27 Σεπ 2009

Κράξιμο σέσσιον #1: Tim Burton

Ξύπνησα πρωί πρωί πάλι (τι κακή συνήθεια να ξυπνάω το σαββατοκύριακο πιο νωρίς από τις καθημερινές), επειδή 1. κρύωσα όσο κοιμόμουν και 2. είδα ένα περίεργο ακαθόριστο όνειρο με επιρροές από το πρώτο μισό του “Δαμάζοντας τα κύματα” (στο δεύτερο μισό είχα αποκοιμηθεί γιατί ναι, ΔΕΝ ΤΗΝ ΠΑΛΕΥΩ ΜΕ ΤΟΝ ΦΟΝ ΤΡΙΕΡ).

Δε θυμάμαι τι είδα στο όνειρο και δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι ξύπνησα μισοστραβωμένη σαν τον Γιαν μετά το ατύχημα και μισόχαζη σαν την Μπες μετά τη γέννησή της. Η καλύτερη επικοινωνιακή περίσταση (καταπώς έλεγε η καθηγήτριά μου στην έκθεση) για να γράψω ένα κράξιμο σέσσιον.


Α. ΧΩΣΙΜΟ (για να βγάλουμε γούστα)

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα παιδάκι που ντυνόταν στα μαύρα, εμιμείτο την κόμμωση του Robert Smith και είχε πολλές dark ανησυχίες. Ό,τι έκαναν, δηλαδή, όσα παιδάκια δεν άκουγαν φλωροπόπ ή ποζερομέταλ τη χρυσή δεκαετία του '80. Αυτό το παιδάκι διοχέτευσε τις ανησυχίες του σε μερικές όμορφες ταινίες, όπως ο Μπάτμαν, ο Μπάτμαν 2, ο Σκαθαροζούμης, ο Ψαλιδοχέρης και το Nightmare Before Christmas. Μετά, το dark παιδάκι πήρε πολλά λεφτά και αποφάσισε να γίνει οικολόγος – κοινώς, το έριξε στην ανακύκλωση.

Δεν εξηγείται, αλλιώς, γαμώτη μου, το ότι κάθε ταινία του από τότε είναι σχεδόν ίδια με τις προηγούμενες σε μήνυμα κι αισθητική, με τους ίδιους πάντα ηθοποιούς (βαρέθηκα να βλέπω τη μούρη του Τζόνι Ντεπ, βαρέθηκα τον Τζόνι Ντεπ, βαρέθηκα την κάθε γκοθούλα να έρχεται σε πολλαπλό οργασμό στο άκουσμα του ονόματος του Τζόνι Ντεπ, πού ήσουνα μωρή όταν έπαιζε στο “Ομάδα Δράσης 21”, με το τσουλούφι του ροκαμπιλά; Α, ναι,τραγουδούσες τα Στρουμφάκια στο νηπιαγωγείο. Πολύ dark ασχολία.)

Και φυσικά, βαρέθηκα να βλέπω κάθε αστοιχείωτο να κολλάει την ετικέτα “τιμ μπαρτον επιρροή” σε οποιοδήποτε λιγο-πιο-σκοτεινό artwork που βλέπει. Και όσοι artists το έχουν σιχαθεί έχουν την αμέριστη συμπαράστασή μου.

Παιδιά, κακά τα ψέματα. Ο Τιμ Μπάρτον στέρεψε από τον Ψαλιδοχέρη και μετά. Από εκεί και πέρα μηρυκάζει σαν την αγελάδα που γελά στο La Vache Qui Rit. Γελάει μαζί μας γιατί τον έχουμε ανάγει σε Θεό του Σκότους, δίπλα στον Μπαφομέτ και τη γιαγιά μου την Ελένη (The Dark Goddess of Annihilation, την λέγαμε Terminator όταν ήμασταν μικρά). Και φυσικά, εισπράττει χοντρά φράγκα, βομβαρδίζοντας το κεφαλάκι μας με ανούσιες ταινίες που το μόνο ξεχωριστό που έχουν είναι η wicked ατμόσφαιρα. Η ΙΔΙΑ WICKED ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ. ΣΕ ΚΑΘΕ ΤΑΙΝΙΑ. Πάω στοίχημα ότι ούτε ζευγάρι ριγέ καλτσών δεν έχει αλλάξει η Έλενα Μπόναμ Κάρτερ από ταινία σε ταινία.

Οπότε, σταματήστε να τον λατρεύετε. Κάντε μποϊκοτάζ στην trendy darkness και, για όνομα της γλυκιάς Έριδος, σταματήστε όλη αυτή τη μανία με τον Τζόνι Ντεπ. Τουλάχιστον μέχρι να μας δώσουν κάτι αληθινά ξεχωριστό. Γιατί οι ταινίες που γυρίζει δεν είναι twisted. Αν θέλετε κάτι πραγματικά twisted, δείτε τα εξής:




Β. 5 REALLY TWISTED MOVIES

1. Delicatessen: γαλλική μαύρη κωμωδία που θα σας κάνει να κανιβαλίσετε από τα γέλια.
2. The Company of Wolves: ο Neil Jordan κάνει ταινία για τους λυκανθρώπους και σε στέλνει στο διάολο. Αν μπορέσεις να ξεπεράσεις τα χάλια εφέ, δηλαδή.
3. Dark City: O Alex Proyas του "Κορακιού" φτιάχνει ένα πανέμορφο δυστοπικό φιλμ, με επιρροές από φιλμ νουάρ. Και παίζει και η θέα Τζένιφερ Κόνελλυ.
4. Τideland: Αυτή την ταινία του κυρίου Gilliam ή θα την μισήσεις ή θα την λατρέψεις. Γιατί είναι twisted. Πολύ twisted.
5. The Night Of The Hunter: Διασταύρωση νουάρ με παραμύθι, είναι ίσως από τις πρώτες ταινίες που χρησιμοποίησαν ονειρική ατμόσφαιρα. Ο πολλά βαρύς Robert Mitchum στο ρόλο ψυχοπαθούς δολοφόνου παπά. Α, και η πρώτη ταινία με ήρωες παιδια, που δεν ήταν για παιδιά.

21 Σεπ 2009

I (don't) wok the line

Με έχουν πιάσει οι προκοπές μου αυτές τις μέρες. Θες είναι ότι μπήκε για τα καλά το φθινόπωρο και λόγω καιρού δεν βολοδέρνω έξω όλη μέρα, θες ότι έχω άπλετο χρόνο, θες ότι ήρθε και ο πάππος και με έβαλε σε ένα σχετικό δουλοπρόγραμμα... Whatever. Σημασία έχει ότι αυτές τις μέρες την είδα καλή νοικοκυρά. Και καμαρώστε με γιατί είναι σπάνιο φαινόμενο.
Λάντζα προχτές, πλυντήρια χτες, σήμερα είπα να μαγειρέψω.

Ξεκίνησα να κάνω λεμονάτο, ώσπου σε κάποια φάση, στο κρίσιμο σημείο πριν να ρίξω το λεμόνι στο κατσαρολοτήγανο, λέω γιατί να μην κάνω κοτόπουλο με ρύζι αλλά τσίνα; Ψάχνω στον γούγλη, βρίσκω συνταγές, ρίχνω το μπασμάτι σε άλλο κατσαρόλι να βράσει, όλα ωραία όλα καλά, τα τηγανίζω όλα μαζί με κρεμμύδι και αυγό, μια χαρά.

Τηγανιζωτηγανιζωτηγανιζω και όλο αυτό το κωλόλαδο δε λέει να σωθεί. Απορώ πώς την παλεύουν οι κινέζοι και είναι τόσο λεπτοί ενώ τρώνε τέτοιες βόμβες χοληστερίνης. Σε κάποια φάση βγάζω το φαϊ (πιο πολύ επειδή βαριόμουν να τηγανίζω τόση ώρα κι επειδή αν περίμενα να τελειώσει το λάδι θα είχα ανατινάξει τρεις κουζίνες άνετα), βάζω το φαγητό στο τάπερ (χρυσός κανόνας:ο χρόνος πλυσίματος του μαγειρικού σκεύους είναι αντιστρόφως ανάλογος με τη διάρκεια πλύσης, κοινώς όσο πιο γρήγορα τα πλένεις, τόσο πιο εύκολα πλένονται) και τότε συνειδητοποιώ ΕΝΤΡΟΜΗ ότι το καημένο μου το τηγανάκι έχει πιάσει μια κόκκινη κρούστα κάπου μισό εκατοστό.

Βάζω σαπούνι και τρίβω. Δε βγαίνει.
Βάζω ξύδι και τρίβω. Δε βγαίνει.
Βάζω βιτριόλι και... Πλάκα κάνω.

Απορώ πώς οι κινέζοι την παλεύουν να μαγειρεύουν τέτοια φαγητά, που θέλει 200 ώρες τηγάνισμα και ακόμα περισσότερες πλύσιμο. Και το κάνουν κάθε μέρα. Και τους αρέσει. Και μας αρέσει κι εμάς. Και πάμε να τους αντιγράψουμε. Και μας γαμιέται η κουζίνα, η ψυχολογία και τα επίπεδα χοληστερίνης.

Παρεπιμπτόντως, γευστικά το ρύζι μου τα σπάει. Λίγο λάδι παραπάνω έπεσε αλλά απαλλαχτήκαμε εύκολα. Να δούμε πώς θα καθαρίσει τώρα.


Ηθικό δίδαγμα:
1. ΜΗΝ μαγειρεψετε κινεζικο αν δεν εχετε wok, το ειδικο δεν-κανω-κρουστα-που-να-χτυπιεσαι-κατω κινέζικο τηγάνι.
2. ΜΗΝ μαγειρεψετε κινεζικο αν ειστε αμπαλος γενικα.
3. ΜΗΝ μαγειρευετε γενικως αν ισχυει το (2). Μονο πονο και ολεθρο θα φερετε στον κοσμο.

15 Σεπ 2009

Fairyτιρέ


“A fairy (also fay, fey, faery, faerie; collectively, "fae", wee folk, good folk, people of peace, fair folk, and other euphemisms) is a type of mythological being or legendary creature, a form of spirit, often described as metaphysical, supernatural or preternatural.”
(W.I. Keep – Idia, κορυφαίος στοχαστής επί παντός επιστητού-και-μη των αρχών του 21ου αιώνα)

“Το ρετιρέ ήταν μια εύθυμη τηλεοπτική σειρά του Mega Channel που προβαλλόταν την περίοδο 1990-92. . Είναι από τις σειρές που έχει ξεπεράσει κάθε ρεκόρ επαναλήψεων μιας και προβάλλεται κάθε καλοκαίρι.”
(άσχετο, αστοιχείωτο και πεταμένο website που τολμάει να ορίσει αντικειμενικά το Ρετιρέ και απο κάτω έχει σε βίντεο ΟΛΑ τα επεισόδια, απειλώντας τη δημόσια υγεία και υποβοηθώντας το σχέδιο των Ιλλουμινάτων να μας καθαρίσουν όλους και να κατακτήσουν τον κόσμο.)

