, αλλά...”
Κι εκεί έβαζε τα κλάματα.

Μην τα πολυλογώ, η κλάψα της πριγκίπισσας τράβηξε καιρό. Πρώτα στέναζε, μετά έκλαιγε, μετά έβαλε Cure και κοιτούσε με απλανές βλέμμα το ταβάνι και τέλος αρρώστησε. Έπεσε στο κρεβάτι και δεν έτρωγε ούτε μιλούσε σε κανέναν.

Τρελαμένος από ανησυχία, ο πρίγκηψ, κουβαλάει άρον-άρον τον Χάουζ και την ομάδα του. “Γιατρέ μου η γυναίκα μου έγινε γκοθού”.
“Η γυναίκα σου έχει κατάθλιψη” απεφάνθη ο Χάουζ μετά τη διαφορική. “Μήπως έχεις μικρό πουλί;”
“Εεεε... δε νομίζω”, απαντά ο πρίγκηψ.
“Everybody lies” του λέει κι ο Χάουζ..

Κάπου εκεί ανοίγει για λίγο τα μάτια η ξανθούλα. “Το χέσατε. Αυτό που θέλω είναι χιόνι!”

ΧΙΟΝΙ.

Με άλλα λόγια, η ξανθούλα μας αρρώστησε από νοσταλγία. Τον πόνο για το σπίτι. Της έλειπαν τα μέρη της, εκεί ψηλά που φορούσαν κράνη από κέρατα και έπιναν υδρόμελι και έπεφταν σε μπερζέρκ στον πόλεμο και ήθελαν να πεθάνουν για να πάνε στη Βαλχάλα.

Ξύνει την κεφάλα του ο πρίγκηπας. “Και τι να κάνω για το χιόνι, εδώ κάτω, που σκάει ο τζίτζικας χειμώνα-καλοκαίρι;”
“Πλάκωσέ την στα Ζάναξ να τελειώνουμε”, απαντάει ο Χάουζ.
“Δεν θα κάνω τη γυναίκα μου τζάνκι”, απαντά ο πρίγκηψ. “Και μπορείς να φύγεις, νομίζω, ούτως ή άλλως εξυπηρέτησες το σκοπό σου στην ιστορία, οπότε beat it, αντιπαθητικέ τύπε.”

Φεύγει ο Χάουζ, ξαναξύνει κεφάλα ο πρίγκηψ, βρίσκει τη λύση.

Δίνει όρντινο να τρέξουν στις γειτονικές χώρες, να βρουν αμυγδαλιές και να τις φυτέψουν γύρω-γύρω από το παλάτι. Φωνάζει και τον αρχιμάγο, του λέει να ρίξει ένα spell, να μεγαλώσουν γρήγορα οι αμυγδαλιές, και σε μια μέρα είχαν φυτρώσει, είχαν πεταχτεί, είχαν βγάλει λουλούδια.

Παίρνει τη γυναίκα του, στράτα-στρατούλα στο παράθυρο, “Κοίτα, αγάπη μου. ΧΙΟΝΙ.”
Τής άρεσε η θέα της πριγκίπισσας, είχε κουραστεί να είναι και άρρωστη ούτως ή άλλως, κοιτάει τον καλό της με ματάκια δακρυσμένα, σκάει χαμόγελο.

Κι έτσι ήρθαν οι μυγδαλιές στην Πορτογαλία, και όταν βγάλανε καρπούς το βασιλικό ζεύγος έτρεχε από κάτω να τα μαζέψει και κάπως έτσι λένε ότι πρωτοειπώθηκε και η ατάκα “Στάσου, Άναμπελ, μύγδαλα.”, καθότι την ξανθούλα την λέγανε Άνναμπελ.

Και ζήσαν καλά γιατί έτρεχαν γύρω από τις αμυγδαλιές και κυλιόντουσαν στα χορτάρια και φτιάξαν τρία συκώτια από τους ερωτευμένους τους χαζογέλωτες, όπως θα έπρεπε να κάνουν όλοι οι ερωτευμένοι τελοσπάντων. Κι επειδή ο πρίγκηψ μόνο αυτά έκανε, ίσως για αυτό και η Πορτογαλία να είναι και τόσο μικρή χώρα. Ποιος ξέρει.

Και ζήσανε αυτοί καλά. Εμείς, από την άλλη, δεν ξέρω αν ζούμε καλύτερα με όλο αυτό το άγχος και τα καυσαέρια και τα τρεξίματα και τις γκρίνιες. Αλλά οι ανθισμένες αμυγδαλιές σού αλλάζουν την ψυχολογία. Αλλάζεις διάθεση, χαμογελάς πιο πολύ, ακούς πιο χαρούμενες μουσικές και αρχίζεις να παρατάς ηθελημένα τα winter blues και να μπαίνεις σε “Θα 'ναι σαν να μπαίνει η άνοιξη” mode.

Και είναι ωραία.



Τόσο ωραία, μάς έχει πιάσει τόσο ωραία, που δεν θα αντισταθούμε και θα σας παραθέσουμε soundtrack.


Paul Giovanni - Maypole
Τα παγάνια την Πρωτομαγιά την λένε “Beltane” και γυρίζουν το γαϊτανάκι. Αυτά μάς τα λέει η ανυπέρβλητη και ολίγον τι καλτ ταινία “The Wicker Man” (όχι η πατάτα με τον Κέητζ, ο προκάτοχός της με τον Κρίστοφερ Λη). Δείτε την κι ακούστε το χτες. Είναι αμφότερα υπέροχα.


Fleet Foxes – Quiet Houses
Το πιο ξέφρενα χαρούμενο κομμάτι των Fleet Foxes, όσο ξέφρενοι και χαρούμενοι μπορεί να είναι οι Fleet Foxes. Είναι όμως οι Fleet Foxes, μυρίζουν φύση, φανελένια πουκάμισα και Απαλάχια και θέλω να παντρευτώ τον τραγουδιστή τους κάτω από έναν καταρράκτη. Άρα δεν μπορούν να απουσιάζουν από το ανοιξιάτικο σάουντρακ. Αυτό το τραγούδι είναι ωραίο, είναι αυτό που πρέπει να τραγουδάμε στους μουρτζούφληδες φίλους μας όταν δεν την παλεύουν : “Ξεκόλλα και έλα μαζί μας. Άιντε.”


Mercury Rev – Blue Clouds
Έφαγες φρίκη και χτυπούσες επί ένα χειμώνα το κεφάλι σου στο ντουβάρι; Θέλεις να κάνεις κάτι επειγόντως να ανεβάσεις το constitution σου; Έβγα έξω, κοίτα το γαλάζιο ουρανό και γλείψε τις πληγές σου με αυτό το κομμάτι. Με τη συγκεκριμένη εκτέλεση όμως, όχι τη γνήσια του Johnston που παραείναι καλτ και βασανισμένος για να νιώσουμε ωραία.


Devendra Banhart – I Just Feel Like A Child
Ίσως το πιο feel good κομμάτι του αυτοαποκαλούμενου Βασιλιά των Ξωτικών (aka “Έχω καπνίσει τα πάντα, τα κοάλα, τα ρακούν και τα καγκουρώ). Ο τύπος παίρνει τα πρωτεία καμμενιάς, αλλά αυτό το τραγούδι δεν μπορεί να μη σου φτιάξει τη διάθεση και να βγάλει το ελαφρώς σκανταλιάρικο κωλοπαίδι από μέσα σου. Λίγη chaotic συμπεριφορά κάνει θαύματα ώρες ώρες.

Siouxsie and the Banshees – Peek-A-Boo
Είμαστε κρυφογκόθια, τι να κάνουμε. Έλα όμως που αυτό το τραγουδάκι δεν έχει καμμία σχέση με γκοθίλες, τουναντίον σε κάνει να θέλεις να κρυφτείς πίσω από τα δέντρα και να αρχίσεις φωνάζεις με φωνή πεντάχρονου “ΠΟΥΤΘΑ!”, βλεφαρίζοντας τα ματάκια σου σαν μικρό κοριτσάκι σε anime.

Animal Collective – Fireworks
Εδώ τρέχουμε και κυλιόμαστε στα χορτάρια και γελάμε σαν βλαμμένοι. Απλά.

Fleetwood Mac – The Chain
Απαραίτητο όταν είσαι με παλιούς φίλους εκδρομή, και συνειδητοποιείς ότι παρόλες τις σκατίλες που περάσατε, τους αγαπάς τους μπούστηδες, damn them, και τους το εκδηλώνεις τραγουδώντας τους αυτό, χορεύοντας με τον έναν και πειράζοντας τον άλλον. Η άνοιξη είναι το κλείσιμο των παλιών rites of passage, η εκκίνηση νέων και καλύτερη μετάβαση από αυτό εδώ το τραγούδι δεν υπάρχει. Θέλω την παρέα μου κι έναν καταρράχτη. Χτες.

Saturnalia – Dreaming
Κι εκεί που ξαναματασυμφιλιωθήκατε και ματαξανααγαπηθήκατε, θα ακούσετε αυτό και θα καταλήξετε να στριφογυρίζετε σαν δερβίσηδες στο δάσος βομβαρδίζοντας με χαμογελόνια ο ένας στον άλλον. Με την ευχή μου και να μου φέρετε και μύγδαλα.



John Cale & Terry Riley – Ides of March
Ένα ασυνάρτητο, πιανιστικό συνονθύλευμα που σε κάνει να θες να χοροπηδάς όλη την ώρα, σαν να έχεις βάλει εκείνα τα παπούτσια που χορεύεις non-stop.

Led Zeppelin – Whola Lotta Love
Άνοιξη=αγάπη. Δεν το λέω εγώ. Το λένε τα λουλουδάκια που επικονιάζονται, τα πουλάκια που πετάνε και οι μελισσούλες που κάνουν βουμ-βουμ.





Ήταν μια κοινωνική προσφορά του Πούκα.

12 Φεβ 2010

Code Red

Έχω νεύρα σήμερα. Αυτό είναι κάτι πρωτότυπο και αξιοθαύμαστο, διότι τις πιο πολλές φορές η αρνητικότητα μού βγαίνει είτε σε γκρίνια (όπου πρήζω τα γεννητικά όργανα των γύρω μου - με μη ερεθιστικό τρόπο), είτε σε θλίψη (όπου δεν πρήζω τα γεννητικά όργανα κανενός, αλλά όποιος με δει θα τρομάξει, το οποίο είναι ακόμα χειρότερο).

Αλλά σήμερα έχω νεύρα, από τη στιγμή που τα υπέροχα, επιβλητικά ματόκλαδά μου αποκάλυψαν στους οφθαλμούς μου την πρωινή συννεφιά της πόλης. Ειδικά με τις 2-3 πρώτες γουλιές καφέ, συνειδητοποίησα με άγρια χαρά ότι το berserk mode ήταν πολύ κοντά. Μετά ήρθε κι ο παππούς, ο οποίος, βλέποντας ότι διαβάζω για τη μετάφραση, μα απαιτώντας, παρόλα αυτά, 1. να του φτιάξω τραχανά 2. ψητό κατσαρόλας, για να έχει να τρώει όσο θα λείπω το τριήμερο, ενώ ήδη του έχω κάνει κοτόπουλο λεμονάτο και 3. να μαζέψω τις καινούριες αποδείξεις και 5. να του βάλω πάλι κάρτα, γιατί ξέχασε να κλείσει το τηλέφωνο και του την έφαγε όλη, αποκάλυψε το μαγικό κουμπί του CODE RED.

Το κουμπί δεν πατήθηκε ακόμα, γιατί έχω μεγαλο άνθρωπο στο σπίτι και δε θέλω να χάσω τα νιάτα μου στη φυλακή ή στα νοσοκομεία. Αν ήμουν μόνη μου, θα ήταν αλλιώς. Θα έσπαγα όλα τα ψηλά ποτήρια με καρδούλες που υπάρχουν από την εποχή που ζούσε ακόμα η γιαγιά μου (μεγάλη ιστορία αυτά τα ποτήρια, τα θυμάμαι από μικρή, κι όταν είχα πρωτοέρθει είχαν μείνει μόνο τρία από αυτά και είχα πέσει σε κατάθλιψη γιατί τα είχα συνδέσει τόσο με τη γιαγιά και τα μικράτα μου στην Αθήνα. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα, γιατί σε μια “ανασκαφή” στα ντουλάπια της γιαγιάς, ανακαλύψαμε ότι είχε καμιά δεκαριά εξάδες ακόμα, το οποίο σημαίνει ότι θα πίνω το νερό μου και το χυμό μου σε ποτήρια με καρδούλες για τουλάχιστον πέντε χρόνια ακόμα. Τότε η νοσταλγία μετατράπηκε σε μια διαρκή υπενθύμιση του ψυχαναγκασμού της καρδούλας. .Σκεφτείτε το λίγο: να είσαι συνεχώς άτυχος στα γκομενικά σου και να πίνεις νερό σε ΠΟΤΗΡΙΑ ΜΕ ΚΑΡΔΟΥΛΕΣ ΓΙΑ 5 ΧΡΟΝΙΑ) και θα χοροπηδούσα σαν τρελός ινδιάνος μάγος επικαλούμενος τον Μανιτού, ξεσπώντας στο πιο άναρχο laughter banishment. ΄Ισως να έβαζα να παίξει και thrash metal. Ίσως και να έβγαινα στο μπαλκόνι και να τσίριζα ΠΟΥΤΣΕΣ ΜΟΥΝΙΑ ΑΡΧΙΔΙΑ ΚΩΛΟΙ ΓΑΜΙΕΣΤΕ ΠΑΤΩΚΟΡΦΑ.

Αλλά το γεγονός ότι δεν πατήθηκε ακόμα το code red κουμπί μού επιβάλλει να επιβάλλω τη λογική μου και την καλή μου ανατροφή. Οπότε περιορίζομαι στο να γράψω εδώ, απολαμβάνοντας την εξαιρετική ελευθερία του να έχεις χώρο να εκφράζεσαι όσο θέλεις χωρίς να βλάπτεις κανέναν.

Κι επειδή ο θυμός με κάνει πολύ κακιά, κι όταν γίνομαι κακιά έχω πλάκα, θα απαριθμήσω τις αφορμές που θα μου πατούσαν το code red κουμπί και θα γινόταν τση πόρνης, όπως θα λέω στην Κρήτη, όταν θα μετακομίσω γύρω στα σαράντα μου, φτασμένη indie cult etc etc συγγραφέας πλέον, για να μεγαλώσω τα παιδιά μου στο πράσινο, στον καθαρό αέρα και στην αγνή τσικουδιά.

Έχουμε και λέμε, λοιπόν, τις αφορμές για το code red κουμπί:


5. ΟΙ ΓΚΡΙΝΙΑΡΗΔΕΣ ΣΤΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ: Πας να κάνεις τη δουλειά σου, βιάζεσαι και θες να τελειώνεις. Έχει ουρά και στην ουρά περιμένουν άνθρωποι που έχουν έρθει να κάνουν τη δουλειά τους, βιάζονται και θέλουν να τελειώνουν. Εκεί πάντα θα είναι 2-3 γκρινιάρηδες μέχρι αηδίας, που θα αναστενάζουν σαν να έπεσε ο ουράνιος θόλος στην πλάτη τους σαν άλλοι Άτλαντες και θα κάνουν δηκτικά σχόλια. Ειδικά αν γίνει λάθος και κάποιος πάρει τη σειρά κάποιου άλλου, γίνεται πανδαιμόνιο, το οποίο μού θυμίζει λυντσάρισμα των έγχρωμων στην Αμερική. Ηρεμήστε λίγο. Όχι, ε; Ε τότε, χαίρομαι που δεν θα πάω σε δημόσιες υπηρεσίες σήμερα. Χαίρομαι που δε θα πάω σε δημόσιες υπηρεσίες σήμερα. Χαίρομαι που δε θα πάω σε δημόσιες υπηρεσίες σήμερα.

4. Ο ΒΛΑΜΜΕΝΟΣ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΞΕΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ: Όπως όλες οι τάξεις του κόσμου, έχουμε κι εμείς τον βλαμμένο μας. Δεν είναι nerd, δεν είναι geek, κατηγορίες οι οποίες δείχνουν τρομερό μυαλό, όπως και να ΄χει. Είναι απλά βλαμμένος. Έρχεται στο μάθημα και αναλίσκει το χρόνο όλης της τάξης δικτατορικά και ηλίθια, κάνοντας μόνο 2 πράγματα: 1. ρωτώντας ό,τι εξήγησε η καθηγήτρια πριν από μόλις δύο λεπτά, κάνοντας μετά μια συγκριτική γλωσσολογική ανάλυση, η οποία κάνει όλη την τάξη να χασμουριέται και να ρίχνει συνομωτικά βλέμματα και 2. λέει απαίσια, τρομερά, θανάσιμα κρύα αστεία, μετά από τα οποία γελάει μόνος του σαν μπαμπουίνος, κάνοντας όλους μας να ρίχνουμε βλέμματα απελπισίας και συμπαράστασης ο ένας στον άλλον. Αυτός ο τύπος με κάνει και φαντάζομαι πώς θα ήταν αν του πετούσα το μηχανικό μολύβι μου στο μάτι, με περισσή χάρη κι επιδεξιότητα, το οποίο θα έβρισκε διάνα. Πώς θα πήγαινα μετά να το τραβήξω, σαν Ινδιάνος πολεμιστής που στέκεται θριαμβευτικά πάνω από το λευκό, ανήμπορο πολεμιστή που μόλις τραυμάτισε, για να του πάρει το σκαλπ. Και άλλα πολλά τέτοια ωραία. Είναι πολύ τυχερός που είμαι τόσο ήρεμος άνθρωπος και αρκούμαι στο αβυσσαλέο του θάψιμο εδώ. Αλλά αν είχαμε μάθημα σήμερα..

3. Ο ΓΛΟΙΩΔΗΣ ΤΥΠΟΣ ΣΤΟ ΜΠΑΡ: Βγαίνεις να περάσεις καλά με τις φίλες σου και τσαααακ, με ευλυγισία κι επιδεξιότητα που θα ζήλευε και ο level 8 ξωτικορέηντζερ του πάρτυ μας στο RPG, χώνεται ανάμεσά σας. Συνήθως είναι άσχημος αλλά νομίζει ότι είναι ωραίος, είναι πανηλίθιος αλλά νομίζει ότι είναι πανέξυπνος και είναι ό,τι πιο γλοιώδες υπάρχει μετά το βάτραχο και τα σαλιγκάρια, αλλά νομίζει ότι παίζει το φλερτ στα δάχτυλα. Θέλει να σε κεράσει ποτό και να σε γνωρίσει, ενώ εσύ θες να σε κεράσει ποτό για να μην τον λούσεις με το δικό σου και πάνε τσάμπα τα λεφτά. Την τρώει ή δεν την τρώει τη γονατιά; Ευτυχώς για σένα, φίλε γλοιώδη τύπε στο μπαρ, έχω RPG σήμερα και δε θα βγω.

2. ΤΑ “ΨΑΓΜΕΝΑ” ΑΓΟΡΑΚΙΑ ΠΟΥ ΘΕΛΟΥΝ ΜΗ-ΣΧΕΣΗ: Η μη-σχέση είναι το καινούριο trend στους ψαγμένους κύκλους (μπλιαχ). Είναι χειρότεροι από την παραπάνω κατηγορία, όχι μόνο γιατί δεν κερνάνε (πού λεφτά για τέτοια), αλλά γιατί θα σου πουλήσουν ρομάντζο κι ευαισθησία και μετά θα το παίξουν ότι δεν είναι σε φάση, δεν έχουν χρόνο κτλ κτλ οπότε να βλέπεστε χαλαρά και σιγά-σιγά και δεν-ξερω-γω-τι-άλλο. Οπότε καταλήγεις να τραβιέσαι σε μια απροσδιόριστη φάση, και άμα τυ΄χει να είσαι λίγο ευαίσθητος και σε τελική επειδή είναι φυσιολογικό οι άνθρωποι να δένονται όταν περνούν χρόνο μαζί, αρχίζεις να δίνεις πράγματα χωρίς να παίρνεις τίποτα. Η τελευταία πρόταση συνοψίζει τέλεια τον ορισμό της μη-σχέσης (άσχετα αν είναι ξεκαθαρισμένο ή όχι απο την αρχή, χέστηκα ρε φίλε τι μου είπες στην αρχή, αν μετά από 4-5 μήνες συνεχίζεις να με βλέπεις δεν είναι λογικό να νομίζω ότι αλλάζουν τα πράγματα;) και όποιο εναλλακτικό βλαμμένο έρθει και μου πει τέτοιες μπαρούφες έφυγε με ευνουχισμό, ανασκολοπισμό και με το σκαλπ του να λείπει.

1. ΤΟ ΥΦΑΚΙ: Οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Αυτοί που σε ακούνε και σου συμπαραστέκονται (παράδειγμα: “Και έπρεπε να το περάσεις μόνος σου όλο αυτό;”) και αυτοί που το παίζουν ιστορία, γιατί είναι ψαγμένοι στη ζωή, στα πάντα και στα κοάλα και ΞΕΡΟΥΝ (παράδειγμα: “Τόσο καιρό μου το λες και δεν το κάνεις”, “Εγώ στα έλεγα”, κτλ κτλ.) Ε, λοιπόν. Στη δεύτερη κατηγορία ανέχομαι να βρίσκεται μόνο η μάνα μου, όχι μόνο γιατί αυτή είναι όντως ιστορία και γαμάτη και ψαγμένη στη ζωή, στα πάντα και στα κοάλα, αλλά και γιατί είναι η μάνα μου και είναι ο μοναδικός άνθρωπος που έχει το δικαίωμα να με πρήζει με τέτοιες χαζομάρες, γιατί κι εγώ έχω κάθε δικαίωμα να της πω “ώχου ρε μάνα” και να μην παρεξηγηθούμε. Με όλα τα άλλα υφάκια, όμως, ειδικά όταν είμαι σε pre-redcode mode, παίζει πρόβλημα. Κοινώς, άσε τη σοφία σου παράμερα, άμα βλέπεις ότι o άλλος δεν την παλεύει, κι ας του τα έλεγες, κι ας μην ήταν συνεπής κτλ κτλ, και, ειδικά αν τον θεωρείς φίλο σου, δώστου λίγη αληθινή συμπαράσταση. Κι αν δεν μπορείς, take him/her out. Το “θα βγω να τα σπάσω” κάνει θαύματα.

Αυτά ήταν. Το code-red κουμπί ξανακρύφτηκε πάλι με τόσο γράψιμο και τόσο γέλιο. Κρίμα, γιατί μπορεί και να είχε πλάκα...



11 Φεβ 2010

Lorem Ipsum

Κυρίες και κύριοι,

Μαζευτήκαμε μια παρέα τρελοκόριτσα και σκαρώνουμε φανζινάκι.

Θα γράφω για Μαργαρίτες.


Wish us to break a leg etc etc etc.

9 Φεβ 2010

Let them eat cake.

A.k.a. Μια καταχώρηση με φρονιμίτες, σαμάνους και γλυκά.






Η γράφουσα σήμερα ξύπνησε από μια σουβλιά χαμηλά στην κοιλιά. Αυτές οι μέρες του μήνα που κάτι παθαίνουν τα υδραυλικά σου. Μούδιασμα από τη μέση και κάτω. Από τη μέση και πάνω, η αριστερή πλευρά του προσώπου της έχει μουδιάσει επίσης. Ο πρώτος φρονιμίτης κάνει δειλά-δειλά την εμφάνιση του, τώρα στα γεράματα, μεταμορφώνοντας το πάνω αριστερό της ούλο σε μια σάρκινη μοϊκάνα. Πλάκα έχει. Είναι μόλις η τρίτη μέρα που γίνεται αυτό το πανηγύρι και όλοι της λένε να κάνει υπομονή. Να είναι ζεν.


Στην προσπάθεια του να είμαι ζεν, αγνοώ επιδεικτικά πόνους, κακοδιαθεσία και την καλή, καταθλιπτική μου μουσική. Ως εκ τούτου, ο διάσημος δεξιός λοβός μου μού κρατάει μούτρα και μου σκάει στη μούρη όποτε του καπνίσει ασυνάρτητες εικόνες και παρομοιώσεις. Ο αριστερός προσπαθεί να πάρει τη ρεβάνς με πολύ αγώνα, λόγω του μουδιάσματος. Το κάτωθι post είναι το αποτέλεσμα, με δεξιόλοβες παρομοιώσεις και αριστερόλοβες λογικές αλληλουχίες. Αν έχετε κουράγιο και αρχιμήδια ή κοτσονάτες ωοθήκες, συνεχίστε. Αλλά μην πείτε ότι δεν σας προειδοποίησα:


Ξυπνάς. Δεν έχει σημασία αν πονάς ή όχι. Φτιάχνεις τον καφέ σου και χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι ένας καλός σου φίλος που έχει φρικάρει, ξύπνησε στραβωμένος και αναρωτιέται γιατι κάνει ό,τι κάνει και γιατί ζει όπως ζει και γιατί έχει ξενερώσει έτσι και γιατί όλοι και όλα τού φαίνονται σαν το ίδιο χιλιοπαιγμένο εργάκι. Και κάθε Μαρία που γνωρίζει του φαίνεται σαν οποιαδήποτε άλλη Μαρία.

Με την ηρεμία ινδιάνου σαμάνου μετά από ταξίδι με πεγιότ, αφού έχει κόψει τους κώλους των κακών πνευμάτων και έχει συμμετάσχει στο τραγούδι του Κόσμου, του εξηγείς απλά και όμορφα (υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο, η συνταγή για την επιτυχία) ότι έχει κουραστεί, ότι είναι φυσιολογικό, ότι χρειάζεται λίγο χρόνο για τον εαυτό του. Μόνο για πάρτη του. Να κάνει λίγο ό,τι του καπνίσει, να μην πιεστεί σε ανούσιες σπατάλες χρόνου και ενέργειας. Να κλείσει, ας πούμε τον φούρνο του. Και να αφήσει τους άλλους να φάνε τα δικά τους, χαλασμένα κεήκ.

“Ε;” ρωτάει ο φίλος σου.

Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι σαν κέηκ, λέει ο σαμάνος μέσα σου, που μάλλον πεινάει. Γνωρίζεις κάποιον και ρίχνετε αυτόματα κάποια συστατικά. Παντεσπάνια, αλεύρια, αυγά, σοκολάτες (μιαμ). Ζυμώνετε, το βάζετε στο φούρνο ( = χρόνος-καλή θέληση-υπομονή) και αυτό το συνονθύλευμα μετατρέπεται σε κέηκ. Έτσι πρέπει να γίνεται, δηλαδή. Έτσι θα έπρεπε τουλάχιστον.

Το θέμα είναι, του λες, ότι οι περισσότεροι από μας έχουμε ήδη προσπαθήσει να κάνουμε άπειρα κέηκ στο παρελθόν, με αποτέλεσμα να μας έχουν τελειώσει τα πιο πολλά υλικά. Ή, ακόμα χειρότερα, να έχουν χαλάσει. Τα αυγά, για παράδειγμα, χαλάνε εύκολα. Και μετά βρωμάει όλος ο τόπος.

“Ε;”

ΕΝΝΟΩ, ΚΑΜΑΡΙ ΜΟΥ (εδώ καμαρώνεις για τη στεντόρεια φωνή σου), ότι κάποια στιγμή 1. Απλά αδειάζεις και 2. 'Εχεις τόσα να δώσεις αλλά ο άλλος είναι τόσο απρόθυμος όχι μόνο να δώσει, αλλά και να πάρει κιόλας ( = το περιβόητο βούτημα του δαχτύλου στο χυλό του κέηκ πριν ψηθεί, μιαμ στο τετράγωνο), που σαπίζεις. Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, βαριέσαι και κουράζεσαι και δεν έχεις όρεξη ούτε τα παντεσπάνια να στρώσεις. Δηλαδή, να μπεις στον κόπο να γνωρίσεις κάποιον.

“Και τι να κάνω γι' αυτό;”

Ανασυγκρότηση κ υπομονή, απαντάει ο σαμάνος κοιτάζοντας τις τολύπες καπνού να ζωγραφίζουν πούμα και κογιότ στην πτήση τους προς το ταβάνι. Εκτός αν είσαι κανένας τρελαμένος ρομαντικός κι έχεις στη διάθεσή σου εφόδια πυρηνικού καταφυγίου. Κι εκεί, καμάρι μου, σου βγάζω το καπέλο.

Ο φίλος σου εκεί συνειδητοποιεί ΕΝΤΡΟΜΟΣ ότι είναι ρομαντικός. Εσύ το ήξερες ήδη, αλλά όπως και να 'χει δε λες τίποτα, μόνο γελάς κάτω από τα μουστάκια σου, αν είσαι ανήρ, ή πίσω από τις βλεφαρίδες σου, αν είσαι θήλυ.

Και γελάς, γιατί έκανες ένα καλό σήμερα για το φίλο σου, παραβλέποντας για ακόμη μια φορά, φυσικά, ότι ήρθε η ώρα να δεις τι σκατά θα κάνεις και για σένα. Το σαμάνισμα πάλι τσάμπα θα πάει, μέχρι να κλουβιάσουν τα αυγά σου.














5 Φεβ 2010

Procrastination is my bitch

Ρε, αφήστε με λίγο ήσυχη. Έχω και δουλειές!


Χμ....
Ε;
ΟΚ.


Ναι, εντάξει, προφανώς και δεν αναφέρομαι σε εσάς, καλοί μου αναγνώστες (18 φανεροί και αφανέρωτοι δεν ξέρω πόσοι, δεν πειράζει, υγεία), αλλά σε όλους τους φνορντιάρηδες που δε με
αφήνουν να αγιάσω.

Πάμε λίγο σε κάτι εννοιολογικό.

Ως "αγιάσω" ορίζεται η εξής σειρά πράξεων:

1. Το κάθισμα στον καναπέ (η πλάτη σε τέλεια ευθεία) .

2. η τοποθέτηση του Πωλ Ατρείδη, του ηρωικού φορητού υπολογιστή, ο οποίος υπομένει αγόγγυστα και υπομονετικά όλα τα βασανιστήρια στα oποία τον υποβάλλω καθημερινά επί 2 συναπτά έτη.

3. Η τοποθέτηση των γυαλιών μυωπίας έμπροσθεν των υπέροχων, αμυγδαλωτών οφθαλμών μου.

4. Το θεατρικό σήκωμα των μανικιών της μαύρης, μάλλινης ζακέτας που λειτουργεί και ως μίνι-κουβερτούλα (είμαι κρυουλιάρα, τι να κάνουμε) και

5. Η έναρξη της διαδικασίας της συγγραφής (ήτοι της αποτύπωσης στο εικονικό χαρτί του υπολογιστή μιας σειράς εικονικά γραπτών σκηνών, ιδεών και σκέψεων, οι οποίες καλούνται να δείξουν πόσο γαμάτη και μεγαλοφυής είμαι, καθώς επίσης και να προσφέρουν αργά ή γρήγορα, μάλλον το πρώτο, ένα μέσο για να μπορώ να βγαίνω για ποτό τρεις φορές τη βδομάδα, αντί για μία ή καμμία), η οποία συνοδεύεται προαιρετικά με τσιγάρο και πόση αλκοόλης (τις βραδινές ώρες, στη δεξιόλοβη παράθεση των σκέψεων υπό μορφή σημειώσεων) ή καφέ (όλες τις άλλες ώρες που προσπαθώ να εξασκηθώ στο ταλέντο του να είναι κανείς αριστερόλοβος και να μεταμορφώσω τις χαοτικές μου σημειώσεις σε κάτι πιο αξιοπρεπές με ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ και ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΤΡΟΠΟ ΣΚΕΨΗΣ).

