Ναι, ξέρω,
καταντάω γραφική, αλλά έχω μεγάλο
πρόβλημα με την Κυριακή. Δεν πάω τα
μούτρα της, ρε παιδί μου. Ξεκινάει ανέμελα
και νωχελικά, με γλυκές αγκαλιές, αχνιστό
καφέ και muffins,
κάπως έτσι
και τελειώνει μέσα σε βροχή, θρήνο κι
αντάρα, κάπως έτσι.
Ποτέ δεν τα
'χα καλά με την πάρτη της. Θυμάμαι δημοτικό
ακόμα, Κυριακή βράδυ, θα 'μουνα τετάρτη
δημοτικού μάλλον γιατί στο σαλόνι έπαιζε
εκείνη την αηδία το Λαβ Σόρυ, και να 'σου
εγώ στο δωμάτιο να μυξοκλαίω. Με λυγμούς,
όχι μαλακίες. Δεν γούσταρα ρε παιδί μου
την Κυριακή και το κωλοπαίδι της τη
Δευτέρα, τα σχολεία και τα λοιπά
συμπαρομαρτούντα. Και να σου κλάμα, να
σου δάκρυ η καλή σου, μέχρι που ρωτούσε
η μάνα μου γιατί κλαίω κι εγώ, επειδή
ντρεπόμουνα κιόλας τρομάρα μου, της
έλεγα επειδή ψήνει η Λίλη το ψάρι στα
χείλη του Λάκη του υδραυλικού.
Έγκυρες πηγές λένε ότι του έκατσε τελικά.
Τώρα όμως,
ρε φίλε, το Λαβ Σόρυ ούτε σε επαναλήψεις
το βάζουν πια (ευτυχώς), το οποίο σημαίνει
ότι δεν έχω πια δικαιολογία να φέρομαι
έτσι. Αλλά και να το έπαιζαν, πάλι δε θα
είχα δικαιολογία, καθότι κοντά 30 χρονών
μουλ γυναίκα. Το οποίο σημαίνει, ότι θα
πρέπει να βάλω τα σκατά μου μαζί (put
my shit together που λένε και οι
Σάξονες) και να δω τι παίζει με την πάρτη μου. Διότι,
καλοί μου φίλοι, τα Sunday
blues οφείλονται σε έναν
απλούστατο λόγο, βεβαίως, βεβαίως. Στο
ότι κάτι βλέπεις στη ζωή σου και δε σου
αρέσει, είναι όμως ένα τσιμιτσούκι
αδιόρατο, σαν ένα χαλικάκι στο παπούτσι,
και πρέπει να βγάλεις όλο το παπούτσι
για να απαλλαγείς. Κι άμα βρωμάει πολύ
το παπούτσι (η ζωή σου, εν προκειμένω),
κάπως το σκέφτεσαι, μην εκτεθείς κιόλας,
οπότε κάνεις τουμπεκί και συνεχίζεις
να περπατάς.
Ή και βγάζεις
το παπούτσι, ξέρεις. Και πεις σε απλά
μαθηματικά, αυτό μου αρέσει, το κρατάω,
αυτό όχι, άντε γεια.
Όχι βέβαια
πως η ζωή είναι απλά μαθηματικά, αλλά
αυτό είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο και δεν
έχω σκοπό να το αναπτύξω στην παρούσα.
Δεν έχω πολλά
να σας πω για το παπούτσι και την επίπονη
διαδικασία του να το βγάλεις. Θα σας έλεγα
να βάλετε από εκείνα τα αποσμητικά για
τη δυσοσμία, αλλά συνήθως όταν αρχίζει
το παπούτσι να βρωμάει είμαστε ακόμα
νέοι και δεν το καταλαβαίνουμε (σ.σ.:
λάθος επιλογές). Το μόνο που μπορώ να
σας δώσω είναι ένα tip το
οποίο δεν ξέρω αν μπορεί να σας βοηθήσει,
αλλά βοήθησε το τομάρι μου πολλάκις στο
παρελθόν και ίσως να με βοηθήσει ακόμα
μια φορά.
Το tip
είναι τούτο: Κάθε πρωί
μόλις ξυπνήσεις, πριν ακόμα φτιάξεις
τον καφέ σου (πώς λέμε όταν είναι να
δώσεις αίμα, μη φας, μην πιεις, μην
καπνίσεις), παίρνεις μια κόλλα χαρτί,
παίρνεις κι ένα μολύβι, ή ανοίγεις το
word, ή αν θες
και στατιστικά και badges
και λοιπά τσικιτσάκια
μπαίνεις εδώ (αν και
το πάνε για paysite)
και γράφεις ό,τι σου κατέβει. ΑΛΗΘΕΙΑ
Ο,ΤΙ ΣΟΥ ΚΑΤΕΒΕΙ. Κι αν δε σου κατεβαίνει,
γράψε “δε μου κατεβαίνει”. Θα εκπλαγείς,
αλλά κάνοντας αυτό ασυνείδητα τακτοποιείς
στα συρτάρια του μυαλού σου όλες τις
ατάκτως εριμμένες σκέψεις σου. Ναι, ναι,
αυτές τις σκέψεις που είναι σαν μονές
κάλτσες και δε βρίσκεις το ζευγάρι τους.
Κατά τα άλλα,
καλά. Πήρα το Κουτάβι χτες (όπου Κουτάβι
βλ. την αγάπη-μου-και-καλύτερό-μου-φίλο,
ο οποίος έμενε όταν τον γνώρισα εδώ
και, παρόλο που καμιά φορά του κρατάω
μούτρα όπως εδώ,
τον αγαπώ τόσο πολύ γιατί με κάνει να
αγαπάω μέχρι και την Κυριακή,
όσο γίνεται, δηλαδή) και πήγαμε βιβλιότσαρκα. Και
επιτέλους τσίμπησα όλους τους τόμους
του Χρυσού Κλώνου από το βιβλιοπωλείο
της Εκάτης, το οποίο είναι απλά απερίγραπτο.
Ημιυπόγειο, πλατεία Βικτωρίας, μερακλίδικο,
με ανθρώπους οι οποίοι κάνουν μπαμ, ρε
παιδί μου, ότι το αγαπάνε το βιβλίο, δεν
το τρέχουν διεκπεραιωτικά το θέμα. Μου έδειξαν
και μια έκδοση Ελληνικής μυθολογίας
του 1827 του Κομητά και μου τρέξανε τα
σάλια αλλά ευτυχώς ήρθα γρήγορα στα
συγκαλά μου.
Αυτά.
Είχα κι άλλα να πω για τα βιβλιοπωλεία,
γιατί πήγαμε και σε άλλα, αλλά αφενός
μπήκε η Δευτέρα, οπότε θα είμαι εκτός,
αφετέρου θα το κάνω ξεχωριστό post
όταν ολοκληρωθεί το τουρ
καμμένων βιβλιοπωλείων, τέλος κι αυτό
το δεξιολόβισμα, τα λέμε οσονούπω, να
είστε καλά, και όχι σκουπίδια, όχι
πλαστικά στις αμυγδαλιές (λόγω εποχής).