“Να γραψεις μια ιστορια με γερασμενες νεραϊδες που ολο μανουριαζουν και κοπανιουνται και να την ονομασεις με καποιο πιασαρικο λογοπαιγνιο με το "Ρετιρε" και τη νεραϊδοχωρα “
(Ηλίας)


Μια καινούρια μέρα ξεκινάει στη Νεραϊδοχώρα. Καινούρια; Όχι! Ένα μικρό χωριό ξωτικών αντιστέκεται ακόμα στην επίθεση του κατακτητή Χρόνου. Κι αυτό είναι το Φεηριτιρέ.
Ο δρόμος στη Νεραϊδοχώρα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, για να γλιστράνε καλύτερα τα σαλιγκάρια που σερνούν τις κολοκυθάμαξες, τα ταξί των ξωτικών. Να σαν αυτή εδώ, που κουνιέται πέρα δωθε. Κάτι γίνεται εκεί μέσα, και μάλλον δε θα έχει σχέση με την ασχολία του έρωτα. Όχι μόνο επειδή στο Φεηριτιρέ έχουν αποκυρήξει τη σαρκική διάσταση του έρωτα εδώ και καιρό, αλλά επειδή η πόρτα της κολοκυθάμαξας σκάει με δύναμη και έξω ορμάει η Κατερίνιελ, η περήφανη ξανθομαλλούσα banshee του Οικου του Γιασεμιου. Εργατική και κατά πολύ βάθος (τόσο βάθος που θα πνιγούμε) καλόκαρδη, η Κατερίνιελ ήταν το στολίδι του Ξωτικοχωριού στην πρώτη της νιότη. Τώρα, που είναι στην τέταρτη και βάλε, σκάει με δύναμη πόρτες κολοκυθάμαξας.

“Για να σου πω κυρρρρά μου!” φωνάζει στην άγνωστη επιβάτισσα, ορμάει μέσα, η κολοκυθάμαξα αστράφτει από σπίθες κεραυνόσκονης και κακών ξορκίων, και σε λίγο μια ταπεινή, σε μέγεθος πυγμαίου, νεραϊδούλα με τα ρούχα της κουρελιασμένα πετιέται έξω. Η Κατερίνιελ, αδιαφιλονίκητη νικήτρια του καυγά, ξανακλείνει την πόρτα και λέει στον σαστισμενο κολοκυθοταρίφα πού να την πάει.

Γυρνάει σπίτι της μετά από μια πολύ κουραστική μέρα στη δουλειά. Όπως και χτες, όπως προχτές, όπως αντίπροχθες. Η Κατερίνιελ δουλεύει, γιατί είναι Προστάτιδα Εστίας, καθότι, από τότε που πέταξε τον πρώτο και τελευταίο της Εραστή, τον Μίλταρον Παπάριαλ, από το παράθυρο του μανιταρόσπιτού της, αναγκάστηκε να βγει στη βιοπάλη για να θρέψει τη μάνα και την ανιψιά της.

Η Κατερίνιελ έχει υψηλό ποστο στο τελάλικο (γραφείο που οργανώνει τους τελάληδες της Νεραιδοχώρας) που εργάζεται, το “Νεραϊδόκοσμος Channel”, και όλοι οι εργαζόμενοι την σέβονται. Από τον νεκταρτζή Φοίβιαλ μέχρι την Ελένιελ, τη μοναδική νεράιδα με μουστάκι, κι από την φωνακλού Χαρούλιελ Πεπόνιελ μέχρι την Υψηλή Ξωτικίνα Κυρά Ζαχαροπούλιελ, η οποία λένε ότι είναι το δεξί χέρι της Βασίλισσας Τιτάνια.

Όχι βέβαια πως δεν υπάρχουν εντάσεις στη δουλειά. Όλο και κάποιο καυγά θα ξεκινήσει η Χαρούλιελ Πεπόνιελ γιατί ο Φοίβιαλ, άγαρμπος και με μάτια-κουμπότρυπες, την φλερτάρει τραβώντας της την ξανθιά κοτσίδα, ή η μυστακοφόρος Ελένιελ θα σιγοκλαίει γιατί ο Ιάσοναλ, ο άντρας που αγαπάει, ακούει συνέχεια τις συκοφαντίες της Μητρός του, Κυρίας Θάλειελ, η οποία καταφέρνει να στήσει πλεκτάνη με τον χαζούλη βοηθό του Ιάσοναλ, τον Άλκιαλ, για να μην αγοράσει δώρο στη γειτόνισσα αλλα απεναντίας να της χαρίσει κάτι που ήδη έχει πάρει ως δώρο και δεν χρησιμοποιεί.

Κάπου κάπου έρχεται στη δουλειά και ο Μίλταρον Παπάριαλ, ο πρώην εραστής της Κατερίνιελ, τη φλερτάρει, της ζητάει χρυσοσοκονονομίσματα, εκείνη δεν του δίνει, και τότε εκείνος πηγαίνει στα διαμερίσματα της Κυράς Ζαχαροπούλιελ, η οποία άλλοτε του δίνει, άλλοτε απειλεί ότι θα φωνάξει τους ξωτικόμπατσους.

