Δέκα μέρες κλείνω χωρίς καθόλου-μα-καθόλου πισί. Μην κοιτάς τώρα, Γουώτσον, έχω φίλους κι έχουν λάπτοπ και είπα να καταχραστώ λίγο τα βαθιά αισθήματα στοργής και προδέρμ που νιώθουν προς το άτομό μου. Έχω κι έμπνευση, με τον αδερφό γαρ, που με έχει ζαλίσει με τον Γιαννάκη τον Ρευστό (Johnny Cash) από τη μια, τις μελέτες μας από την άλλη, εκείνος για τη σχολή κι εγώ με Dylan Thomas και βιλανέλλες, πολύ μπελαλίδικες οι βιλανέλλες, έτσι και καταφέρω να γράψω μια, έστω και για τον φαλλό, θα νιώθω ότι έκανα level up. Έτσι για το γαμώτο.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτά τα ωραία της έμπνευσης. Είναι και τα άλλα. Τα όχι-τόσο-ωραία. Δε θα μιλήσω καν για το σύνδρομο στέρησης που πέρασα, με τις κρίσεις ρίγους και κρύου ιδρώτα επειδή δεν έχω υπολογιστή. Ίσα ίσα που άρχισε να μου αρέσει. Είναι σαν να κόβεις το κάπνισμα κάπως, μετά από λίγες μέρες επιστρέφουν μια-μια όλες σου οι αισθήσεις και νιώθεις μια βαθιά εκτίμηση για τη ζωή και για τα μικρά, απλά, καθημερινά πράγματα και ούτω καθεξής τελοσπάντων.
Μιλάω για τον άδειο χρόνο που αναγκαστικά έχεις και αναγκαστικά πρέπει να γεμίσεις, μια που δεν έχεις υπολογιστή και δεν μπορείς να δεις, να ακούσεις, να ψάξεις, να χαζομαρίσεις όπως ΕΣΥ θέλεις.
Πρώτο στάδιο: τιβί. Ειδικά τα βράδια, μιάμιση με τρεισήμισι, είναι η καλύτερη παρέα, με Law and Order και δέκατες εντολές και κόκκινους κύκλους. Παίρνουμε τη δόση γκοθίλας μας. Αλλά το πρόβλημα είναι οι διαφημίσεις. Πραγματικά είχα ξεχάσει τι πλύση εγκεφάλου μπορούν να σου κάνουν. Εκεί ήρθα σε επαφή με το ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΙΛΟ, με το οποίο και βγάζω φλύκταινες. Γιατί αν πω να δω μιάμιση ώρα πρόγραμμα, θα ακούσω δεκά φορές το γαμημένο το ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΙΛΟ. Και γιατί, δηλαδή, πρέπει να θεωρώ αστείο το ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΙΛΟ; ΚΑI γιατί να ξέρω καν το γαμημένο το ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΙΛΟ; Και γιατί τέτοια τρελή δόση χαράς, μαλάκα Έλληνα;
Όχι πως έχω τις μαύρες μου, Γουώτσον, αλλά χωρίς υπολογιστή είδα κουτσουμπιλά, ειδήσεις στο ΣΤΑΡ, Πετρούλες και διαφημίσεις, και ΧΕΣΤΗΚΑ πόσους πόντους ήταν το νυφικό της τάδε στάρλετ, ενώ οι ανατιμήσεις των προϊόντων με το νέο ΦΠΑ περνάνε κυριολεκτικά στα ψιλά γράμματα. Έπρεπε να ψάξω να βρω τα γυαλιά της μυωπίας για να διαβάσω τα γραμματάκια. Ή να άλλαζα κανάλι, που το έκανα και με έπιασε η καρδιά μου. Δολοφονίες από δω, ζοφερό μέλλον από εκεί, καλέ από πότε ζούμε στο σύμπαν του Mad Max και δεν το είχα καταλάβει; Τέτοια διπολικότητα ούτε στα ψυχιατρικά ιδρύματα δεν βρίσκεις. Καμιά ισορροπία, κανένα έλεος, καμία σωτηρία. Ή μάλλον ναι, υπήρξε σωτηρία: όταν έκλεισα την τηλεόραση, και την άνοιγα μόνο για να δω τα κοκκινοπουλέικα ή εκπομπές με συνταγές.
Στάδιο 2: Βιβλία. Από εκεί που διάβαζα ένα τετράωρο τη μέρα για το βιβλίο, επέκτεινα τις ώρες. Λέω, οι φανταστικοί μου κόσμοι, θα με σώσουν μια φορά. Αλλά φοβάμαι ότι το παράκανα. Χτες, για παράδειγμα, διάβασα όλο το Logicomix και τα 2/3 της "Καταγωγής της Οικογένειας" του Ένγκελς. Αποτέλεσμα: να λιώσει τόσο ο εγκέφαλος που μετά να είμαι σαν να βγήκα από ταινία του Ρομέρο. Φαντάσου, Γουώτσον, βγήκαμε για τσίπουρα και ήπια μόνο μισό ποτήρι. Φοβόμουν για την ασφάλεια των γύρω μου έτσι κι έπινα, θα άρχιζα να τους αραδιάζω θεωρίες περί μητροτοπικών συστημάτων, στάδια της κοινωνιολογικής εξέλιξης των πρωτόγονων λαών και για το νόημα της λογικής και του παραδόξου.
Οπότε έκλεισα και βιβλία, δε χωράει τίποτα άλλο στο μικρό, αυτό, χαριτωμένο κεφάλι. Θα κλατάρει ο σκληρός, πώς το λένε. Και έτσι πάμε στο στάδιο 3, που είναι...
ΟΙ ΠΑΣΙΕΝΤΖΕΣ: πραγματικά, της υπομονής. Με παίρνουν τηλέφωνο φίλοι, τι κάνεις Πουκί, ρίχνω πασιέντζες. Τι λέει, θα παντρευτείς; ΟΧΙ ΤΕΤΟΙΕΣ ΠΑΣΙΕΝΤΖΕΣ, ΓΙΑ ΤΕΤΧΟΙΑ ΜΕ ΕΧΕΙΣ; Αλλά εύχομαι διάφορα κι ας δεν βγαίνουν. Κι αυτό που εύχομαι είναι αφενός να γίνει καλά ο υπολογιστής μου γρήγορα, αφετέρου να γράψω κι εγώ μια γαμάτη βιλλανέλλα και αφετρίτου να μου βγουν όλες οι ευχοπασιέντζες από δω και πέρα, μπας και δούμε άσπρη μέρα καμιά ώρα σε αυτή την κωλοχώρα με τους φιπιάδες και τα έξοδα, που ανεβαίνουν το stairway to heaven και εμείς είμαστε on the highway to hell, γιατί πάσχουμε όλοι μας (κι εγώ ντε) από κουτσουμπιλίαση.
EDIT, για να σας φτιάξω το κέφι: κι όμως, μπορεί να υπάρξει σωστή παιδεία στας Αμέρικας (κι έτσι κι εγώ παντρεύομαι, χα!)