Το Πράγμα δραπέτευσε από τη φυλακή του ένα πρωινό του Δεκέμβρη. Ήταν αφύσικα ζεστός εκείνος ο χειμώνας: το χιόνι δεν ερχόταν, τα φύλλα στέκονταν ακόμα στα κλαδιά των δέντρων και τα φυτά είχαν ξεχάσει να μαραθούν. Σαν κάτι να μην άφηνε τη φύση να ξεκουραστεί. Ο κύκλος είχε σταματήσει · ο θάνατος έμοιαζε να είχε νικηθεί. Κι αυτή η βλασφημία γκρέμισε το κελί του Πράγματος.
Κανείς δεν ξέρει πόσο καιρό ήταν φυλακισμένο εκεί το Πράγμα, ή από πότε υπήρχε · ή τι ήταν. Κάποιοι έλεγαν πως περιδιαίβαινε τη γη αυτή από χρόνια πανάρχαια. Κάποιοι άλλοι πως ήταν ανθρώπινο δημιούργημα, γέννημα των νοσηρότερων τελετουργιών. Και κάποιοι άλλοι, πως ήταν απλά μια φάρσα. Όλα αυτά σε καιρούς αλλοτινούς, γιατί στα χρόνια τα δικά μας κανείς δεν πίστευε πια στην ύπαρξή του.
Κι όμως, το Πραγμα υπήρχε και περίμενε, με τα χέρια γραπωμένα στα κάγκελα, στο κελί του κρυμμένο στις φυλλωσιές, ασπρόμαυρο-μες-στο-πράσινο, λίγα μόλις μέτρα από τους περαστικούς που έκαναν τον περίπατό τους, από τις παρέες των παιδιών και τους νεαρούς εραστές. Κρυμμένο εκεί, άπλωνε τα παραμορφωμένα χέρια του σαν να καραδοκούσε για να αρπάξει · ή για να ζητήσει βοήθεια. Γιατί, όταν το κελί γκρεμίστηκε και το Πράγμα ξέφυγε, οι αυτόπτες μάρτυρες βεβαίωσαν ότι περίεργοι ήχοι έρχονταναπό το βάθος του κελιού,ήχοι που σου πάγωναν το αίμα, σαν μια ανίερη μελωδία ή την κραυγή που βγάζει ένα σύμπαν όταν πεθαίνει. Ένα είναι βέβαιο: ούτε το ίδιο το Πράγμα άντεχε αυτούς τους ήχους. Ίσως αυτή να ήταν κι η αληθινή του φυλακή.
Μα η φυλακή γκρεμίστηκε · και το Πράγμα ελευθερώθηκε, μαχαιρωμένο από τις κραυγές των κόσμων που πεθαίνουν. Πεθαίνοντας κι αυτό, ασπρόμαυρο κι αιμόφυρτο, κάτω από τα δύσπιστα βλέμματα των περαστικών, δεν κατάφερε να φτάσει μακριά. Σύρθηκε τρεκλίζοντας ως το πλησιέστερο δέντρο και ξάπλωσε πεθαίνοντας, και μαζί του πέθανε κι ο τελευταίος κόσμος της φαντασίας.