Λένε ότι οι Κυριακές είναι μέρες ράθυμες, για μας. Μέχρι και ο Θεός, κατά τας Γραφάς, την έβδομη μέρα παράτησε ό,τι έφτιαξε ως τότε, το θαύμασε για λίγο (“τι έκανα πάλι, ο πούστης!”) και πήγε στο καφενείο να παίξει πρέφα με τον Γαβριήλ, το Μιχαήλ και το Άγιο Πνεύμα.
Μάλλον εκεί ξεχάστηκε και έμειναν κάποια πράγματα μισοτελειωμένα (π.χ. τα φτερά των πιγκουίνων ή η ουρά του ανθρώπου) αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία και φυσικά δεν έχω ούτε τα θρησκειοκοσμολογικά προσόντα (ευτυχώς!) ούτε διάθεση να την διηγηθώ. Μένουμε στο γεγονός ότι οι Κυριακές είναι μέρες δικές μας.
Ξυπνάω λοιπόν κατά τις εννέα το πρωί – το πρωινό ξύπνημα μού έχει μείνει από τη δουλειά κι έχει πλάκα) – πίνω στα γρήγορα (το πιστέψατε, ε;) το καφεδάκι μου και ξεκινάω φασίνα. Τρεις ώρες μετά κι αφού μου είχε φύγει η μέση, φτιάχνω ένα μίνι θερμοκήπιο για τα καινούρια μωρά μου, μέντα και βασιλικό, οργανικά παρακαλώ.
Πάει κι αυτό. Έχω κι άλλη όρεξη. Θέλω να κάνω πράγματα σήμερα, πώς το λένε; Τουλάχιστον μέχρι τις 5, που θα πήγαινα για καφέ με το Μάικ, έτερο δυνάμει γραφιά (όταν τελειώσουμε τα βιβλία μας τότε θα λέμε ότι είμαστε δυνάμει συγγραφείς, όταν τελειώσουμε και το τρίτο βιβλιο, ναι, ίσως και να είμαστε συγγραφείς) στα Εξάρχεια.
Αποφασίζω να πλέξω κάτι. Έχω καιρό να πλέξω κάτι κι αυτό τον καιρό έχω γενέθλια. Όχι εγώ, δηλαδή, φίλοι μου έχουν γενέθλια και ως εκ τούτου πρέπει να βρω δώρο. Αλλά γιατί να βρω δώρο όταν μπορώ να φτιάξω κάτι καλύτερο, με μεράκι και αγάπη;
Απλώνω τα κουβάρια μαλλί στο κρεβάτι και αποφασίζω χρωματικούς συνδυασμούς. Βγαίνουν στο μυαλό μου κάτι σχέδια τρελά. Παίρνω φόρα και...
...συνειδητοποιώ ότι δεν έχω βελονάκια. Δεν είναι στα κουβάρια. Άφαντα.
Ε δεν πειράζει, θα είναι στο σεντουκάκι, λέω χαμογελώντας.
Αμ δε.
Να μην τα πολυλογώ, ξέρετε τι γίνεται όταν χρειάζεσαι κάτι απεγνωσμένα και δεν είναι εκεί που θα έπρεπε να είναι. Κάνεις όλο το σπίτι λίμπα και δεν το βλέπεις πουθενά, και ξέρεις ότι θα το βρεις σε ανυποψίαστο χωρόχρονο, όταν πια δε θα το έχεις ανάγκη. Σαν να άνοιξε η γη και να το κατάπιε, σαν να έκαναν τα ξωτικά έφοδο στο σπίτι όταν κοιμόσουν και στο απήγαγαν.
Η μαλακία είναι ότι δεν υπάρχει ούτε σημείωμα που να λέει: “Τάδε η ώρα στο τάδε μέρος, με 20 μπισκότα βουτύρου, γνήσια, σημαδεμένα και αφάγωτα”. Φυσικά, θα πείτε, δεν υπάρχουν ξωτικά, πόσο μάλλον για να κλέψουν τα δικά σου τα βελονάκια.
Δε θα πάω κόντρα στην άποψή σας αυτή, δημοκρατία έχουμε. Δε με ενδιαφέρει κιόλας. Αυτό που με καίει είναι πού στο Νυαρλαθοτέπ είναι τα βελόνια μου.
Σταματάω να ψάχνω κατά τις 3, όταν έχω πλέον αποφασίσει ότι πιο εύκολη είναι η αναζήτηση της Άγνωστης Καντάθ από των βελονιών μου. Στο μεταξύ έχει σκάσει και μήνυμα από το Μάικ ότι είναι πολύ κουρασμένος από τη δουλειά οπότε να τα πούμε αύριο.
Πανέμορφα. Έχω ακόμη μισή Κυριακή δική μου, αλλά όχι βελόνια, ούτε βόλτα. Όπως φαίνεται, το “β” δεν είναι το γράμμα μου σήμερα. Ελπίζω να μην τύχω στο διάβα του Βι του Βεντέττα. Θα με κάνει Βιενέττα. Εκείνο το παγωτό της ΕΒΓΑ που τρώγαμε την εποχή των δεινοσαύρων κι έκανε ΚΡΑΤΣ ΚΡΑΤΣ στο στόμα.
Κάπου δω σταματάνε οι συνειρμοί, γιατί θα το κάψω. Πάω να σκεφτώ τι θα κάνω την υπόλοιπη μέρα μου. Εσείς, καμαρώστε τα χαϊρια μου:
(Tο DIY θερμοκήπιο. Αριστερά η μέντα, δεξιά ο βασιλικός)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου