19 Ιουν 2010

Magic Bathroom

A bathroom floor - an art of magic.
Balls of hair and dead skin cells
trails of feet and summerdust.

A cosmos of all things,
our universe is like a lazy artist's bathroom.
Tribes of microbes living their golden ages
Before a tidal wave of bleach vanishes them off the face of earth.

And it's the very essence of magic,
to flush your ego down
and get lost in the sewers of oblivion,
be the tiniest, wisest un-you
or just
un-be.

And it's the very essence of life,
to be able to purge yourself
chloridically
while lying on the dirtiest ground.

We are living in a world,
where truth and lie won't apply.
We are living in a world,
where freedom has made us slaves.

In the end, everything is simple:
and all I need is a fruit to eat
a bathtub to soak myself in
and your body to soak into mine.

Simply and between miracle and ridicule,
like writing mystical poetry
or just cleaning a bathroom floor.

16 Ιουν 2010

Ζεστηζεστηζεστη

Ξέρω, έχω μέρες να γράψω. Τι να κάμω. Ήρθε ο καύσωνας και μας σήκωσε, βάλε και τις παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη, βάλε και τη δουλειά, και την άλλη δουλειά για το βιβλίο, διάβασμα-γράψιμο-μουντζουρολόγημα, ε και λίγη κραιπάλη διότι άνθρωποι είμαστε, έμπνευση kaput.

Η σημερινή μέρα παίζει να ήταν από τις μεγαλύτερες και πιο κουραστικές μέρες που έχω ζήσει. Ξύπνησα στις εφτάμιση το πρωί (από τη ζέστη), αποχαιρέτησα τη Νι (μέσα στη ζέστη), ξεκίνησα να διαβάζω τον "Οδυσσέα" του Joyce (διότι λέει ο Μάικ ότι θα μου ανοίξει άαααλλους ορίζοντες, συμφωνώ, αλλά αμφιβάλλω αν θα έχω σώας τας φρένας μέχρι να ανοιχτούν οι ορίζοντες) με ένα διάλειμμα για να φτιάξω μπιφτέκια (στη ΖΕΣΤΑΡΑ του μεσημεριού).

Μπιφτέκια μου τα 'καναν τα μπιφτέκια μέχρι να γίνουν. Δεν ξέρω τι σεβντά τραβάει ο φούρνος μας, αλλά είναι καύσεως βραδείας. Βράδιασε μέχρι να γίνουν τα μπιφτέκια. Κι όλα αυτά μέσα στη ζέστη. 'Η στη ζεστηζεστηζεστη, όπως θα έλεγε ο Joyce.

Είναι περίεργο αυτό, ξέρεις, να γράφω και να μην έχω ένα ορισμένο θέμα στο μυαλό μου. Συνήθως μού σκάει φλασιά στην αρχή-προς-μέση. Τώρα, φαντάζομαι θα 'μαι στη μέση αλλά ακόμα δε μου έχει σκάσει η φλασιά, οπότε συνεχίζω να φλυαρώ. Κάνει και ζέστη και διαβάζω Joyce, οπότε συγχωρούμαι.

Στη Θεσσαλονίκη ήταν υπέροχα. Η παράσταση ήταν φανταστική, τα παιδιά τα έσπασαν και γενικά περάσαμε πολύ πολύ όμορφα. Ήρθαν και οι πρεσβύτεροι από την πατρίδα να δουν την παράσταση (και με έκαναν περήφανη) και κατενθουσιάστηκαν με την πάρτη μας (και τους έκανα περήφανους). Γαμήσαμε, δηλαδή, Γουώτσον. Δεν το λέω αυτό για να ευλογήσω τα γένια μου, διότι αφενός είναι αλήθεια, αφετέρου δεν έχω γένια (ακόμα δηλαδή, η γιαγιά μου στας Σέρρας έχει όμως μια τρίχα στο πηγούνι που κάνει και μπουκλίτσα και ποτέ δεν ξέρεις πώς θα στα σκάσει η κληρονομικότης). Τώρα ψάχνουμε να κατεβάσουμε την παράσταση και στας Αθήνας, οπότε αν τα καταφέρουμε, να έρθετε.

Κι όσο υπέροχα ήτο εν Θεσσαλονίκη, άλλο τόσο βαρετά είναι εδώ. Δεν παλεύεται. Ξέρεις. Η ζεστηζεστηζεστη. Τα μπιφτέκια. Ο μπερδεμένος ύπνος. Ακόμα κι ο Οδυσσέας, ε ναι, δεν παλεύεται. Και το ότι έχουμε κλειστεί όλοι στα σπίτια με το αιρ-κοντίσιον. Και το ότι γκρινιάζουμε για τη ζεστηζεστηζεστη. Κάνει τόση ζέστη που είναι σχεδόν ψυχεδελικά, έχει αρχίσει να παίζει με το μυαλό μας. Είδα, για παράδειγμα, όνειρο ότι ήμουν στο πλοίο να πάω διακοπές, και με έπιασαν λέει χωρίς εισιτήριο και μου έβαλαν πρόστιμο 6.500 ευρώ. Πάνε οι διακοπές και θα δούλευα ένα χρόνο σαν το σκλαβί. Και η εισπράκτορας έμοιαζε με τη Ζωζώ Σαπουντζάκη και δε μου τη χάριζε να πάω τις διακοπές μου (θα πήγαινα Κέρκυρα, η οποία όμως ήταν στην ουσία εκεί που είναι η Ρόδος κανονικά, λέει να δω την ξαδέρφη μου, η οποία είχε εξαφανιστεί ένα φεγγάρι αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία κι άλλο όνειρο) και με πέταξαν έξω κι έμεινα μόνη μου να εξαϋλώνομαι από τη ζεστηζεστηζέστη σ' ένα λιμάνι της Κρήτης (τώρα, γιατί ήμουν Κρήτη, δεν το ξέρω).

Τέτοια όνειρα σε κάνει η ζέστη να βλέπεις. Παραλλαγμένες γεωγραφίες και αειθαλείς βασίλισσες της νύχτας, να σε τιμωρούν χωρίς συμπόνοια. Severine, Severine. Τζοϋσιακές επιρροές. Αργοκίνητο φαϊ. Γένια στο πηγούνι. Νοσταλγίες για μακρινά παρελθόντα που έγιναν μια βδομάδα πριν.

To hell - ζεσταίνομαι. Αλλά θα κάνω την υπέρβαση. Θα βγω στο μπαλκόνι με ένα ποτηράκι τσίπουρο, να ακούσω τη ζεστηζεστηζέστη και ένα τριζόνι που κάπου-κάπως-κάποτε χώθηκε σε κάποιο από τα μπαλκόνια και τερετίζει για ένα ταίρι που δε θα το ακούσει μέσα στη λεβιαθανική βαβούρα της μεγάλης πόλης.

Δεν πειράζει, θα του κάνω εγώ παρέα.

Θα το ονομάσω Ζωζώ.

8 Ιουν 2010

Διακοπή ρεύματος

Έκανα έρευνα για το βιβλίο μου, διάβαζα για τα ταρώ (ξέρω, ίσως είναι πασσέ, αλλα δε γαμιέται;) όταν έγινε διακοπή ρεύματος. Σκοτείνιασαν όλα μεμιάς, ίντερνετ γιοκ, τηλέφωνο γιοκ, γιατί είμαστε στην εποχή των ασυρμάτων πλέον, και μέσα στην τσαντίλα μου και την ανησυχία πώς θα έρθει ο παππούς σπίτι από τη νυχτερινή του τσάρκα (πώς θα ανέβει τις σκάλες, μεγάλος άνθρωπος;) έπιασα τα ρεσώ.
Ως πρώην παγάνι και νυν και αεί ρομαντική μέχρι αηδίας έχω πολλά ρεσώ, κι ας τα ανάβω πια μόνο όταν είναι να μοσχομυρίσω το σπίτι με κάποιο αιθέριο έλαιο, κι αυτό με φειδώ, καθότι η γειτόνισσα παθαίνει κρίση άσθματος με τα μυρωδικά (λες και αυτό την πείραξε σε ολόκληρη τη Λιοσίων, τα δικά μου τα μυρωδικά, αλλά δε γαμιέται). Οπότε ναι, τα ρεσώ κάθονταν με τις δεκάδες σε ένα καλαθάκι, περιμένοντας αδίκως να κάνουν κάπου-κάπως-κάποτε ατμόσφαιρα. Κρίμα που δεν είμαι πια τόσο της ατμόσφαιρας, από ένα σημείο και μετά γίνεσαι πιο πρακτικός θες δε θες.

Σήμερα τα άναψα, όμως. Τα άναψα και βγήκα στο μπαλκόνι – όλος ο δρόμος κάτω να φωτίζεται μόνο από τα φώτα των αυτοκινήτων. Άνθρωποι να περιφέρονται μισοχαμένοι, μισογοητευμένοι στο και από το απρόσμενο σκοτάδι, αναρωτώμενοι πού πήγε το τόσο δεδομένο φως. Να προχωράνε με βήματα δειλά στην αρχή και μετά πιο θαραλλέα, σχεδόν με την αποφασιστικότητα ενός τρελού, που ξέρει ότι κάνει τρέλα, αλλά δεν τον νοιάζει. Κι εγώ, στο μπαλκόνι, να μην έχω τι να κάνω, απλά να παρατηρώ, κάτω στο δρόμο το μισοχαμό και το μισογήτεμα και πάνω στο μπαλκόνι τις σκιές του κεριού να αχνοπαίζουν στα φύλλα της πασσιφλόρας. Φυσούσε κιόλας. Χόρευαν.

Και εκεί πάνω στο χορό του ενός και μοναδικού μικρού, ποταπού κεριού, θυμήθηκα. Το μικρό, ποταπό κερί μού θύμισε άσπλαχνα μια άλλη βραδιά με κεριά τρεμάμενα από το αεράκι, κάπου τέτοια εποχή, χρόνια πριν, σε ένα σπίτι φοιτητικό, να μπαίνω κι εκείνος να με υποδέχεται μέσα στο μισοσκόταδο, που γεννιόταν από το δειλό φως πέντε κεριών. Να με απιθώνει απαλά πάνω στην πορτοκαλί φλοκάτη της οικοδέσποινας που τόσο ευγενικά μας παραχώρησε το σπίτι. Και να μιλάμε, απαλά και τρεμάμενα, για πράγματα που μόνο δυο τρελοί ερωτευμένοι, για πρώτη φορά ερωτευμένοι, μπορούν να μιλήσουν και τα οποία θα είναι ιεροσυλία να παραθέσω εδώ.
Ούτως ή άλλως, δε μιλήσαμε πολύ ώρα ως τρελοί, γιατί έπρεπε να κάνουμε το καθήκον μας στη ζωή ως ερωτευμένοι.

Και όπως πέρασαν τα χρόνια, επέλεξα να θυμάμαι μόνο τα φιλιά και όχι τα λόγια, λόγια που ξέχασα χωρίς σκέψη με το ψυχαναγκαστικό πάτημα ενός νοητικού διακόπτη μέσα στην πληγή της απώλειας. Κακώς. Έπρεπε να γίνει διακοπή ρεύματος για να θυμηθώ τι μου είπες εκείνο το βράδυ και να θυμηθώ τα δώρα που μου έδωσες.
Και θα τα κρατήσω, απαλλαγμένα από τα φιλιά. Δεν με νοιάζουν πια τα φιλιά, μεγαλώσαμε, πήραμε κι άλλα, θα πάρουμε κι άλλα.
Τα δώρα, όμως, που μου έδωσες εκείνο το βράδυ, αυτά τα έδωσες μόνο εσύ, όπως κάθε Τούθμωσις δίνει το δικό του δώρο – και δεν τα ξεχνώ πια.

Φυλαχτά. Φυλαχτά από παντού. Κάθε άνθρωπος δίνει κι από κάτι, που μέσα στη λύπη και τον εγωισμό το ξεχνάμε, κρατώντας μόνο την πίκρα του τέλους ή την εκτρωματική παρθενογένεση μιας χειμερικής προσδοκίας.

Να σου πω κάτι, όμως. Τα δώρα, δεν έχουν τέλος. Τα δώρα δίνονται πέρα από κάθε προσδοκία. Και θα τα κρατήσω, όλα, ακόμα κι όταν σβήσει και το τελευταίο κερί, ακόμα κι όταν έρθει το φως ξανά – είναι τεχνητό, ξέρεις.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...