Τότε που πήγαμε στην έκθεση ζωγραφικής στη Δημοτική Πινακοθήκη, κάτω Μεταξουργείο, στα μέρη μου, κι είχα πάρει αέρα ειδήμονος κι άρχισα να σου μιλάω, όχι για τις ζωγραφικές, αυτό ήταν δικό σου πεδίο, για το Μεταξουργείο και τα τότε που. Τότε που γουργούριζα τις ράθυμες λιακάδες στα καφενεδάκια και τα απογεύματα που έσκαγαν σαν μενεξεδένια κύματα στο πιατάκι από το γλυκό του κουταλιού. Τότε που γύριζα τα κτίρια που υπέμεναν στωικά το βάρβαρο χάδι του χρόνου, με τα μυστικά και τις ιστορίες τους χρόνια κλειδαμπαρωμένα μέσα, που ορμούσαν να γκρεμίσουν τις πόρτες μα πάντα τα κρατούσαν οι βαριές, σκουριασμένες κλειδαριές. Τότε που,με ένα τετράδιο στο χέρι παρατηρούσα τα παιδιά και τα σκυλιά που βολτάριζαν, τους καλλιτέχνες που κυνηγούσαν την έμπνευση, τους εργαζομένους που ιδροκοπούσαν πίσω από ένα ταμείο ή πάνω σε ένα δοκάρι ή κάτω από ένα κόκκινο φως, λαθραία, νόμιμα, παράνομα, όλα ίδια δεν έγιναν πια άλλωστε; Μα πιο πολύ από όλα, αυτά που ήθελα να σου διηγηθώ ήταν τα τότε που του δρόμου του γυρισμού.
Δεν πήρες μαζί μου το δρόμο του γυρισμού, το όμορφο κεφάλι σου είχε γεμίσει από Μιρό και Τζιακομέτι, ένας Μαγκρίτ είχε καθίσει στα μαλλιά σου και καναδυό Ντελβώ στα μάτια σου, κουράστηκες, μένεις και μακριά, πήγες να πάρεις το τρένο, και τα πιο σημαντικά τότε που που ήθελα να σου πω έμειναν παραπονεμένα μες στα χείλη μου.
Τα τότε που του γυρισμού, από την Ψαρών, λίγο μετά την προστυχιά της Αχιλλέως, εκεί που περνάς απέναντι και ο τόπος μυρίζει κάπως, μυρίζει παρακμή και πόνο και ξενιτιά, μυρίζει όμως και σπίτι, λιβάνια στον Άγιο Παύλο, τότε που κάναμε Ανάσταση με τη γιαγιά μου, στον Άγιο Παύλο με το μεγάλο ρολόι, μόνο αυτό εμπιστευόταν η γιαγιά, και μετά στα μαγαζάκια πάνω στην πλατεία, με τα καλαμαράκια, τις γαρίδες και τα τσίπουρα, ο μικρός έπεφτε πάνω στα καλαμαράκια κι ο παππούς στο τσίπουρο, εγώ τους πρόδιδα και έπαιρνα σουβλάκι, και ακριβώς παραδίπλα ο γιατρός, με τις στρατιές από playmobil πίσω από τις βιτρίνες και εκείνο το μισητό ξυλάκι που μου πάταγε το στόμα να δει τις αμυγδαλές μου, τρελαινόμουνα, είσαι περδίκι μου έλεγε, τι να μη φάω γιατρέ; τον ρωτούσα, έξι χρονώ σκατό, αστακό και μαύρο χαβιάρι μου έλεγε.
Και μετά η Ηπείρου, με τις μεγάλες γκρίζες πολυκατοικίες της, από τις οποίες πού και πού πέφτει μωβ κανένας τηλέγραφος και τα μαύρα πλακάκια της ΕΥΔΑΠ στα πεζοδρόμια, πόσα μπορείς να μετρήσεις; ρώταγε η γιαγιά για να ξεχαστώ από το ξυλάκι του γιατρού, ένα-χοπ! Δύο-χοπ! τρία κι έτσι συνέχιζα, μέχρι να τελειώσουν τα πλακάκια ή να αλλάξουμε πεζοδρόμιο ή να μεγαλώσω και να φύγει η γιαγιά και να 'τα όλα τα τότε που της ζωής μου δίνουν μια και γκρεμίζουν το στόμα μου, ξεχύνονται στο πεζοδρόμιο και κυλούν μανιασμένα σαν βροχόνερο, μουσκεύουν τα παπούτσια μου, βρέχονται οι κάλτσες λέξεις .
Ξαναγυρνάω. Κάθομαι στο παγκάκι έξω από την εκκλησία. Πίσω στον αυλόγυρο μια παρέα εφήβων γυρνά ένα τσιγάρο. Κάνω πως δεν τους βλέπω μα με παίρνει η μυρωδιά και βρίσκομαι ξαφνικά να παίρνω τζούρες από την παιδική μου ηλικία, πατίνια, New Kids On the Block, Χ-Files το βράδυ στο Star. Τη γιαγιά.
Τότε που το Σάββατο δεν είχε στάλα νοσταλγίας.
Τότε που πήγαμε στη Δημοτική Πινακοθήκη ήταν Σάββατο. Μόλις χτες. Κι ορκίζομαι, αγάπη μου, πως την επόμενη φορά που θα 'ρθεις από δω, όλα τα τότε που θα στα δώσω με ένα φιλί στο στόμα.
3 σχόλια:
Τι όμορφο που είναι αυτό. Να χαίρεσαι πάντως που έχεις κάποιον να μοιράζεσαι τα τότε που. Πολλοί από μας μόνο τότε που έχουνε.
Αχ, η γειτονίτσα μου..
Έκθεση ζψγραφικής στο Κεραμεικό; Μήπως είναι από κείνα τα Ρημάπ τα τέτοια;
Χάθηκες γαμώ το φέλεκά σου/.
Δημοσίευση σχολίου