Άλλο ένα τριήμερο ήλθε και επήλθε, στο οποίο έδειξα σθένος, επιμονή και υπομονή και έφυγα για Πάτρα άνευ υπολογιστή. Αποτοξίνωση κι έτσι, η οποία πήγε καλά, παραδόξως, χωρίς να παρουσιάσω αλλεργικές αντιδράσεις, υπερβολική εφίδρωση, πυρετούς, σπασμούς και κραυγές τύπου “ΑΑΑΑΑΑΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ PC MOYOYOYOOYOYOY”. Ίσως επειδή με το βιβλίο, το blogging και τη σχεδόν πλήρη απουσία κοινωνικής ζωής, είχα αηδιάσει πια. Περίεργο. Νόμιζα ότι η μέρα που θα μισούσα τον υπολογιστή μου δε θα έφτανε ποτέ.
Γυρνώντας από την εξωτική Πάτρα (η οποία, παρεμπιπτόντως είναι ολάνθιστη αυτό τον καιρό, κάθε μπαλκόνι έχει και από μια θηριώδη βουκαμβίλια, και άνετα θα έκοβα κανένα κλαράκι αν δε μου το απαγόρευαν οι φίλοι μου, καθότι νομίζουν ότι θα ήτο βανδαλισμός, μάθετε καλέ για τα μοσχεύματα!), βρήκα μια κατάσταση ημιχαώδη στο σπίτι, και χάρηκα, γιατί την περίμενα χαώδη. Μόνο τα φυτά μου είχαν πάρει λίγο την κατιούσα, ειδικά οι μαργαρίτες ήταν ετοιμοθάνατες, οπότε όλο το χτεσινό απόγευμα πήγε σε πότισμα, καθάρισμα των φύλλων και ενδελεχές κλάδεμα (στην περίπτωση της μαργαρίτας, πετσόκομμα, αλλά δε βαριέσαι, πάλι με χρόνια και καιρούς κτλ κτλ).
Τέλος πάντων, για να μην πολυλογώ, όλο μου το απόγευμα ήταν στο μπαλκόνι και το βραδάκι, με βρώμικα από το χώμα νύχια (μην ανησυχείτε, τα έπλυνα), μια μπίρα και μια σοκολάτα, έκατσα στον καναπέ μου και είπα να δω μια ταινία ελαφριά, να περάσει η ώρα. Η ταινία ήταν το “Ivan's Childhood” του Αντρέι Ταρκόφσκι, κι εδώ τελειώνει ο αδιάφορος πρόλογος.
Εννοείται ότι κοιμήθηκα στο πρώτο μισάωρο της ταινίας. Αλλά χάρηκα, γιατί στο “Solyaris”, του ίδιου σκηνοθέτη, δεν είχα αντέξει παραπάνω από πεντάλεπτο.
Βάλε τις πέτρες στο σακί σου, αναγνώστη. Θυμήσου τα λόγια του μεγάλου χίπη διδασκάλου που έζησε κάποτε στη Γαλιλαία, και μη ρίξεις το λίθο αν δεν είσαι αναμάρτητος. Όπως κι εσύ, κι εγώ στενοχωριέμαι και ντρέπομαι που τέτοιες ταινίες μού φέρνουν υπνηλία, το έχω απομονώσει μάλιστα το φαινόμενο και το ονομάζω ως “Ο Πόλεμος των -όφσκυ”. Βέβαια, δεν πηγαίνει αυτό μόνο στους -όφσκυ, αλλά σε κάθε σκηνοθέτη που είναι...χμ... λίγο ιδιαίτερος. Επίσης, υπάρχουν και εξαιρέσεις στον κανόνα των -όφσκυ, καθότι άνετα βλέπω Αρονόφσκυ, και ο Γιοντορόφσκυ είναι από τις μεγαλύτερες κινηματογραφικές μου αγάπες, καθότι κρούει τα αρχετυπικά καμπανάκια του μυαλού μου με μανία, με όλες αυτές τις υπέροχα φρικιαστικές και φρικιαστικά υπέροχες εικόνες και τα νοήματά του. Άντε να κοιμηθείς μετά.
Στην ουσία, ο “Πόλεμος των -όφσκυ” δεν είναι τίποτα άλλο παρά το εξής: ως φοιτητές καιγόμαστε τόσο πολύ με ταινίες, που στα επόμενα χρόνια δεν μπορούμε να αντέξουμε τόσο, και αυτό μάς προκαλεί ντροπή. Γιατί, ξέρεις, ούτε εγώ ήμουν κάποτε έτσι. Κάποτε είχα τον Λυντς για πρωινό, και τον Παχαράνωφ για κολατσιό ψωμάκι-μερέντα. Ο Κρόνενμπεργκ ήταν μια σπιντάτη βόλτα και ο Κιούμπρικ λούνα-παρκ. Και τώρα, περασμένα μεγαλεία κτλ κτλ.
Δε φταίει που μεγαλώνουμε, νομίζω, ή ίσως φταίει κι αυτό. Ίσως φταίει η άποψη που έχουμε για κάποιες ταινίες ή το ότι μεγαλώνοντας, από τελετουργικό και ιερουργία η θέαση μια ταινίας γίνεται απλά για να διασκεδάσουμε, το οποίο επίσης δεν είναι κακό, καθότι μεγαλώνουμε και δεν υπάρχει επάγγελμα “βλέπω ταινίες για πάρτη μου”, εκτός αν είσαι κριτικός κινηματογράφου, αλλά κι εκεί, μετά τη θέαση της ταινίας, καλείσαι να γράψεις ένα κατεβατό για τεχνικές και βαρετές λεπτομέρειες, κοινώς στο βγάζουν απ' τη μύτη. Ίσως φταίνε και τα κακά προηγούμενα, όπως στην περίπτωσή μου με τον Ταρκόφσκυ, όπου το μυαλό μου μεταμορφώνεται σε σκυλί του Παβλώφ, λέγοντας “κοιμήθηκες κάποτε με Ταρκόφσκυ, ξανακοιμήσου με Ταρκόφσκυ”.
