- Η ΚΑΘΟΔΟΣ
- Η ΑΝΟΔΟΣ
Γύρω στα 4.000 χρόνια πριν, σε μια άλλη πραγματικότητα, λίγο πιο παραμυθένια και πολύ πιο αρχετυπική, η θεά Δήμητρα και η κόρη της, Περσεφόνη, κάθονται για μαμά-και-κόρη ουζάκι σε ένα τσιπουράδικο στο Μεταξουργείο. Κάθονται και τα λένε, ψιλομαλώνουν, όπως κάνει κάθε κόρη και κάθε μαμά, πειράζονται, βρίζουν τους άντρες, χασκογελάνε συνομωτικά, τελειώνουν τα ουζάκια και τα μεζεκλίκια, σκάει γλυκό του κουταλιού να γλυκάνει τη λυπητερή, και κάπου εκεί η Δήμητρα πετάγεται έντρομη και τσιρίζει: ΟΟΟΟΟΟΟΧΙ!
Το γλυκό ήταν ρόδι και η Δήμητρα τσίριξε, γιατί κάθε φορά που η Περσεφόνη έτρωγε ρόδι, θυμόταν ότι κάπου, κάπως, κάποτε είχε κι ένα σύζυγο στον Κάτω Κόσμο, τον Πλούτωνα, τον μαυροντυμένο και γκοθά και Βασιλιά του Άδη τελοσπάντων. Και όχι μόνο αυτό, αλλά η Περσεφόνη, δεν ξέρουμε ακόμα πώς, τύχαινε κι έτρωγε εκείνο το αναθεματισμένο το ρόδι κάπου κατά τώρα, Οκτώβρη με Νοέμβρη. Και τι δεν είχε κάνει η Δήμητρα για να σαμποτάρει τις ροδιές: είχε πληρώσει εμπρηστές, είχε κάνει εμπάργκο στα εμπορεύματα, μέχρι και τον Πλούτωνα είχε ικετεύσει να αφήσει ήσυχη την κόρη της ή τελοσπάντων να μετακομίσουν πάνω από τη Γη να την βλέπει συχνότερα κι αυτή η καψερή μάνα-κουράγιο, και θα φρόντιζε να του δώσουνε καλύτερο χαρτοφυλάκιο, έστω μια καλή θεσούλα στο Δημόσιο, βρε παιδί μου. Ο Πλούτωνας, όμως, ανένδοτος. Του άρεσε πολύ το Περσάκι, αφού ήταν πάντα νέα όμορφη και λίγο indie, άσε που δεν μπορούσε να κουνήσει ρούπι από τον Άδη γιατί ο ήλιος του προκαλούσε αλλεργική αντίδραση κι έβγαζε σπυράκια (πέρα από ραχίτιδα λόγω έλλειψης βιταμίνης D, είχε και φωτοφοβία). Έτσι ούτε την καλή του παρατούσε, ούτε πάνω ανέβαινε, μόνο καθόταν και περίμενε κι όταν έβλεπε ότι πολύ αργούσε η καλή του, λάδωνε ταβερνιάρηδες στο Μεταξουργείο να φτιάξουνε γλυκό ρόδι.
Έτσι έγινε και τώρα, και μόλις το χλαπακιάζει το Περσάκι (ήταν και γλυκατζού, πανάθεμά τη), να 'σου τα γουργουρητά στην κοιλίτσα, “αχ, μου λείπει ο καλός μου”, το κατάλαβε και ο Πλουτωνάκος, άρχισε τα kinky μηνύματα στο κινητό, αχ πότε θα σε δω, πόσο σε λαχταράω, θα δεις εσύ, κάνει να φύγει το Περσάκι. Αρχίζει και μανουριάζει η Δήμητρα, πού θα πας και θα με παρατήσεις πάλι, γριά γυναίκα, μια σύνταξη έχω κι εγώ η καημένη, ψάχνει η Πέρσα τις τσέπες της, βγάζει κάτι μικρά καφέ στρογγυλά πραγματάκια, να πάρε αυτά, λέει, σοκολατάκια να με γλυκάνεις;, ρωτάει η Δήμητρα, τόσο εύκολα νομίζεις ότι θα με τουμπάρεις;
“Κάτι πολύ καλύτερο”, είπε η Πέρσα.
Της είχε δώσει, τι άλλο; Βολβούς!
“Πάρε αυτά εδώ και βάλ' τα μόλις φύγω σε μια γλάστρα, τα μεγαλύτερα πιο κάτω και τα μικρά πιο πάνω, σκέπασέ τα με χωματάκι αφράτο και, όσο θα λείπω, φρόντιζε τα με νεράκι, στοργή και προδέρμ, όχι πολύ, μη σαπίσουν, και λίγο πριν έρθω θα δεις, θα έχουν μεγαλώσει και ανθίσει, κρόκοι, ίριδες, ζουμπούλια, ανεμώνες! Κι έτσι και εσύ θα έχεις κάτι να φροντίζεις όσο εγώ θα είμαι κάτω και όταν θα είναι να ανέβω θα σε προειδοποιήσουν αυτά, για να μου έχεις παστίτσιο σπιτικό έτοιμο, γιατί με τον Πλούτωνα το μόνο που τρώμε είναι πιτόγυρα ενώ βλέπουμε Doctor Who ή παίζουμε Vampire.”
Αυτά είπε η Περσεφόνη και τσουπ! έσκασε το teleport, και η Δήμητρα πήρε μια γλαστρούλα και τα έριξε μέσα, και σκέφτεται να προτείνει να το κάνετε κι εσείς για να έχει κι αυτή παρέα...
Παρασκευή βράδυ και αράζουμε παρεΐτσα στο πουκόσπιτο dream team καμμενοπαίδων. Σε κάποια φάση, ήταν κι η ώρα δύσκολη και το κρασί γλυκό, αρχίζουμε να δίνουμε ρεσιτάλ συνειρμών (πρέπει να είμαστε όλοι δεξιόλοβοι), όπου σύντομα η συζήτηση πήγε σε πράγματα που ακούγαμε άλλα αντ' άλλων όταν ήμασταν πιτσιρίκια.
Τέλεια αφορμή για αυτό το ποστ εκείνη η βραδιά και μη μου πείτε ότι δε θέλετε να πάτε μια βόλτα στον εγκέφαλο μιας Πούκας που πήγαινε νηπιαγωγείο, δημοτικό ακόμα και γυμνάσιο, γκοντάμμιτ.
Όταν ήμουνα μικρή, λοιπόν, ήμουν enfant terrible, μονίμως στον κόσμο μου (γκουχ γκουχ), και άκουγα/πίστευα/πετούσα ό,τι να 'ναι.
ΧΑΖΟΜΑΡΕΣ ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΥΑ:
Ότι όταν κοιμόμαστε ψοφάμε. Έτσι απλά. Βέβαια επειδή είμαστε warriors, η καρδιά νικούσε το θάνατο και ξαναξυπνούσαμε.
Στο νηπιαγωγείο, ένα bully παιδοβούβαλο που μου θύμιζε χελωνονιτζάκι gone bad, μου 'χε πει πως αν φάω με δυο κουτάλια τη σαλάτα, θα πεθάνει η μαμά μου. Όχι πως με ένοιαζε και πολύ, γιατί στα φαγητά βουτούσα κάπως έτσι, όπως και να 'χει,:
(πού τρόποι για ΔΥΟ κουτάλια)
Πάλι για θανατικό: μια αδερφή της γιαγιάς μου, που δεν την πολυχώνευα γιατί με έλεγε κατρουλού, παρόλο που εγώ είχα ήδη περάσει επιτυχώς από housebreaking εκπαίδευση, με είχε δει μια φορά να φοράω τις παντόφλες μου ανάποδα και μου είπε να μην το κάνω, γιατί θα σκοτωθούν οι γονείς μου. Σε αυτοκινητιστικό κιόλας! Είχα χεστεί πάνω μου κι έκλαιγα δυο ώρες.
ΧΑΖΟΜΑΡΕΣ ΠΟΥ ΕΚΑΝΑ:
Κάθε πρωί που ξυπνούσα, ρωτούσα τη μάνα μου αν δουλεύουμε ή δε δουλεύουμε και κατόπιν τι μέρα είναι. Το αίτιο ήταν αν δουλεύουμε και το αιτιατό η μέρα, αυτό το πίστευα από μικρή και το ακολουθώ και τώρα.
Διακόσιες φορές τη μέρα ρωτούσα τη μάνα μου τι σημαίνουν διάφορα πράγματα. Είχα από τότε σημειολογικές και γλωσσολογικές ανησυχίες και ήθελα να ξέρω γιατί το μήλο το λένε μήλο και όχι σαμπουάν. Το αποκορύφωμα ήταν όταν την ρώτησα: “Μαμά, τι θα πει “σημαίνει;”” (ναι, ήμουν τσάτσος, το παράφρασα) όπου εκείνη με κοίταξε ΜΕ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ και κατάλαβα ότι οι γλωσσολογικές μου ανησυχίες είχαν κάνει τον κύκλο τους και τα νεύρα της κρόσσια.
Έλεγα μια λέξη πολλές φορές γρήγορα μέχρι να χάσει το νόημα της και να γίνει απλά μια σειρά ήχων. Και γελούσα μόνη μου.
Πέμπτη δημοτικού είχα κάνει τη διαθήκη μου. Γκοθού από μικρή. 'Nuff said.
Μαργαριτάρι στη Γ' Γυμνασίου, παρακαλώ: Κάναμε Κείμενα, για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, Μυριβήλη “το-τσουνί-του-ήταν-ντούρο-και-χνουδάτο” (για παπαρούνα έλεγε, διεστραμμένοι) αν θυμάμαι καλά, κι η καθηγήτρια ρώτησε πώς λέγεται η σταγόνα αίματος. Σηκώνω το χέρι περήφανη, το φυτό της τάξης γαρ, ΚΥΡ, ΚΥΡ, ΚΥΡΡΡΡΡΡΡΡΙΑ, πες Δανάη, και απαντάω: ΑΙΜΟΡΡΟΪΔΑ. Ναι. Αιμορροϊδα. Μη με κατηγορείς, μικρό ήμανε, δεν ήξερα τι είναι οι αιμορροϊδες, έκανα τη σύνδεση, αίμα-που-ρέει και το θεώρησα φυσικό επακόλουθο...
MISHEARD LYRICS, by the littol Pook:
Το κλασικό “ο εν τοις ουρανοίς”: ε, τι ρωτάς; Ο Έντης Ουρανής.
“που με βια μετράει τη γη” : Που μαβιά μετράει τη γη. Η συναισθητική πινελιά του δημοτικού.
“Ένα το Χελιδόνι”: ένατο χελιδόνι. Πήγαινα και στο Ένατο Δημοτικό κι ήμουν πολύ περήφανη που συγγενεύαμε με ένα χελιδόνι, ώστε ποτέ δεν αναρωτήθηκα για τα χελιδόνια των άλλων σχολείων.
“Το Ναυτάκι”. Ήταν ένα τραγούδι, και όταν η δασκάλα έλεγε να πούμε “Το Ναυτάκι”, νόμιζα ότι έπρεπε να πούμε “Τον Αυτάκη”.
Αυτά θυμάμαι προς το παρόν. Είναι λίγα, θα μου 'ρθουν κι άλλα όμως. Τελειώνουμε με ακόμα λίγα παιδικά misheard, with a little help of my friends:
Η κολλητή μου η Νι, άκουγε: “σβήνω στο ουίσκι τα δικά σου παξιμάδια” και φανταζόταν τον ερωτευμένο να ξεχνάει τον καημό του βουτώντας στο αλκόολ ντάκους κρητικούς.
Ο αδερφός του Κώστα της Φαίης (ουφ τα είπα όλα), νόμιζε ότι η ηθοποιός λεγόταν “Σαπφώνο Ταρά”. Όταν μας το είπε ο Κώστας προχτές, σαν καμμένοι αρπιτζάδες, ο επόμενος συνειρμός ήταν “Σαπφώ Νοtarrasque”. Γιατί μπορούμε.
Επίσης, οι νέοι του μπλογκ μπορείτε να διαβάσετε και εκθέσεις δημοτικού εδώ.
Όλοι ξέρουμε εκείνο το φοβερό, μαγικό ζωμό χρώματος καφέ, που πίνεις μια μερακλίδικη γουλιά και όλα ξαφνικά φαίνονται ρόδινα ενώ οι αχνοί του στην κούπα αναβλύζουν σαν ουράνιο τόξο, το οποίο υπόσχεται να σε πάει στη χώρα των Ξωτικών, ή τουλάχιστον στο γραφείο, όπου, όμως θα αντέξεις την γκρίνια και τη γκριζοπροσωπία των γύρω σου χωρίς να ξοδέψεις πολύ will power.. Αυτός ο μαγικός ζωμός λέγεται καφές και με αυτό το post εγκαινιάζεται η κατηγορία “Φάκελιοι” (με το -λι που στολιίζει τη φωνιή).
(Οδηγίες για να διαβάσεις καλύτερα το post: Φτιάξε ένα καφεδάκι και αντί να προσπαθείς να βρεις το ουράνιο τόξο, συγκεντρώσου σε αυτά που διαβάζεις.)
Ο καφές, κατά την παράδοση, ανακαλύφθηκε κάπου στην Αφρική, όπου ένας Αιθίωψ βοσκός, ο Καλντί, βαριόταν που ζούσε (καλντί στα αρχαία αιθιοπικά σημαίνει Βαρεμάρας. ). Όπως μαρτυρά και το όνομά του, ο Καλντί ήταν λίγο τεμπέλης στα καθήκοντά του. Μια μέρα, λέει η ιστορία, διάβασε το μπλογκ μου και πήρε το ποστ για τα βότανα λίγο πιο σοβαρά από όσο θα έπρεπε, γιατί έδωσε στα κατσίκια του βαλεριάνα για να μην τον πρήζουν με τα “μπε” και τα ροβολητά τους, και να μην τα σαλαγάει κάθε λίγο και λιγάκι.
Εντάξει, μπούρδες λέω. Κοιμήσια ή μη, τα κατσίκια του Καλντί μια μέρα γύρισαν σ' αυτόν μες στην τρελή χαρά, και τον ζάλισαν με το χοροπηδητό και το ροβολητό τους, ενώ τα “μπε” τους έβγαιναν με ταχύτητα πολυβόλου. Ήταν κάπως έτσι:
Είχε ανακαλύψει το καφεόδεντρο.
Ένας άλλος μύθος λέει ότι τον καφέ τον πήγε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ στο Μωάμεθ, για να έχει δύναμη και αντοχή, λέει η βικιπαίδεια, αλλά δε βρίσκω άλλα βιντεάκια με yodelling, οπότε προσπερνάμε.
Από εκεί πια, η ιστορία μας λέει ότι τον καφέ μέχρι το 900 τον χαίρονταν αποκλειστικά οι Αιθίοπες (ντροπή τους!), μέχρι που κάπου εκεί πέρασε και στην Αραβία. Οι Άραβες βρήκαν τη χαρά τους με τον καφέ, καθότι το Κοράνι απαγόρευε το αλκοόλ αλλά τον καφέ όχι, οπότε άρχισαν να συχνάζουν σε καφεποτεία όπου συζητούσαν και γλεντούσαν και στοιχημάτιζαν, με λίγα λόγια ότι κάνει κάθε μεθυσμένος, χωρίς να τραγουδάει Irish drinking songs.
Οι Ευρωπαίοι είδαν τους Άραβες να πηγαινοέρχονται σαν σίφουνες με τα ποδαράκια σαν ροδάκια κάτω από την κελεμπία και παραξενεύτηκαν. “Τι πίνουν και δε μας δίνουν; Ας τους το κλέψ...εχμ...αγοράσουμε.” Κι έτσι, γύρω στα 1600, ο καφές εισήχθη στην Ευρώπη, με πρόεδρο του φαν κλαμπ τον Πάπα Κλήμη, ο οποίος και παίζει να έγινε και ο πρώτος γιάπης της Ιστορίας.
Στην Αμερική ο καφές πήγε έναν αιώνα μετά από τους Γάλλους πλιατσικολόγους-κονκισταδόρες. Μάλιστα, επειδή δεν έδιναν στους Βραζιλιάνους, ένας απεσταλμένος του Βασιλιά, ο Φρανσίσκο Παλχέτα, πήρε κρυφά σπόρους καφέ από τη γυναίκα του Γάλλου Κυβερνήτη της Γουινέας, στην οποία έδειξε τι εστί latin lover. 'Ετσι, η Γαλλία έμαθε δύο πράγματα: πρώτον, όταν είσαι ψηλομύτης γίνεσαι και κερατάς, και δεύτερον, ο καφές συνδέει τους ανθρώπους.
Κάπως έτσι έφτασε ο καφές σε κάθε σπίτι και σε κάθε νοικοκυριό, και όποιου δεν του αρέσει, είναι ανώμαλος. Αλλά ας πάμε παρακάτω στις ποικιλίες του καφέ.
Υπάρχουν δύο ποικιλίες καφέ: Η αρχαιότερη είναι η Arabica, και από αυτή έπιναν τα κατσίκια του Καλντί κάποτε στην Αφρική. Τώρα, γιατί την λένε Arabica και όχι Africa, μάλλον είναι θέμα copyright και ο Καλντί ήταν open source, οπότε δεν τον πολυένοιαξε. Η Arabica έχει πολύ δυνατή γεύση, αλλά είναι κομμάτι αρρωστιάρα και ψόφια, καθότι περιέχει 1% καφεϊνη. Παρόλα αυτά, το 78% της παραγωγής είναι ετούτης της ποικιλίας και έχει πιο ραφινάτη γεύση.
Πέρα από την Arabica υπάρχει και η robusta, που, όπως μαρτυρά και το όνομά της είναιπιο νταμάρι σε ασθένειες. Επίσης περιέχει διπλή δόση καφεϊνης. Ωστόσο η γεύση της είναι πιο χοντροκομμένη από την arabica. Αποτελεί το 22% της παγκόσμιας παραγωγής και γνωρίζει μεγάλη δημοτικότητα λόγω του διαλυτού καφέ που πίνουμε.
Ο καφές είναι το νούμερο ένα τονωτικό ρόφημα για την ανθρωπότητα, αφότου εξαφανίστηκε η συνταγή του μαγικού ζωμού που έφτιαξε ο Πανοραμίξ, τουλάχιστον. Προκαλεί εγρήγορση, μειώνει την ανία και βελτιώνει κατά πολύ το yodelling. Επίσης, καταπολεμά τους πονοκεφάλους, καθώς κάνει τα αγγεία να ντρέπονται (αγγειοσυστολή) και να νιώθουν τύψεις, με αποτέλεσμα το αίμα να κυκλοφορήσει φυσιολογικά. Βέβαια, αν κάποιος το παραχέσει με τον καφέ, μπορεί να νιώσει άγχος, νευρικότητα και να έχει δυσκολία να κοιμηθεί. Φήμες λένε ότι σε πολύ extreme περιπτώσεις μεταμορφώνεται και σε κατσίκι, αλλά επειδή αυτό το μπλογκ είναι έγκυρο κι έγκριτο, κρατάμε τις επιφυλάξεις μας.
Ας αφήσουμε όμως, τα εγκυκλοπαιδικά και ας πάμε στους τύπους του καφέ που αγαπάμε:
Ο Μερακλίδικος: είναι αυτός που εμείς ονομάζουμε ελληνικό, αρκετές χώρες τούρκικο, στην Κύπρο τον λένε Κυπριακό και στην Αρμενία αρμένικο ή μεσανατολικό, κάνοντας το όνομά του μεσανατολικό ζήτημα. Φτιάχνεται από μερακλήδες (το μουστάκι προαιρετικό) και οι ονομασίες για την ποσότητα καφέ-ζάχαρης-καϊμακιού είναι σαν να έχουν βγει από ταινία που μιλάνε κουτσαβάκηδες έξω από τον τεκέ: «βαρύ γλυκός», ή «πολλά βαρύς» ή «βαρύ γλυκός και όχι». Πίνεται επί το πλείστον από γέρους, περίεργους και από όσους έχουν κόψει το κάπνισμα αλλά θεωρούν το τσάι φλωριά. Χρησιμοποείται, επίσης και ως μαντικό μέσο ή ως μέσο βασανιστηρίου μικρότερων αδερφών (“Κοίτα, Ορέστη, σοκολάτα!”)
Ο φρρρραπέ: περήφανο ελληνικό δημιούργημα, και μάλλον μόνο εμείς χαρήκαμε τόσο που το ανακαλύψαμε, γιατί έγινε γρήγορα ο εθνικός μας καφές (ίσως επειδή δεν ήμασταν τόσο σίγουροι για την πατρότητα του Μερακλίδικου), αφού οι υπόλοιπες χώρες είτε τον έχουν ΧΕΣΜΕΝΟ είτε κάνουν διάφορα awkward πειράματα με τη γεύση του (τον αναμιγνύουν με κόκα κόλα, ούζο κι άλλα τέτοια αηδιαστικά). Τον προτιμούν οι φοιτητές και έχει φτιαχτεί ολόκληρο βιβλίο με rituals για αυτό το είδος καφέ στη Σαλλλονίκη, το οποίο λέγεται “Frapponomicon”, το οποίο το έγραψε ένας τρελός Άραβας, λέει η παράδοση. Εγώ κόβω το κεφάλι μου ότι ήταν ο Καλντί.
Το εσπρεσσάκι: Το -άκι δεν είναι υποκοριστικό λόγω στοργής, είναι επειδή το εσπρεσσάκι είναι κούτσικο ακόμα και για χόμπιτ. Πίνεται σε δέκα λεπτά (και πολύ λέω) αλλά είναι δυναμίτης (για αυτό και δεν το προτιμούν και τα χόμπιτ). Είναι ο καφές-αρπαχτή που πίνουν έξω και παραξενεύονται που εμείς λιβανίζουμε έναν καφέ πεντακόσιες ώρες.
Ο καπουτσίνο: Το όνομά του το μοιράζεται με τάγμα καλογέρων, γιατί το χρώμα του έμοιαζε, λένε, με τα ράσα των καπουτσίνων. Επίσης, καπουτσίνος λέγεται κι ένα είδος πιθήκου, αλλά θέλω να πιστεύω πως ο καφές δεν έχει καμμία σχέση με αυτό. Ο καπουτσίνο πίνεται κυρίως από τρέντηδες που θέλουν να φαίνονται πιο ψαγμένοι, ή από όσους έχουν όρεξη για γλυκό αλλά δε θέλουν να φάνε σοκολάτα.
Ο νες: πίνεται από αυτούς που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Τα αίτια του να πίνεις νες είναι ακόμα ανεξιχνίαστα και χάνονται στα απύθμενα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Υπάρχουν και άνθρωποι που κάνουν και χειρότερα, να πίνουν το νες αχτύπητο. Ένας από αυτούς είμαι κι εγώ.
Ο γαλλικός: είναι ο πιο γαμάτος, εκλεπτυσμένος κι έχει πολλές γεύσεις. Φτιάχνεται με καφετιέρα και πολλά τζιριτζάντζουλα (φίλτρα του καφέ και κουταλάκια που έχουν και στις κρέμες για τα μωρά). Πίνεται, επί το πλείστον, από όσους έχουν καφετιέρα.
Δύο χρόνια είμαι Αθήνα και συγκατοικώ με τον παππού μου, αλλά ποτέ δεν του/σας/μου έκανα την τιμή να γράψω κάτι αποκλειστικά γι' αυτόν. Ορίστε, λοιπόν.
Ο παππούς μου είναι ετών 85, αλλά νομίζει ότι είναι 25. Πηγαίνει τις βόλτες του, πρωί-και-απόγευμα, του αρέσει πολύ το τυρί, Ηπειρώτης εξ Ανθοχωρίου Μετσόβου γαρ, έχει έναν κολλητό που τον λένε Πίπη κι ένα κινητό που του 'δωσε η μάνα μου με το ζόρι, με το το PIN γραμμένο από πίσω με ΤΕΡΑΣΤΙΑ γράμματα, για να τον βρίσκουμε. Όχι πως γίνεται και ποτέ αυτό. Τις μισές φορές το ξεχνάει σπίτι, κι αν το έχει μαζί του, δεν το ακούει. Α, ναι. Ο παππούς είναι σχεδόν κουφός.
Συγκατοικούμε με διαλείμματα από τότε που κατέβηκα Αθήνα, και από την πρώτη στιγμή που μοιραστήκαμε το σπίτι αρχίσαμε τα σχέδια αλληλοεξόντωσης. Τιβί στη διαπασών εκείνος, να έρχομαι σπίτι μόνο για ύπνο εγώ. Να μισοπλένει τα πιάτα εκείνος (πάντα με κρύο νερό, για να μένει λίγη λίγδα πάνω), να αργώ να φτιάξω φαγητό εγώ. Να με πρήζει κάθε μέρα τι θα φάμε εκείνος, να του πλένω τις κάλτσες χωρίς το ζευγάρι τους εγώ. Να ξαλμυρίζει το τυρί εκείνος, να μην το ξαλμυρίζω εγώ. Και τέτοια τελοσπάντων.
Έτσι πήγαινε και αλληλοσυφιλιαζόμασταν, μέχρι που πριν κανά εξάμηνο, εκεί που έπεσε η Βαβέλ και πηγαινοερχόμουν στο σπίτι μαύρη κι άραχλη σαν άδικη κατάρα, με ρώτησε “ποιος σε πείραξε, παιδάκι μου, να τον κυνηγήσω με την Μπερέτα από το αντάρτικο;” κι εγώ έκατσα και του μίλησα πρώτη φορά για πάνω από πέντε λεπτά και κάπως έτσι αγαπηθήκαμε σφόδρα.
Όχι, βέβαια, πως ξεχάσαμε τα σχέδια εξόντωσης, αυτά καλά κρατούν, αλλά πλέον γίνονται επειδή απλά δεν είμαστε τέλειοι, εκείνος είναι ένας γέρος άνθρωπος και εγώ μια εγγονή με τα μυαλά στα κάγκελα. Αλλά πλέον δεν τον πειράζει που το φαγητό θα αργήσει ένα μισάωρο παραπάνω, όπως κι εγώ θα (ξανα)πλύνω με μεγάλη μου χαρά τα πιάτα. Τώρα τελευταία, του φτιάχνω κάθε βράδυ και το χαμομηλάκι του, με μέλι θυμαρίσιο, για να κοιμάται καλά.
Επίσης, ο παππούς είναι ένα κράμα awesomeness των διάφορων ηρώων και villains που αγαπάει κάθε nerd που σέβεται τον εαυτό του. Επειδή κάπνιζε γύρω στα 70 χρόνια και οι πνεύμονες του είναι σαν ανθρακωρυχεία, αναπνέει Darth Vader style. Επίσης, έχει αφύσικα υψηλό stealth για την ηλικία του, εξού και πετάγεται σαν ninja από κάθε γωνιά και κάθε έπιπλο για να με ρωτήσει αν έχω πάρει τυρί και μου κόβει τα ήπατα. Όταν, δε, είναι πολύ κουρασμένος, σέρνει τις παντόφλες του με μικρά, στακάτο βηματάκια και κόβω το κεφάλι μου ότι έτσι περπατούσαν και τα αρκουδάκια της αγάπης. Και λόγω της φτωχής ακοής έχει αναπτύξει πλούσια φαντασία, με αποτέλεσμα πολλές ευτράπελες στιχομυθίες, τύπου: - Παππού, θες τίποτα από τη λαϊκή; -Δεν έχουμε τυρί;!;
Easter egg, για όσους έρχονται και αράζουμε σπίτι το βράδυ, είναι το χασμουρητό του, όμως. Ο παππούς χασμουριέται χνουδωτά και σε υψηλή συχνότητα, σαν μωρό πάντα που φτερνίζεται. Είναι αξιαγάπητο και όλοι όσοι είναι σπίτι με ρωτάνε έκπληκτοι: “τι ήταν αυτό;”
Με τέτοιο συνδυασμό, ο παππούς μου είναι ανυπέρβλητος. Απίστευτος. Απροσμέτρητος. Κι είμαι ακόμη στο “α”. To awesomeness απλά κυλάει γάργαρα στις φλέβες του. Τον φαντάζομαι στις πιο έπικ στιγμές του, να βάζει κάτω τον Τσακ Νόρρις, να κάνει κεφαλοκλείδωμα στον Κινγκ Κονγκ και να αράζει στη Τζαμάικα με τον Bob Marley. Να χορεύει αισθησιακό τάνγκο με τη Rita Repulsa από τους Power Rangers και να κάνει τον Κθούλου μεζεδάκι για το ουζάκι του. Να εγκαθιστά μόνος του την πατριαρχία (φτου, κακά) στην Menzoberranzan. Και άλλα τέτοια.
Και πάντα, μα πάντα, μα πάντα, με τυρί.