Μυστήριος τούτος ο Ιούνης με τις σκοτεινιές και τις βροχές του. Μέσα σε μια μέρα μπορεί να περάσουν κι οι τέσσερις εποχές του χρόνου.
"Η μπόρα μόλις σταμάτησε, είσαι να πάμε μια βόλτα; "
Δεν μπορώ, δε βλέπεις πώς είμαι;
"Πώς είσαι;"
Ακόμα βρέχει. (Και δεν μπορώ να σταματήσω τη βροχή).
Τελικά βγαίνουμε. Φοράει γυαλιά ηλίου για να κρύψει τα κόκκινα μάτια. Ο Στήβι Γουόντερ. Ο Στήβι στη Χώρα των Θαυμάτων.
Παμε.
Πηγαίνουμε. Το κρυσφήγετό μας είναι ένα πάρκο. Όχι και πολύ κρυσφήγετο, εδώ που τα λέμε, αλλά τουλάχιστον έχει παιδιά, σκυλιά και ξεχασμένες σταγόνες. Να ξεχαστούμε κι εμείς, κι ας είναι ακόμα σκοτεινά έξω. Μάλλον δε θα καταφέρουμε να δούμε ήλιο σήμερα.
Είναι δύσκολο να φύγει η σκοτεινιά· έρχεται και σε πλακώνει σαν βραχνάς κι άντε να τη διώξεις.
"Με την ησυχία σου."
Σε κάποια φάση ξεχνιέται. Κοιτά τα καρότσια που σουλατσάρουν νεαρές, χαμογελαστές μανάδες.
Τα παιδάκια είναι σαν τα σκυλιά. Θέλουν κι αυτά τη βόλτα τους, δεν μπορείς να τα κρατήσεις σπίτι.
Κρυώνω. Κουμπώνω κι άλλο τη ζακέτα μου.
Μόνο που στο σκυλί δε φοβάσαι μη βγει διαφορετικό από σένα. Και συνήθως δε βγαίνει.
Βάζουμε τα σκυλιά κάτω κι αρχίζουν οι ιστορίες: Ο Έκτορας, ο σκύλος της θείας μου, το πρώτο σκυλί που γνώρισα. Ήμουν τριών χρονών κι αυτός πηδούσε συνέχεια πάνω μου και μ' έριχνε κάτω. Φυσικά ήθελε να παίξει, αλλά εγώ δεν το ήξερα. Και προφανώς τρόμαζα. Από τότε άρχισα να φοβάμαι.
Μετά ο Ίντι. Ερχόταν κι αυτός και πηδούσε πάνω μου, αλλά τώρα ήμουν είκοσι τριών, οπότε δε με έριχνε κάτω. Άρχισα να μη φοβάμαι.
Και μετά η Μία. Την παίρνω από το λουρί αλλά αυτή με πάει βόλτα. Μου χαϊδεύεται και μου κρατάει μούτρα όταν δεν της δίνω σημασία. Μου θυμίζει πολύ τον εαυτό μου κι έτσι την αφήνω να μου δαγκώσει το χέρι. Προσέχει πολύ να μη με πονέσει. Έτσι, αρχίζω να την εμπιστεύομαι.
Πράγμα που δεν κάνει ο αδέσποτος σκυλάκος της γειτονιάς μου, εκείνος ο κοντόχοντρος και μακρύς σαν χωριάτικο λουκάνικο. Κάθε φορά που τον βλέπω και πάω να τον πλησιάσω, έρχεται πολύ επιφυλακτικά. Τον χαϊδεύω, και, εκεί που αρχίζω να πιστεύω ότι επιτέλους θα μου ανοιχτεί, κάνει ξαφνικά δυο βήματα πίσω, σαν να φοβάται μην του κάνω κακό. Μάλλον κάποιος τον έχει κακομεταχειριστεί. Αλλά και πάλι, ο καημένος, διψάει για χάδια· έστω κι αν αυτά συνοδεύονται από κλωτσιές.
Αλλά αυτά για τον αδέσποτο σκυλάκο δεν τα λέω φωναχτά. Τα γυαλιά ηλίου βγήκαν επιτέλους, δε θέλω να φέρω άλλη σκοτεινιά. Ούτε λέω πως τον Έκτορα, το πρώτο σκυλί, το πάτησε τελικά αμάξι.
Επιλεκτική αμνησία. Το κάνει ο ίδιος μας ο εγκέφαλος. Είναι από τους βασικότερους αμυντικούς μηχανισμούς που διώχνουν τη σκοτεινιά.
Φεύγουμε.
Κοίτα! Μια σταγόνα κρέμεται από το ροδόδεντρο!
Δυο χέρια κρατούν φωτογραφική.
Βγαζει-
βγάζουμε-
βγάζω
φωτογραφίες
στιγμές
σταγόνες σε ροδόδεντρα
σκυλάκια
καρότσια
όχι
αμάξιακλωτσιέςφόλες
Ενίσχυση αμυντικών συστημάτων. Του. Εγκεφάλου.
(Kι η σταγόνα από το ροδόδεντρο, βαριά και μόνη, αποφασίζει επιτέλους να πέσει στο γρασίδι.)
1 σχόλιο:
Η μπύρα μόλις σταμάτησε, είσαι να πάμε μια βόλτα;
Δημοσίευση σχολίου