Περπατάνε. Βράδυ. Το φεγγάρι ασημίζει δειλά τα φυλλώματα των δέντρων. Δειλά, σαν να ντρέπεται. Αρρωστιάρικα, σαν ένα αιθερικό βαμπίρ να του ρούφηξε τ' ασήμι.
Τα βαμπίρ είναι αυτοί, γιατί ασημίζουν κάτω από τη φυλλωσιά. Περπατάνε. Μόλις είχαν κάνει έρωτα. Εκεί. Κάτω από το αρρωστιάρικα ασημένιο δέντρο, πάνω στα άρρωστα ασημένια φύλλα.
Γύρω τους η μικρή πόλη πεθαίνει. Το ξέρουνε, γιατί τη σκότωσαν λίγο κι αυτοί.
Μόλις έκαναν έρωτα, έναν έρωτα που δεν έμοιαζε με έρωτα. Τα σώματα τους ήταν εκεί, παρόντα, το μυαλό τους όχι. Το μυαλό τους ταξίδευε μακριά, σε μιαν άλλη εποχή, σε δυο μορφές που τους έμοιαζαν λίγο. Σε δυο μορφές που ήταν αυτοί. Κάποτε. Παλιά. Όταν αγαπιόντουσαν ακόμα.
Κι όμως, ένιωθαν ότι πλανιόταν στον αέρα κάποιο ίχνος της αγάπης τους. Ακόμα.
Θυμόντουσαν κι έκαναν έρωτα.
“Είσαι ό,τι πιο κοντινό έχω.
Είσαι ό,τι...
Είσαι.
Ήσουν.”
Έκαναν έρωτα και θυμόντουσαν.
Κι αυτή η θύμηση τούς αρρώστησε.
Εκεί, σε δυο στιγμές. Κάτω από τα ασημένια φύλλα.
Ρούφηξαν τ' ασήμι για να μην πνιγούν κι αρρώστησε το φεγγάρι, αρρώστησαν τα δέντρα, αρρώστησε η πόλη.
Κι άλλο.
Περπατάνε. Κουρασμένοι. Ασημένιοι. Σε κάθε βήμα, πιο ασημένιοι.
Κάποτε, όταν περπατούσαν, ασήμιζαν γύρω τους την πόλη.
Το ίχνος της αγάπης -
το ίχνος της αγάπης δεν ξέρουμε τι απέγινε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου