Mια φορά κι ένα καιρό ζούσε σε μια χώρα μαγική μια μπιρίμπα. Αυτή η μπιρίμπα ήταν πολύ όμορφη, καθώς η φύση την είχε προικίσει με όλα τα καλά του Θεού, δηλαδή με εφτά όμορφα φύλλα τακτοποιημένα στη σειρά, όλα σπαθάκια, δίχως δυάρια ή τζόκερ. Ήταν, δηλαδή, φυσική. Η μπιρίμπα, μάλιστα, αυτή, ήταν αγόρι και την έλεγαν Μπιρίμπο.
Ο Μπιρίμπος ήταν στα καράβια και έκανε πολλά ταξίδια. Σε ένα από αυτά, πήγε στη Χώρα των Θαυμάτων κι εκεί γνώρισε κι αγάπησε μια άλλη μπιρίμπα, κι αυτή φυσική διακοσάρα.
Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία και οι δυο μπιρίμπες έκαναν μοναχικούς περιπάτους, με το καθένα από τα εφτά φύλλα τους να κρατάει σφιχτά το άλλο.
Ένα βράδυ, όμως, εκεί που μιλούσαν χαρούμενα στο χορτάρι, η μπιρίμπα της Χώρας Των Θαυμάτων έβαλε ξαφνικά τα κλάματα.
“Γιατί κλαις αγάπη μου;” την ρώτησε ο μπιρίμπος.
“Δε βλέπεις; Είμαι μπιρίμπα στην κούπα! Είμαι η Πριγκίπισσα της Χώρας των Θαυμάτων, η μάνα μου είναι κι αυτή κούπα! Η τρομερή μπιρίμπα με την Ντάμα Κούπα! Και δε θα μας αφήσουνε να είμαστε άλλο μαζί!”
Στενοχωρήθηκε ο μπιρίμπος, μα τι να κάνει; Καθησύχασε την αγαπημένη του, αλλα όταν έμεινε μονάχος του άρχισε να σπάει το κεφάλι του να βρει λύση.
Δεν έβρισκε, όμως, και καταλυπημένος, πήρε τα εφτά φύλλα του και πήγε στο καπηλειό. Ποτήρι το ποτήρι, άρχισε να λέει τον πόνο του στο διπλανό του. Ήταν αλλήθωρος και χαζούλης και λειψός, μόνο μια τριάδα από φύλλα, ένα ζευγάρι κι ένα τζόκερ. Συμπαθήθηκαν, όμως, και τακιμιάσανε, γιατί ήτανε κι αυτός σπαθάκι. Κι ενώ ο μπιρίμπος μας ήταν μια φυσική διακοσάρα από σπαθάκια από άσο μέχρι οχτώ, ο φίλος του ήταν εφτά-τζόκερ-πέντε.
“Θα σου πω εγώ πώς να κερδίσεις την πριγκίπισσά σου”, είπε ο Τρελός Τριάδης. "Θα αφήσεις και μένα να ρθω μαζί σου, να βρούμε και τα υπόλοιπα σπαθάκια και να γίνουμε μια μεγαλύτερη μπιρίμπα. Κι έτσι θα γενείς αντρειωμένος και δυνατός και θα πάρουμε την καλή σου."
Και ο μπιρίμπος μας συμφώνησε κι ενώθηκαν.
Την άλλη μέρα, ο μπιρίμπος σηκώθηκε και πήγε στο παλάτι να ζητήσει το χέρι της πριγκίπισσας Διακοσάρας της Κούπας. Η μαμά της, όμως, η περήφανη Χιλιάρα Της Κούπας, αυτή που είχε μέσα την κακιά Ντάμα Κούπα, αρνήθηκε κατηγορηματικά.
“Να δώσω εγώ την κόρη μου σε έναν παρακατιανό; Ποτέ! Κι όχι μόνο αυτό, αλλά με τον Τρελό Τριάδη που πήγες κι έμπλεξες έγινες απλός, φτωχός κατοστάρης! Δεν είσαι αντάξιος της Διακοσάρας μου!”
Κι ο Μπιρίμπος έφυγε με το κεφάλι κάτω κι έκλαιγε την τύχη του στα καπηλειά.
Ο Τρελός Τριάδης, όμως, δεν μπορούσε να ησυχάσει. Έτσι, μια μέρα που ο Μπιρίμπος ήπιε πολύ κι έπεσε τάβλα κάτω, σηκώθηκε αθόρυβα και πήγε και μάζεψε κρυφά τους άλλους τρεις Τζόκερ της τράπουλας και άρχισαν να ξετυλίγουν τα μυστικά τους σχέδια.
