Έκανα έρευνα για το βιβλίο μου, διάβαζα για τα ταρώ (ξέρω, ίσως είναι πασσέ, αλλα δε γαμιέται;) όταν έγινε διακοπή ρεύματος. Σκοτείνιασαν όλα μεμιάς, ίντερνετ γιοκ, τηλέφωνο γιοκ, γιατί είμαστε στην εποχή των ασυρμάτων πλέον, και μέσα στην τσαντίλα μου και την ανησυχία πώς θα έρθει ο παππούς σπίτι από τη νυχτερινή του τσάρκα (πώς θα ανέβει τις σκάλες, μεγάλος άνθρωπος;) έπιασα τα ρεσώ.
Ως πρώην παγάνι και νυν και αεί ρομαντική μέχρι αηδίας έχω πολλά ρεσώ, κι ας τα ανάβω πια μόνο όταν είναι να μοσχομυρίσω το σπίτι με κάποιο αιθέριο έλαιο, κι αυτό με φειδώ, καθότι η γειτόνισσα παθαίνει κρίση άσθματος με τα μυρωδικά (λες και αυτό την πείραξε σε ολόκληρη τη Λιοσίων, τα δικά μου τα μυρωδικά, αλλά δε γαμιέται). Οπότε ναι, τα ρεσώ κάθονταν με τις δεκάδες σε ένα καλαθάκι, περιμένοντας αδίκως να κάνουν κάπου-κάπως-κάποτε ατμόσφαιρα. Κρίμα που δεν είμαι πια τόσο της ατμόσφαιρας, από ένα σημείο και μετά γίνεσαι πιο πρακτικός θες δε θες.
Σήμερα τα άναψα, όμως. Τα άναψα και βγήκα στο μπαλκόνι – όλος ο δρόμος κάτω να φωτίζεται μόνο από τα φώτα των αυτοκινήτων. Άνθρωποι να περιφέρονται μισοχαμένοι, μισογοητευμένοι στο και από το απρόσμενο σκοτάδι, αναρωτώμενοι πού πήγε το τόσο δεδομένο φως. Να προχωράνε με βήματα δειλά στην αρχή και μετά πιο θαραλλέα, σχεδόν με την αποφασιστικότητα ενός τρελού, που ξέρει ότι κάνει τρέλα, αλλά δεν τον νοιάζει. Κι εγώ, στο μπαλκόνι, να μην έχω τι να κάνω, απλά να παρατηρώ, κάτω στο δρόμο το μισοχαμό και το μισογήτεμα και πάνω στο μπαλκόνι τις σκιές του κεριού να αχνοπαίζουν στα φύλλα της πασσιφλόρας. Φυσούσε κιόλας. Χόρευαν.
Και εκεί πάνω στο χορό του ενός και μοναδικού μικρού, ποταπού κεριού, θυμήθηκα. Το μικρό, ποταπό κερί μού θύμισε άσπλαχνα μια άλλη βραδιά με κεριά τρεμάμενα από το αεράκι, κάπου τέτοια εποχή, χρόνια πριν, σε ένα σπίτι φοιτητικό, να μπαίνω κι εκείνος να με υποδέχεται μέσα στο μισοσκόταδο, που γεννιόταν από το δειλό φως πέντε κεριών. Να με απιθώνει απαλά πάνω στην πορτοκαλί φλοκάτη της οικοδέσποινας που τόσο ευγενικά μας παραχώρησε το σπίτι. Και να μιλάμε, απαλά και τρεμάμενα, για πράγματα που μόνο δυο τρελοί ερωτευμένοι, για πρώτη φορά ερωτευμένοι, μπορούν να μιλήσουν και τα οποία θα είναι ιεροσυλία να παραθέσω εδώ.
Ούτως ή άλλως, δε μιλήσαμε πολύ ώρα ως τρελοί, γιατί έπρεπε να κάνουμε το καθήκον μας στη ζωή ως ερωτευμένοι.
Και όπως πέρασαν τα χρόνια, επέλεξα να θυμάμαι μόνο τα φιλιά και όχι τα λόγια, λόγια που ξέχασα χωρίς σκέψη με το ψυχαναγκαστικό πάτημα ενός νοητικού διακόπτη μέσα στην πληγή της απώλειας. Κακώς. Έπρεπε να γίνει διακοπή ρεύματος για να θυμηθώ τι μου είπες εκείνο το βράδυ και να θυμηθώ τα δώρα που μου έδωσες.
Και θα τα κρατήσω, απαλλαγμένα από τα φιλιά. Δεν με νοιάζουν πια τα φιλιά, μεγαλώσαμε, πήραμε κι άλλα, θα πάρουμε κι άλλα.
Τα δώρα, όμως, που μου έδωσες εκείνο το βράδυ, αυτά τα έδωσες μόνο εσύ, όπως κάθε Τούθμωσις δίνει το δικό του δώρο – και δεν τα ξεχνώ πια.
Φυλαχτά. Φυλαχτά από παντού. Κάθε άνθρωπος δίνει κι από κάτι, που μέσα στη λύπη και τον εγωισμό το ξεχνάμε, κρατώντας μόνο την πίκρα του τέλους ή την εκτρωματική παρθενογένεση μιας χειμερικής προσδοκίας.
Να σου πω κάτι, όμως. Τα δώρα, δεν έχουν τέλος. Τα δώρα δίνονται πέρα από κάθε προσδοκία. Και θα τα κρατήσω, όλα, ακόμα κι όταν σβήσει και το τελευταίο κερί, ακόμα κι όταν έρθει το φως ξανά – είναι τεχνητό, ξέρεις.