Ναι, πολλά συμβαίνουν στη δουλειά, αλλά η Κατερίνιελ προτιμάει τον πόλεμο της εργασίας, παρά την αγάπη που δεν υπάρχει στην Εστία της. Η μητέρα της Κατερίνιελ, που το όνομα της δε βρίσκεται σε κανένα στίχο βάρδου, οπότε όλοι την ξέρουμε ως “Μαμάαααϊελ” ή “ΜΗΤΕΡΑ!ϊελ”, είναι μια ζαρωμένη, ξεθωριασμένη γυναίκα που ό,τι της λείπει σε μπόι το αναπληρώνει σε ζαβολιά. Σύμμαχό της έχει την Ειρήνιγουεν, η οποία ήρθε από το διπλανό ξωτικοχώρι και για αυτό μιλάει σε άλλη γλώσσα, αυτή των Νέων. Ανάμεσα στα δυο ξωτικοχώρια υπάρχει ένα απέραντο ΤΙΠΟΤΑ, που το λένε χάσμα γενεών, και για αυτό οι τρεις γυναίκες αδυνατούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα την απόπειρα εκ μέρους της Γιαγιάς “Μαμάαααϊελ” ή “ΜΗΤΕΡΑ!ϊελ” να πάθει καρδιακό επεισόδιο, πάντα ανεπιτυχώς, το κατέβασμα των μούτρων της Ειρινίγουεν και την κατάποση άπειρης βαλεριανόσκονης της Κατερίνιελ για να καλμάρει τα σμπαραλιασμένα νεύρα της.

Πού και πού η Κατερίνιελ αφήνει Εστία και Δουλειά, και κατεβαίνει το Δρόμο της Φραγκοσυκιάς για να ανταμώσει τον αγαπητικό της, τον Χρήσταλ. Ο Κύριος Χρήσταλ είναι ένας καλοκάγαθος καλλικαντζαράκος που συχνά παίρνει τη μορφή θαλάσσιου ελέφαντα, αρετή που η Κατερίνιελ θεωρεί άκρον άωτον καλοσύνης, μάλλον επειδή δεν έχει δει ντοκιμαντέρ στο Discovery Channel με αιματηρές μονομαχίες θαλασσίων ελεφάντων. Οι δυο αγαπημένοι ανεβαίνουν σε ένα αερόστατο και κάνουν βόλτες πάνω από το Φεηριτιρέ, ανταλλάσσοντας όρκους αιώνιας αγάπης ή μαλώνοντας για την μητέρα της Κατερίνιελ και/η την αδερφή του Χρήσταλ, την Αμάλιελ Ξυνίγουεν, η οποία είναι άσχημη σαν κάμπια σε εμμηνόπαυση και περνάει τον καιρό της τσιρίζοντας και πετώντας τσουκνίδες στους περαστικούς.

Προς το βράδυ, η Κατερίνιελ θα αποχαιρετήσει τον κύριο Χρήσταλ και θα γυρίσει σπίτι της, όπου θα μπλέξει ξανά σε έναν τιτάνιο καυγά με μητέρα και ανιψιά. Μέσα στην τιτανομαχία τους, δε θα προσέξουν ότι ο Χρόνος παγώνει και μένουν να κοιτούν το ίδιο σημείο στο Υπερπαραπέραν με γουρλωμένα μάτια και λυσσασμένα στόματα. Ούτε θα προσέξουν ότι η επόμενη στιγμή θα είναι πάντα η Χαρούλιελ Πεπόνιελ να σηκώνει το νεραϊδόφωνο γρυλίζοντας “ΝΕΡΑΙΔΟΚΟΣΜΟΣ ΛΕΓΕΤΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ”, με τον Φοίβιαλ να της κάνει τις πιθηκίσιες του χαρούλες. Όχι.

Οι μόνοι που το προσέχουν είναι δυο άνθρωποι, ο Δαλιανίδης και ο Στάλιν, οι μυστικοί αρχηγοί της μυστικής Οργάνωσης των Ιλλουμινάτων, οι οποίοι ένωσαν τις δυνάμεις τους και χρησιμοποιούν την ενέργεια που εκλύεται από το Πείραμα του Φεηριτιρέ για να κατακτήσουν τον κόσμο...

To τέλος της Αθωότητας

(Όλα ξεκίνησαν από εδώ.)

Τετάρτη πρωί, ξύπνησα νωρίς όλως τυχαίως, γιορτάζοντας το γεγονός ότι είναι η πρώτη μέρα μετά από ένα εξαντλητικό τριήμερο που ΔΕΝ ξύπνησα με χανγκόβερ. Επίσης, η πρώτη μέρα που δε βρήκα τίποτα περίεργο στην τσάντα μου (προχτές είχα βρει ένα μπουκάλι ρακή και χτες ένα κουτί μερέντα, όχι, δεν είναι κλεψιμέικα, περιμένω περίοδο, την έφοδο των Ρώσων, να μου χαλάσουν τα υδραυλικά, όπως διάολο το λέτε, οπότε ό,τι τύχαινε να λαχταρήσω μεθυσμένη, μπούκαρα στα χαζοκαβοψιλικαντζίδικα των εξαρχείων και το αγόραζα).

Αφού λοιπόν έτυχε να είναι νωρίς, να μην έχω κάτι να κάνω (ορθότερα, να μην θέλω να κάνω κάτι που έχω να κάνω, καθότι ό,τι μπορείς να κάνεις αύριο, απλά μην το κάνεις σήμερα), άρχισα να επιδίδομαι στην χαζή συνήθεια που έχουν όλοι οι συν-πλην-εικοσπεντάρηδες: να νοσταλγώ.

Παραδεξου το, φιλε αναγνώστη. Το έχεις κάνει κι εσύ. Έχεις περάσει άπειρες ώρες στο youtube να βλέπεις παλιές διαφημίσεις, να χαζολογάς με τους τίτλους έναρξης των Thundercats και των Χελωνονιτζακίων, και να ψάχνεις πώς λεγόταν εκείνο το παιχνίδι που έβλεπες στα σπίτια των φίλων σου (όχι επειδή στερήθηκες τα παιχνίδια, φυσικά, αλλά επειδή ΔΕΝ το είχες εσύ. Τα δικά σου τα ήξερες απέξω και ανακατωτά).

