Μού ήρθε πάλι, αποφασισμένη να καταργήσει τις λέξεις με το θράσος της νιότης και του οινοπνεύματος. ΘΕΛΩ, είπε. ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΙΣ ΣΒΗΣΩ ΟΛΕΣ ΚΑΙ ΣΕΝΑ ΚΑΙ ΜΕΝΑ ΜΑΖΙ. Το δωμάτιο φωτίζεται μόνο από το φεγγάρι. Ξημερώματα Παρασκευής. Μεγάλο, στρογγυλό φεγγάρι. Τα νύχια της στην πλάτη μου. Γρατσουνίζει πληγώνει καίει. ΝΑ ΣΕ ΤΡΑΒΗΞΩ ΚΑΤΩ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΜΟΥ. Δαγκώνει σημαδεύει καταβροχθίζει. Αφήνει ένα λυγμό. Αλμύρα. ΛΥΚΕ. Κοιμάται. Η πλάτη της σημαδεμένη από τα νύχια μου. Κοιμάμαι κι εγώ.
Ανί γουνταμάτια, κύναιξα πλωμμένη σεναστρώ, μα τασεντώ νιαμουσκέναπτο. Νιδρότα, μικρυκαλλίβασεν αδάσωστο βουνό. Ή να πώ “'γέβμα”; Πάνεννα, γκαλιαστού! Νενακά, νουνέρωτα...
Φωνεία κούγαι, τεμακρά.
“ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΗΡΘΑ”.
Σηκώ, Νετετρέ- Μοντασί, Γκορ-Μόσιγια!
“Γεια” μου λέει, “Δεμπρέποινα σ' ευρύεδο! Νεμάγησα!”
κ ρ υ υ υ ψ ο υ
Ντύνω ντεγρή γορά, κι εκεί νυτρέχει...
Βγαι! Νι αποτιμπίσω, πορταυρίσκη! Τηννέξω τερικίτουα Λέτα, κεκρή, βετεκή..
“ΠΑΙΔΑΚΙ ΜΟΥ;”
Βήμα τασύρει στην Κάρ.
Οστά.
“ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΠΑΙΔΑΚΙ ΜΟΥ;”
Φωνή πλησεία,
ζει!
“ΕΚΑΝΕΣ ΑΤΑΞΙΕΣ Ε; ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΕΜΦΑΝΙΖΕΣΑΙ.”
Ειφωνεί άκρη βώσσα.
Παίξω αποτείν Ντούα-Λέτα
Ανεβάζητ 'από διατίστη,“λεκ” κάνει η καρδιά της, χτυπά ήδη..
Να'τα.
“ΠΑΙΔΑΚΙ ΜΟΥ ΒΡΗΚΑ ΕΝΑ ΑΔΕΣΠΟΤΟ ΣΤΟΝ ΑΠΟΠΑΤΟ.”
“Υπώρ!” τανύγει ένα μέγα λοχαίρι,“Μ' έναγαν ψωνύχη! Την άρπα!”
Ζει – απτογειακά.
“ΕΣΥ ΘΑ ΕΡΘΕΙΣ ΜΑΖΙ ΜΟΥ.”
Τιμπάϊσε: “Να, έργα. Στείργιωκέ την! Δεν είμαι σχοινί στο πόδι του Μέγα Λουτράπε-Ζίου!”
“ΘΑ ΠΑΤΑΣ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΟΥΜΠΙ.”
πατάει το κουμπί κι εκτυπώνεται η ταυτότητα της γριάς, το σαφρακιασμένο, μοχθηρό της πρόσωπο είναι παντού σε χαρτιά και σε σακούλες σε βάζα σε ποτήρια. ΜΠΑΜΠΑΓΙΑΓΚΑ ΕΤΩΝ ΕΞΙ ΕΞΗΚΟΝΤΑ ΕΞΑΚΟΣΙΑ. Το δωμάτιο έχει γεμίσει ταυτότητες κι η κοπέλα έχει γεράσει. Έχει περάσει όλη της τη ζωή για να φτιάξει την τέλεια ταυτότητα. Πάει να πεθάνει εξαφανίζεται
εμφανίζεται σε ένα σπίτι καθισμένη σε ένα παχύ χαλί, απέναντι τζάκι, αγκαλιά της εκείνος. Πονάει το αυτί μου λέει το αυτί του έχει γίνει σκυλίσιο και πετάει άρρωστα χνούδια. Θα σε γιατρέψω του λέει αυτή. Πάει να φυσήξει στο αυτί του αλλά μπαίνει μια άλλη γυναίκα μαυροντυμένη, με μαύρα μακριά μαλλιά και μικρά στρογγυλά μάτια, μαύρα κι αυτά. Πάει κατευθείαν σε εκείνον. ΕΛΑ ΚΑΙ ΘΑ ΣΟΥ ΤΑ ΠΩ ΟΛΑ του ψιθυρίζει. ΘΑ ΣΟΥ ΠΩ ΓΙΑΤΙ ΓΙΝΕΣΑΙ ΛΥΚΟΣ.
Εκείνος σηκώνεται, τον πιάνει από το χέρι, φεύγουνε, και λίγο πριν χαθούνε η μαυροντυμένη γυρνάει και την κοιτάει. Αυτάρεσκα, σατανικά, νικηφόρα.
ΞΕΡΩ ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ.
Εκείνη περιμένει μα δεν έρχονται. Περιμένει στριφογυρίζοντας μια τούφα από τα μαλλιά της. Στριφογυρίζει και περιμένει. Ώρα πολλή. Νιώθει κάτι να πέφτει στην παλάμη της – κοιτάει και βλέπει κόκκινες τρίχες. Είναι η τούφα από τα μαλλιά της.
Αναδεύεται στον ύπνο της. Ξυπνάω. Το μέτωπό της ιδρωμένο. Το χέρι μου γύρω από τη μέση της, είσαι καλά; ΒΛΕΠΩ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ μου λέει. Τι ονειρο ρωτάω. ΔΕ ΘΥΜΑΜΑΙ