Κι αυτό πρέπει να γίνεται σχεδόν κάθε πρωί, κάθε μεσημέρι και κάθε απόγευμα. Τα βράδια προαιρετικά, άνθρωποι είμαστε, θελουμε να βγουμε να πιουμε να χορεψουμε να δουμε τους δικους μας να γελασουμε να παιξουμε το αρπιτζακι μας να δουμε καμια ταινια να φλερταρουμε να κανουμε κανενα γουτσου κτλ κτλ. Να γουσταρουμε τη ζωη μας, εν γενει.

Περιέργως και παραδόξως, έχω αρχίσει να μπαίνω σε ένα πρόγραμμα. Το κακό της υπόθεσης είναι ότι δεν έχω από πού να πάρω ψωμί, γιατί γκρεμίστηκε ο φούρνος απέναντι. Το καλό της υπόθεσης είναι ότι δε με νοιάζει, αφενός γιατί δεν τρώω ψωμί, και αφετέρου... μάντεψε: Έχω αρχίσει να μπαίνω σε πρόγραμμα.

Τυπικά, τουλάχιστον. Ουσιαστικά, έχω ένα σωρό περισπασμούς που με βγάζουν από την παραγωγική διαδικασία. Θα τους παραθέσω σε αντίστροφη μέτρηση, γιατί αφενός τώρα τελευταία μου αρέσει να κάνω λίστες (ακόμα μια εκδήλωση της προσπάθειας μου να γίνω και λίγο αριστερόλοβη) και αφετέρου έχει πλάκα:


Ιδού, λοιπόν, αναγνώστες, οι 5 εχθροί της δημιουργικότητάς μου:

5. Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ: Ο παππούς μου στα νιάτα του ήταν ένα τυπάκι πολύ σένιο και μπαγαμπόντικο, όπως θα έγραφε ο Τσιφόρος. Το κακό είναι ότι έφτασε 85 χρονών και ακόμα νομίζει ότι είναι τυπάκι σένιο και μπαγαμπόντικο. Όντας ταξιδιάρα ψυχή, θεωρεί πολύ καλό για τον εαυτό του να έρχεται συχνά-πυκνά Αθήνα (έχει ένα point, εδώ που τα λέμε, το σπίτι που μένω δικό του είναι), για να κάνει dolce vita, δηλαδή να κάνει ό,τι κάνει και πάνω, με τη διαφορά ότι εδώ τρώει και πίνει ό,τι του έχει απαγορέψει ο γιατρός. Επειδή, όμως, είναι 85 χρονών, αρρωσταίνει. Τότε θα ανέβει ξανά στην πατρίδα, για να τον φροντίσουν τα τέκνα του. Βέβαια, ο παππούς είναι σκληρό καρύδι (στα αρπιτζίστικα: έχει το CON του στο Θεό), οπότε στα μεσοδιαστήματα κατσικώνεται εδώ. Ξυπνάει νωρίς το πρωί και σχεδόν αμέσως ξυπνάει και η έμφυτη περιέργεια του για το πώς λειτουργεί το Σύμπαν: ήτοι τι φαϊ θα φάμε, τι ώρα θα φάμε, αν θα πάω να ψωνίσω, αν θα μαγειρέψω ή να φάει έξω, πού είναι το ψαλίδι, σε ποιο κουτί κρατάω τις αποδείξεις για να τις πάρει η μάνα μου όταν θα κατέβει Αθήνα, που η μάνα μου δε θα κατέβει πριν το Μάρτη κτλ κτλ κτλ. Και όλα αυτά τα ρωτάει σε ΜΕΝΑ. ΟΤΑΝ ΓΡΑΦΩ.
Πολύ επικίνδυνος εχθρός της δημιουργικότητας μου ο παππούς, είναι στο νούμερο 5 μόνο και μόνο επειδή δεν είναι συνέχεια εδώ.

4. ΤΑ ΤΗΛΕΦΩΝΑ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΝΑ ΜΕ ΧΩΡΕΣΟΥΝ ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ/ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΝ ΓΕΝΕΙ: Ντριν, ντριν, ντριν. ΝΤΡΡΡΡΙΝ. Και ξανά και ξανά και ξανά. Και να 'μαι να διαπραγματεύομαι με τους φίλους μου πότε θα πάμε για καφέ. Ναι, διαπραγμάτευση. Το να κανονίσεις καφέ στις μέρες μας στην Αθήνα θέλει διπλωματικές ικανότητες. Και χρόνο για να τις εξασκήσεις. Δέκα λεπτά "Μπορείς τότε; Α, όχι τότε, αλλά τότε άμα θες. Θα το κοιτάξουμε. Θα μιλήσουμε". Η βλακεία είναι ότι δε μιλάμε ξανά πριν κλείσει μήνας. Αυτός είναι ο ρυθμός των διαπραγματεύσεων σε αυτή την πόλη. Ηλίθιοι ρυθμοί, ηλίθιες υποχρεώσεις. Αλλά τι να κάνουμε. Αυτά τα σκατά πάνε πακέτο με τη ζωή στην πρωτεύουσα.
Το βάζω, όμως, στο 4, γιατί μου έλειψε, γαμώτο, να βγω να πάω κάπου σε ανυποψίαστη ώρα και να πετύχω κάποιο γνωστό. Μόνο αυτό μού έλειψε από τη ζωή στην επαρχία - και το φαϊ της μαμάς μου, φυσικά.

3. ΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ: Ξυπνάω. Μέχρι να ανοίξουν και τα δύο βλέφαρα, πίνω τον πρώτο καφέ και σερφάρω στο ίντερνετ, να δω τι γίνεται στον κόσμο, να κατασκοπεύσω τους φίλους μου στο Φάκμπουκ (δεν είμαι κουτσομπόλα, απλά παρατηρητική, γκουχ), να μιλήσω με την κολλητή, να δω το τελευταίο βίντεο των Arcade Fire κτλ κτλ, περνάει το δίωρο και εγώ ακόμα με τα αρνιά κουρεύομαι και με τα κατσίκια παίζω (α, ρε γιαγιά). Το Ίντερνετ είναι επικίνδυνο. Πολύ, μα πολύ, μα πολύ επικίνδυνο. Λες τελικά να δηλώσω για εκείνη την υποτροφία των νέων συγγραφέων, που σε στέλνουν να γράψεις σε πλήρη απομόνωση στην έρημο της Αριζόνα; Μπα, δε λέει. Ένα κλικ παραπέρα είναι το Κολοράντο, κι εκεί είναι το Ντένβερ, και εκεί όλη η alternative country σκηνή. Κοινώς, δε θα γυρίσω ποτέ.
Όπως και να 'χει, το ίντερνετ είναι πολύ σοβαρός εχθρός. Φανταστείτε ότι αντί να γράφω αυτή τη στιγμή αυτό που πρέπει να γράψω, κάθομαι και γράφω στο μπλογκ για τους εχθρούς της δημιουργικότητάς μου. Άνετα θα έμπαινε Νο1, αν οι άλλοι 2 εχθροί της δημιουργικότητάς μου δεν ήταν πιο σημαντικοί.

2. Η ΖΩΗ: Πάμε Εξάρχεια; Πάμε! Πάμε για ένα ποτάκι; Πάμε! Έρχεσαι να αράξουμε από δω; Έρχομαι!
Επίσης, μαθήματα στο Διδασκαλείο τρεις φορές τη βδομάδα, από τρεις ώρες έκαστο, βάλε και το διάβασμα μέσα. Βάλε και τις άλλες δραστηριότητες. Βάλε και τις μετακινήσεις. Βάλε και καμιά συναυλία, κανένα σινεμαδάκι, το RPG, τα μαθήματα πλεξίματος στις φίλες μου κτλ κτλ.
Α, ζωή, είσαι πολύπλοκη. Με θες να πετύχω, αλλά και μου βάζεις και χίλιους περισπασμούς στην πορεία. Damn you.
Μπαίνει Νο2, επειδή, όπως λένε και οι Offspring "There's more to living than only surviving." Ποια είμαι εγώ να αμφισβητήσω τους Offspring;

...και πάμε, επιτέλους, στο Νο1. Άντε να τελειώσω να πλύνω και κανένα πιάτο και να φτιάξω και κανένα φαϊ, γιατί ποιος ακούει τον Εχθρό Νο5 πάλι.

1. ΕΓΩ: Ω, μα ναι. Δηλαδή, τι, νομίζατε ότι αν έγραφα τους άλλους 4 εχθρούς της δημιουργικότητάς μου εκεί που δεν πιάνει μελάνι (σε αυτό το νάιλον που τυλίγαμε τα βιβλία στο Δημοτικό για να μη γίνουν σκατά), δε θα άλλαζαν τα πράγματα; Προφανώς και θα άλλαζαν. Έλα όμως που και καλή κι επιεικής είμαι με τους ανθρώπους και δεν μπορώ να ρίξω εμπάργκο στον παππού, και μ'αρέσει και να βλέπω τους φίλους μου, έστω και μετά από τρίμηνες διαπραγματεύσεις για το πότε θα πάμε για καφέ, και μ'αρέσει και στο Ιντερνετ να χαζομαρίζω, και μου αρέσει και γενικώς να ζω και να ευχαριστιέμαι τη ζωή μου. Τι να κάνουμε, δηλαδή. Άσχετα που βαράω διάλυση κάθε 20 μέρες και περνάω μια μέρα στο κρεβάτι σαν το ζόμπι, ανήμπορη ακόμη και να υπάρξω. "All work and all play, maketh Pooka a sleepless faerie".

Γι΄αυτό, όλοι εσείς που με αγαπάτε, κάντε μου δύο καλά: Καταρχάς, μη με ζορίζετε (πολύ). Και κατά δεύτερον, την επόμενη φορά που θα σας δω, προσφερθείτε να μου τρίψετε λίγο τις πατουσίτσες και τα χεράκια. Πονάνε πολύ αυτές τις μέρες.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...