Γυρνάμε στο δικό μου τουρ νοσταλγίας. Μετά τους Φωτεινούληδες και τη Λιάνα Κανέλλη να διαφημίζει όσπρια, επεισόδια του Δις Εξαμαρτείν και την Μπαρμπι Δασκαλα Πορνοκατηχητικου, πέφτω στο εν λόγω βίδεο, το οποίο όλοι είχαμε λατρέψει, είχαμε τραγουδήσει (αρεμοφασάν, μπάι στα καμέλια όνιφό) και είχαμε προσπαθήσει να χορέψουμε.
ΤΗ ΛΑΜΠΑΝΤΑ.

Πήγαινα νηπιαγωγείο τότε, και όλοι είχαμε εκστασιαστεί. Τα κοριτσάκια, δηλαδή, γιατί τότε με τα αγοράκια δεν ασχολούμασταν, τα βλέπαμε σαν κάτι ουραγκοταγκάκια που τους έτρεχαν τα σάλια απο τις άναρθρες κραυγές που έβγαζαν όταν έπαιζαν ΤΖΗ ΑΪ ΤΖΟ και που πάντα κρατούσαν το πηρούνι με ΟΛΑ τα δάχτυλα ενωμένα. Όχι πως από τότε έχουν αλλάξει πολλά. Μόνο το ότι αυτοί έμαθαν να κρατούν σωστά το πηρούνι κι εμείς αρχίσαμε να ασχολούμαστε μαζί τους. Το αν αρχίσαμε να ασχολούμαστε μαζί τους επειδή έμαθαν να κρατούν σωστά το πηρούνι, η επιστήμη το ψάχνει ακόμα.

Τέλος πάντων. Όπως και να έχει, εμείς τα κοριτσάκια είχαμε χάσει το μυαλό μας με τη ΛΑΜΠΑΝΤΑ. Την χορεύαμε σε κάθε παιδικό πάρτυ. Σε κάθε μπαλνταφάν. Σε κάθε ευκαιρία. Όλες πρήζαμε τις μαμάδες μας να μας πάρουν τη “φούστα που κάνει σβούρα”, αγνοώντας το ξέκωλον του πράγματος, δηλαδή τα στρινγκ που φορούσαν οι Βραζιλιάνες του βίντεο στα δολοφονικά τους καπούλια. Ήμασταν τόσο αθώα ακόμα, τα καημένα. (Αν και πιστεύω ότι τα αγοράκια ήδη είχαν υποψιαστεί κάτι, το ένα τους κεφάλι είναι άπειρα εξυπνότερο από το άλλο, ειδικά όταν αιματώνεται. Από τότε πρέπει να έχουν εκείνη την εμμονή με τις μουλάτες.)

Μαζευόμασταν, λοιπόν, τα κορτσούδια, και μετρούσαμε την ποιότητα της φούστας και της σβούρας πολύ πριν τα πολυαγαπημένα μας αγοράκια αρχίσουν να μετρούν άλλα πράγματα. Και βλέπαμε και ξαναβλέπαμε το βίντεο, όλο αυτό το ανθρωπομάνι να χορεύει και να αγαπιέται, και το λαβ στόρι ανάμεσα στα δυο παιδάκια. Καθεμιά μας τους είχε εντάξει στον κόσμο της, ήταν φίλοι της, τους είχε δώσει και ονόματα.

Και τότε, κυρίες και κύριοι, φίλοι μου, κολλητές μου, συγγενείς μου, πρώην και μέλλοντες άντρες της ζωής μου, κι εσύ, ψυχολόγε μου, προσέξτε καλά: αυτό που θα σας πω εξηγεί πολλά για μένα.

ΤΟΤΕ ΕΠΗΛΘΕ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ ΜΟΥ.

Και από ποιον, παρακαλώ; Από την ίδια μου τη μάνα.

Η μάνα μου είναι και δεν είναι η κλασική Ελληνίδα μάνα. Είναι ψαγμένη, έχει τσαγανό, αλλά είναι και ευαισθητούλα. Είναι υπομονετική σαν βεδουίνος και όταν είναι στις καλές της, ο χειρότερος κάφρος. Δε θα σε κυνηγήσει να φας το αηδιαστικό μπαρμπούνι, αλλά θα σου πει ένα “αν δεν το φας, δε θα σηκωθείς από το τραπέζι, (πεντάχρονη) Δανάη” κι εσύ φυσικά ξέρεις ότι όσες μαλαγανιές να κάνεις και όσα κροκοδείλια δάκρυα και να ρίξεις, το μπαρμπούνι θα το φας, αλλιώς θα σε κατακεραυνώσει με το Βλέμμα του Μανιτού. Επίσης, είχε κι έχει ανοσία στις μαλαγανιές μου και τα κροκοδείλια μου δάκρυα. Όπως πρέπει να είναι μια μάνα, δηλαδή.

Έχουμε συνδέσει το τέλος της αθωότητας με παράδεισο, κόλαση, σεξ, άντρα, γυναίκα, σεξ, καλό, κακό, σεξ, Παλαιά Διαθήκη, Μαρκ Τουέιν, σεξ, Άγνοια, σεξ, Γνώση, σεξ, Απόγνωση (σεξ). Ξεχάστε τα. Ξεχάστε τα μήλα, τα φίδια και τα φύλλα συκής. Σας το λέω εκ πείρας. Στη δική μου περίπτωση, για το βιασμό της αθωότητάς μου ενεπλάκησαν μόνο ένα γαμημένο βίντεο, ένας πολιτικός και μια καφρίλα που πέταξε η μάνα μου ξεκαρδισμένη από τα γέλια.

Σας είχα πει, στο νηπιαγωγείο είχαμε βγάλει ονόματα στα παιδάκια του ΛΑΜΠΑΝΤΑ. Είχα βρει δυο πολύ ταιριαστά (έτσι νόμιζα, αθώα γαρ) και έκανα το λάθος να το εμπιστευτώ στη μάνα μου, μια φορά που την είχα υποβάλει στο μαρτύριο του να δει το βίντεο της ΛΑΜΠΑΝΤΑ μαζί μου για καμιά δεκαριά φορές συνεχόμενα:

“Το κοριτσάκι είναι όμορφο και ξανθό και το λένε Ζωή. Το αγοράκι είναι δυνατό και γελαστό και το λένε ΕΒΕΡΤ.”
Κάπου εκεί ξεσπάει η καταιγίδα των χαχανητών της μητέρας μου. Πάντα καμάρωνε για το έξυπνο κι ευφάνταστο παιδάκι της. Όλα έδειχναν ότι έχει καλλιτεχνική φλέβα, ίσως να γινόταν συγγραφέας μια μέρα.
Αλλάζει κανάλι. Έχει ειδήσεις. Τότε, '89 με '90, μαντέψτε ποιος είχε την τιμητική του μερίδα στην πίτα της επικαιρότητας.
“Αυτός είναι ο Έβερτ, μανάρι μου" λέει η μάνα μου ακόμα ξεκαρδισμένη. Κι εγώ, αντί για το γλυκό παιδάκι που τρέχει στην παραλία να βρει το κοριτσάκι του και να χορέψουν γελώντας ΛΑΜΠΑΝΤΑ, βλέπω έναν γουρουνόμορφο γέρο που με κοιτάει μέσα από την τηλεόραση και μου φωνάζει για οικονομίες και μέτρα και κυβερνήσεις.

Δε θυμάμαι τι έγινε από εκεί και πέρα. Αρχίζει και γυαλίζει το μάτι μου, σαν του Γκρέγκορι Πεκ όταν πάθαινε λαλά στο Spellbound του Χίτσκοκ.
Τα συμπεράσματα δικά σας, γιατρέ.

9 Σεπ 2009

We are the high street

(το soundtrack εδώ)



Πάρε τον εαυτό σου και ξάπλωσέ τον σε ένα αόρατο κρεβάτι του Προκρούστη, επέκτεινέ τον, κέρδισε μήκος και πλάτος, χάσε πάχος, φάε πίσσα κι άσφαλτο, γίνε δρόμος.

Μπορείς να γίνεις ένας μεγάλος δρόμος στο κέντρο της πόλης, ένα κομμάτι της Εθνικής Οδού χαμένο στην ερημιά, ευθύ κι απέραντο, ή ένα στενοσόκακο μιας φοιτητογειτονιάς. Ό,τι σ'αρέσει.

Νιώσε τους ανθρώπους να πηγαινοέρχονται πάνω σου, με ταχύτητα, άλλοτε απρόσεχτα, άλλοτε επιφυλακτικά και φοβισμένα, φλυαρώντας, γελώντας, δακρύζοντας, τραγουδώντας, ξερνώντας, τρέχοντας, φιλώντας, αμφισβητώντας, διεκδικώντας, κραυγάζοντας

μεθυσμενοι αγχωμενοι ανυποψιαστοι
καχυποπτοι ανησυχοι νευρικοι
θυμωμενοι ερωτευμενοι προδομενοι

Κάποιοι δε θα ξαναπεράσουν από πάνω σου.
Κάποιοι θα σε περπατήσουν μια-δυο φορές.
Κάποιοι θα πηγαινοέρχονται από συνήθεια.
Κάποιοι θα σε εντάξουν στην αγαπημένη τους διαδρομή.

Κάποιοι θα αφήσουν το αίμα τους πάνω σου.

Κάποιοι θα σε γεμίσουν σκουπίδια
και
κάποιοι άλλοι
θα φυτέψουνε στην άκρη σου ένα λουλούδι.


PhotobucketPhotobucket
Photobucket
(εικόνες από το δικό μου αγαπημένο δρόμο)

8 Σεπ 2009

Λοιπον

Αφου (υποτιθεται οτι) σας αρεσουν οι ιστοριες μου, κι αφου αυτο τον καιρο, ενω εχω μια στοιχειωδη εμπνευση, δεν μπορω να στρωσω κατω τη θεοπνευστη κωλαρα μου και να γραψω.

Κι εδω μπαινετε εσεις (στο παιχνιδι):

1. μου στελνετε 5 λεξεις
2. οι λεξεις αυτες να ειναι οσο το δυνατον αταιριαστες
3. οι λεξεις αυτες να ΜΗΝ περιλαμβανουν χρυσοσκονες, νοσταλγιες, φωσφορισματα και τετοια. Αυτα ειναι δικη μου ειδικοτης.
4. Αφου μου πειτε τις 5 λεξεις, αν βλεπετε οτι αργω, ΔΕ θα γκρινιαζετε “πού ειναι η ιστορια μου” κτλ. It turns me off.
5. Αν σας αρέσει η ιστορια, δωστε feedback. Οποιασδηποτε μορφης feedback.