Την επόμενη μέρα ήταν Πρωταπριλιά. Ο Τζόκερ, ενωμένος πάλι με το φίλο του, του είπε: “Τι όμορφη μερα έχει σήμερα! Πάμε στην πλατεία; Να σε δει λίγο κι ο ήλιος, να σου περάσει και το χανγκόβερ.”
Πήγε να διαμαρτυρηθει ο Μπιρίμπος, δεν ηθελε να δει χαρτί (όπως εμείς δε θέλουμε να βλέπουμε άνθρωπο όταν είμαστε στενοχωρημένοι), αλλά ήταν τόσο αδύναμος από τη μεθύσι που δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο τραβολόγημα του φίλου του. Έτσι, με τούτα και με 'κείνα και με πολλές τσιριμόνιες, πήγαν στην πλατεία.
Κι εκεί είδαν όλα τα υπόλοιπα ανένταχτα χαρτιά της Τράπουλας. Σπαθάκια, καρουδάκια, μπαστουνάκια, κουπίτσες... Και τους άλλους τρεις Τρελούς.
“Ακούσατε, ακούσατε!” έβγαλε δυνατά φωνή ο Τρελός του Μπιρίμπου: “Είμαστε μια μπιρίμπα, απλή κατοστάρα αλλά τίμια κι έχουμε αισθήματα αγνά! Το λοιπόν, αγαπήσαμε την πριγκίπισσα Διακοσάρα της Κούπας, αλλά η μάνα της, η φοβερή τύραννος Χιλιάρα Της Κούπας, δε μας τηνε δίνει! Θα μας βοηθήσετε;”
Άλλο που δεν ήθελαν τα Ανένταχτα Τραπουλόχαρτα. Είχαν στενάξει τόσα χρόνια κάτω από το ζυγό της Βασίλισσας, που δεν τα άφηνε ούτε τριαδούλα να κάνουν. Έτσι ξεκίνησαν να κάνουν πορεία για να φτάσουν ως το παλάτι.
Και μόλις έφτασαν, ξεχώρισαν αρκετά φύλλα με σπαθάκια, πλησίασαν τον Μπιρίμπο. Πρώτο μίλησε το Δύο:
“Ιερός είναι ο σκοπός σου. Εγώ, το Δύο, έρχομαι μαζί σου.”
“Είσαι πολύ καλό, Δύο Σπαθί!” είπε ο Μπιρίμπος. Κι από τότε το Δύο Σπαθί το λένε “Το Δύο το Καλό”.
Κι ενώθηκαν όλα τα χαρτιά μαζί του και ο Τζόκερ τους αποχαιρέτησε (γιατί είχε κι άλλα χαρτιά να βοηθήσει) κι έβαλε το Έξι Σπαθί στη θέση του. Κι έτσι ο Μπιρίμπος μας, με τη δύναμη της αλληλεγγύης, έγινε ο Χιλιάρας των Σπαθιών και έτσι, τρανός και ξακουστός, μπούκαρε στο παλάτι, νίκησε την βασίλισσα και πήρε την πριγκίπισσα.
Οι δυο μπιρίμπες παντρεύτηκαν κι έκαναν πολλά μπιριμπάκια και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Κι από τότε, στο βασίλειο της Χωρας των Θαυμάτων, κάθε Πρωταπριλιά είναι εθνική εορτή και γίνεται η Παρέλαση των Τρελών.
Κι αυτό το έθιμο, μέσω ενός κοριτσιού που λέγεται Αλίκη, ήρθε κάποτε στη χώρα των ανθρώπων. Όμως η Αλίκη νόμιζε πως ήταν σε όνειρο και δεν είπε ποτέ της αυτή την ιστορία. Έτσι, οι άνθρωποι νομίζουν πως την Πρωταπριλιά πρέπει να λένε μόνο ψέματα, δίχως, όμως να ξέρουν πόσο σημαντικό είναι να κάνεις καμιά φορά ανοησίες, ούτε τι σημαίνει το να είσαι πραγματικά ένας Ανόητος.
Αφιερωμένο στην οικογένεια μου, που παίζουμε ευλαβικά μπιρίμπα κάθε βράδυ. Στην Άντα, για να σταματήσει να φοβάται τα ...μπιριμπάκια.
Και σε όλους τους Ανόητους του κόσμου, πολλοί από τους οποίους είναι φίλοι μου.