Ο τίτλος του post είναι η απάντηση στην ερώτηση "πού στο διάολο είσαι".
Μου φανερώθηκε σαν θαύμα σε ένα όνειρο που είδα σήμερα το πρωί, σε μια φάση "προσπαθώ να ξυπνήσω-άσε με λίγο ακόμα- λίγο ακόμα πληηηηηζ - λίγοακόμαγαμώτο" και ήταν ως εξής:
Ήμουνα με το φίλο μου (ας τον λέμε Dylan γιατί υπάρχει πάνω του κάτι ποιητικό και λεπτό, σχεδόν μουσικό, σαν να ήταν μυστικιστής ποιητής του προηγούμενου αιώνα) και είχαμε υιοθετήσει έναν πλατύποδα. Ναι, αυτά τα περίεργα ζωάκια τα αυστραλέζικα που έχουν κάτι από πάπια και κάτι από κάστορα, και είναι τα μόνα θηλαστικά που γεννούν αυγά.
Τον είχαμε βάλει να κάθεται πάνω σε ένα καναπέ και κουνούσε την ουρά του κάνοντας πακ-πακ, κι αναρωτιόμασταν τι στο διάολο μπορεί να φάει για να μη μας ψοφήσει της πείνας, καθότι είναι κι εξωτικό το πουλόζωο. Τότε κάνει ντου ένας "κακός" και πάει να τραβήξει το σεντόνι κάτω από τον πλατύποδα για να τον ρίξει κάτω, ο οποίος είχε στο μεταξύ γεννήσει και κάτι αυγά (ο πλατύποδας, όχι ο κακός).
Τα παίρνω κρανίο, ορμάω με ένα two-handed staff, σαν αυτά με τα οποία ξεκινάει το party στο Icewind Dale, να δείρω τον κακό και τον βαρούσα στο κεφάλι. Φυσικά ο κακός, ως κακός, δεν ένιωθε τίποτα και με χλεύαζε. Τα παίρνω ακόμα περισσότερο με το θράσος του κακού και αρχίζω και τον ρωτάω: "Από πού κι ως πού την είδες κακός; Νομίζεις ότι είσαι όμορφος σαν τον Dracula? Ή πιο έξυπνος από τον Hannibal Lecter? Γελοίε, ε γελοίε". Και συνέχιζα να του τις ρίχνω.
Κάπου εκεί ξύπνησα από τα γέλια οπότε δεν ξέρω να σας πω αν κατάφερε να σωθεί η πλατυποδοοικογένεια. Η διάγνωση, βέβαια, της μητρός μου είναι ότι είμαι πολύ αγχωμένη, εξού και τα βίαια όνειρα. Όχι πως χρειαζόμουν να δω ξυλίκι στον ύπνο μου για να το καταλάβω. Η Αθήνα δεν είναι παιδική χαρά και δε θεωρούμαι και από τα πιο δραστήρια άτομα. Συμπέρασμα: έχω ψιλοπελαγώσει. Χάνομαι κάπου ανάμεσα σε ένα τεράστιο για ένα άτομο σπίτι, μαθήματα, διαβάσματα, "things-to-do", και, γαμώτο, δεν υπάρχει μια μέρα που να μην έχω να κάνω ΤΙΠΟΤΑ, γιατί, ακόμα κι αν τυπικά δεν έχω τίποτα, όλο και κάτι θα προκύψει. Και με ενοχλεί.
Πού θα πάει, όμως. Θα συνηθίσω... Φαντάζομαι.