Αυτα. Περιμενω. =)

7 Σεπ 2009

Ο Dylan και τα φωσφοροσκούληκα

Έφτιαξα, λοιπόν, το blog, και πιστεύω ότι βγήκε αξιοπρεπές, αν όχι όμορφο. Αν περιμένατε κάτι πιο νεραϊδίστικο, θα σας απογοητεύσω – αφενός τα μισά λινκ που είχα για τις νεράιδες είναι νεκρά (ζωή σε λόγου μας, κι ας μη μας κέρασαν κόλλυβα) και βαριέμαι να τα ξαναψάχνω. Αφετέρου, αν ψάξετε για νεράιδες θα τα βρείτε σκούρα: θα σας κάνουν το βίο αβίωτο και θα γουστάρουν κι από πάνω: θα σας χαλάνε το πλυντήριο και όταν βάζετε μπουγάδα θα σας ρίχνουν από τα χέρια τη λεκάνη με τα βρωμόνερα, θα σας κλέβουν τα ταίρια των ριγέ καλτσών, για να μοιάζετε (ακόμα πιο πολύ) με παρτσακλό, θα δίνουν εντολές στα περιστέρια να μη φύγουν από το μπαλκόνι σας αν δεν το κάνουν πρώτα σαν γλυπτό μοντέρνας τέχνης από πουλόσκατα... Ε, όχι, όσο περνάει από το χέρι μου οφείλω να σας προστατέψω. Ignorance is bliss καμιά φορά, ειδικά όταν πρόκειται για υπερκινητικά, σαρδόνια, κακομαθημένα πλασματάκια.

Οχι. Αυτή η βερσιόν είναι λιγότερο παραμυθένια. Ίσως επειδή μεγάλωσα. Ίσως επειδή κουράστηκα. Ίσως επειδή βαρέθηκα. Ίσως επειδή δεν είμαι εγώ, με έχουν απαγάγει οι νεράιδες και με κρατούν φυλακισμένη στη νεραϊδοχώρα, όπου με έχουν ως το guinea pig τους για σατανικά πειράματα ή ως σκεύος των άνομων ηδονών τους, ή και τα δυο, και οι λέξεις που διαβάζετε γράφονται από το χτικιάρικο, κακομούτσουνο και μοχθηρό changeling που πήρε τη θέση μου (λες και θα προκόψει).

Το μόνο παραμυθένιο που έμεινε είναι ο στίχος του Dylan Thomas, του πιο υπεργαμάτου ποιητή που έβγαλε ποτέ η Ουαλία: αλαφροϊσκίωτος από τη μια λόγω κελτικής καταγωγής, ζορισμένος από το αποστειρωμένο καθολικό του backround από την άλλη, αλκοολικός (το αναπόφευκτο αποτέλεσμα) και πέρα για πέρα τρυφερός, ο καλός μας Dylan, επηρέασε κατά μεγάλο βαθμό έργα μεταγενέστερων.

Out of confusion, as the way is,
And the wonder, that man knows,
Out of the chaos would come bliss.”

Πες μου. Πες μου πώς να μην ανατριχιάσω όταν διαβάζω τρεις – τρεις, γαμώτο – στίχους που απεικονίζουν τον Κόσμο σαν φωτογραφία πυροτεχνήματος.

Ή το άλλο, εδώ που θέλω να σταθώ, γιατί άλλα λέω κι άλλα σάς έταξα στον τίτλο του post:

And, broken ghosts with glow-worms in their heads,
The things of light
File through the flesh where no flesh decks the bones
(από το “Light breaks where no sun shines”)

Φαντάσματα με πυγολαμπίδες στα κεφάλια τους. Απλά οπτικοποίησέ το. Απλά.

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

Τώρα που ανατρίχιασατε και τώρα που ανατρίχιασα, ας αλλάξουμε ύφος γιατί παρασοβαρέψαμε, κι ας πάμε σε κάτι πιο nerdy.

Πριν είπα “πυγολαμπίδες στα κεφάλια τους”. Κι όμως, είναι λάθος. Όχι για τεχνικούς λόγους – για βιολογικούς.
Δεν το ήξερα αυτό, νόμιζα ότι glow-worm, όπως και firefly, είναι η πυγολαμπίδα. Αλλά δεν είναι έτσι.
Η φίλη μου η Ινκυνέμπουλα, φοβερή σκιτσογράφος και nerd της ζωολογίας, της εντομολογίας, και της φύσης γενικότερα, με πληροφόρησε ότι οι πυγολαμπίδες (fireflies) πετάνε, και μάλιστα μόνο το αρσενικό. Αντιθέτως, τα glow-worms, δεν πετάνε, αλλά έρπουν. Το δηλώνει και το δεύτερο συνθετικό του ονόματός τους, εξάλλου.

Με λίγη έρευνα ανακαλύπτω ότι η Ίνκυ έχει δίκιο (όπως πάντα, ειδικά όσον αφορά τα έντομα και τα anime): Το glow-worm είναι κοινό όνομα διάφορων ομάδων εντόμων, και μάλιστα της προνύμφης τους ή του θηλυκού κάποιων ειδών σκαθαριών, που έχει προνυμφιακή μορφή (τέτοια είναι μάλιστα και η περίπτωση της πυγολαμπίδας).

Και εκεί ξενερώνω, γιατί καταρρίπτεται μια πολύ ρομαντική εικόνα που είχα στο μυαλό μου από μικρή: τις πυγολαμπίδες να ζευγαρώνουν χορεύοντας στον αέρα.