Και να 'σαι στα είκοσι πέντε σου, να γουστάρεις να βλέπεις μόνο μυστηρίου ή κωμωδίες (εντάξει, είναι ευρωπαϊκές, λες, οπότε συγχωρείσαι). Για κουλτούρα ούτε λόγος, όσο για καμμένες b-movies, που έβλεπες τρεις τη μέρα ως φοιτητής, κάνεις πως δεν ξέρεις τίποτα και διατείνεσαι ότι ποτέ δεν έχεις δει (χμμμ... λέτε να ψεύδεται η μάνα μου ότι δεν έχει δει το “Cannibal Holocaust”;)
Τρόπος αντιμετώπισης του “Πολέμου των -οφσκυ”, φυσικά και υπάρχει, και είναι ίδιος με κάθε τρόπο αντιμετώπισης ψυχολογικής διαταραχής: αναγνώριση του προβλήματος και θεραπεία, κοινώς να παραδεχτούμε ότι δεν έχουμε τις αντοχές που είχαμε κάποτε και να προσπαθήσουμε να βλέπουμε την ταινία όποτε και όπως αξίζει σε αυτήν, και όχι σε εμάς. Κι αν δεν μπορούμε, δεν πειράζει. Ένας καλός τρόπος είναι η διοργάνωση βραδιάς ταινιών, το οποίο θα ήταν καλό να ξεκινάει από νωρίς, μια που πλέον δεν είμαστε φοιτητές, αλλά αγχωμένα early birds. Εκεί δυσκολευόμαστε να κοιμηθούμε, γιατί βλέπουμε ότι οι άλλοι είναι ακόμα ξύπνιοι, και τα εγωιστικά μας ένστικτα απαγορεύουν το κλείσιμο των βλεφάρων (με αποτέλεσμα πολλές, φορές, να έχεις πέντε θεατές που είναι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, αλλά ΟΧΙ, όλοι βλέπουν ταινία). Επίσης, να σταματήσουμε να βάζουμε να δούμε ταινία, ενώ είμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, μόνοι ή με παρέα (με παρέα στο κρεβάτι επιτρέπεται, γιατί αν επακολουθήσει κάτι συγκεκριμένο, είναι πιο εποικοδομητικό και ψυχαγωγικό και από ταινία και από ύπνο, παρόλο που δεν καταπολεμά τον “Πόλεμο των -όφσκυ”).
Αυτά, για τον “Πόλεμο των -όφσκυ”. Κλείνοντας, θα παραθέσω χωρίς φόβο και πάθος, τις 2 ταινίες που με κάνουν να κοιμάμαι ΠΑΝΤΑ και σε ΟΡΙΣΜΕΝΟ ΣΗΜΕΙΟ. Και θα εκτιμούσα ιδιαιτέρως αν δε με λιθοβολούσατε, θυμηθείτε αυτά για τους αναμάρτητους κτλ κτλ.
2001 – Η Οδύσσεια του Διαστήματος: κοιμάμαι πάντα εκεί που εμφανίζεται ένα σαλόνι στο άσχετο, μέση-προς τέλος της ταινίας. Αυτό έγινε τρεις φορές ως τώρα, ώσπου έφτασα στο αμήν, και όποιος με ρωτάει για το “2001”, του λέω πόσο μου άρεσε ο υπολογιστής που είχε δική του θέληση, και η σκηνή με τα πιθήκια και το μονόλιθο. Η ανάγνωση του ομώνυμου βιβλίου του Κλαρκ, αν και αριστουργηματικής γραφής, δε με βοήθησε να καταλάβω Χριστό επίσης.
Inland Empire: Εκεί που εμφανίζεται το μυστηριώδες δωμάτιο και ο φακός παίρνει ένα βρώμικο ροζ χρώμα. Ίσως κοιμάμαι επειδή μου φέρνει στο μυαλό αναμνήσεις από την κοιλιά της μάνας μου, τότε που ήταν όλα ροζ και ζεστά, ξέρω γω; Πάντως αυτό γίνεται αρχή-προς-μέση της ταινίας, οπότε ναι, ντροπή και όνειδος, αλλά δεν ξέρω πού πάνε τα τέσσερα όσον αφορά την ταινία αυτή. Όχι πως θα ήξερα, βέβαια, αν κατάφερνα να την δω, Λυντς είναι αυτός.
Υπάρχουν κι άλλες, αμέτρητες ταινίες στις οποίες έχω κοιμηθεί, αλλά έγινε μόνο μια φορά, ενώ οι δύο αυτές έχουν αρχίσει να γίνονται εθιμικό δίκαιο, ήτοι “η συνήθεια που έγινε ύπνος”, και αποτελούν τα δυο μεγάλα μου αγκάθια. Ξέρω ότι μάλλον δε θα τις δω ποτέ. Ποτέ. ΠΟΤΕ.
Πάντως, θα προσπαθήσω να καταπολεμήσω τον "Πόλεμο των -όφσκυ", σήμερα θα προσπαθήσω πάλι να δω το "Ivan's Childhood" (ίσως αφού γράψω ένα Wording Song, που είναι εμπνευσμένο από μια σκηνή της ταινίας, για να μη μου γαμηθεί η φαντασίωση), και μετά θα πιάσω Κισλόφσκυ και όσους άλλους βρω σε -οφσκυ. Fight fire with fire, όπως λένε και οι Άγγλοι.