Όχι. Οι πυγολαμπίδες το κάνουν στη γη. Το θηλυκό φωσφορίζει και περιμένει με ανοιχτά τα πόδια, το αρσενικό φωσφορίζει και στέλνει μια απάντηση, το θηλυκό ξαναφωσφορίζει και απαντάει στο αρσενικό, το αρσενικό κατεβαίνει φωσφορίζοντας και τσου-τσουπ γίνεται η δουλειά, κατάχαμα και χωρίς πολλά-πολλά. Αν φωσφορίζουν την ώρα που το κάνουν, δεν το γνωρίζω. Αλλά φαντάζομαι πως όχι, τσάμπα τόση ενέργεια;

Άλλο ζήτημα: πώς στο καλό μεταφράζεται η λέξη glow-worm στα ελληνικά; Σε μια μετάφραση του ποιήματος το είχαν αποδώσει ως “φωτοβόλα σκουλήκια”. Ταιριάζει πολύ με το ύφος γραφής του Thomas, δεν αντιλέγω. Αλλά πιο συνοπτικά; Φωσφοροσκούληκα, ας πούμε. (Και κάπου εδώ τρίζουν τα κόκαλα του Dylan).

Αυτά. Σας αποχαιρετώ με το ηθικό δίδαγμα – ignorance is bliss, και τούτο γιατί άλλη γοητεία έχει η εικόνα ενός φαντάσματος με πυγολαμπίδες να χορεύουν με περίσσια χάρη γύρω του, κι άλλη το ίδιο φάντασμα με το κεφάλι του παστωμένο από φωσφοροσκούληκα: μου θυμίζει τον Λίτο τον Ατρείδη Νουμεροδύο, που έγινε κολάζ από αμμοπέστροφες. Μπλιαχ.

Ορίστε και λίγος Dylan μελοποιημένος από έναν άλλο μεγάλο μου έρωτα, τον John Cale:

6 Σεπ 2009

Τα παραμύθια μου




Ο θησαυρός του Γιάκωβου

Moon (english)

The Calling (english)

Το Σπίτι

Το Πράγμα

Πρωταπριλιά

Αστέρια

Fairyτιρέ

Αn-tragedy (Μυρμηγκοτραγωδία) - Α΄Μέρος
Αn-tragedy (Μυρμηγκοτραγωδία) - Β΄Μέρος

...Και Τώρα Λίγη Μυθολογία

Περπατάνε.

Agharti

Η αγάπη είναι μια σκύλα από την κόλαση

Γαλάζια Σύννεφα

H Πολυπόθητη Στιγμή

Sol-a-luna

Λόγια του Δούκα του La-Bas

Blues Rain

H Δόνια Λουσίντα κι ο χαρτοπόλεμος

Nocturne

MagicalRealism

To τραγούδι των σκιών

Νεραϊδογράμμα

Η απάντηση της Μπλούμπελ

Οι Κυανοφάγες

Deathlog1

Κά'ουι

Αστροβροχή: Ένα (υποτίθεται) ρομαντικό παραμύθι

Το Χρυσόψαρο

Γερακάρης (A' Mέρος)
Γερακάρης (Β' Mέρος)

Νυχτοπέταγμα

Μαγώγ

Cunnilingus

A Fairytale About Slavery

An Indie Romance

Το τετραδιάκι

Ο Δολοφόνος με το Μανταρίνι

Take Me To The World On Time

La Siesta

Η Μέλισσα

1 Σεπ 2009

Antragedy: an ant tragedy

Ο Χιούμπερτ κοιμόταν του καλού καιρού όταν ένιωσε ένα σκούντημα στο κεφάλι του.
“Ξύπνα, υπναρά!”
Ήταν ο Χέρμπερτ, ο κολλητός του.
“Ωραία μέρα σήμερα”, συνέχισε ο Χέρμπερτ, με εκείνο το λαμπερό χαμόγελο που τόσο έδινε στα νεύρα του Χιούμπερτ, γιατί ήταν πάντα α-σάλευτο, α-λύγιστο, α-κούνητο, σαν το παιδικό παιχνίδι με τα αγαλματάκια. Ή σαν το χαμόγελο πλούσιας πενηντάρας που έχει κάνει μπότοξ. Ο Χιούμπερτ, βέβαια, δεν μπορούσε να κάνει αυτές τις παρομοιώσεις, γιατί δεν είχε παίξει ποτέ τα αγαλματάκια όταν ήταν μικρός και γιατί δεν είχε ιδέα τι είναι το μπότοξ. Κι αυτό γιατί ο Χιούμπερτ δεν ήταν άνθρωπος. Ούτε ο Χέρμπερτ. Αμφότεροι ήταν μυρμήγκια, και μάλιστα της οικογένειας Lasius Flavus.

“Τι ώρα είναι, ρε μαλάκα;” ρώτησε ο Χιούμπερτ, προσπαθώντας να αποκτήσει επαφή με το περιβάλλον.
“Κοντεύει μεσημέρι”, απάντησε ο Χέρμπερτ, με το χαμόγελό του στην ίδια α-σάλευτη, α-λύγιστη, α-κούνητη κατάσταση, αλλά με τα μάτια να ρίχνουν εμφανώς αγριεμένες ματιές, μάλλον εξαιτίας της αναφοράς της λέξης “μαλάκας”.
Η γλώσσα του Χιούμπερτ ήταν ίδια και απαράλλαχτη από τότε που είχαν μπει στην εφηβεία: σαν του νταλικέρη. Ο Χέρμπερτ, βέβαια, καθότι μυρμήγκι, δεν είχε ιδέα τι πάει να πει “νταλικέρης”, αυτό όμως δεν σήμαινε ότι ο τρόπος που του μιλούσε ο Χιούμπερτ δεν του έδινε στα νεύρα. Δεν είχε διανύσει τόσο δρόμο μέσα από άπειρες εργατοώρες κουβαλήματος, λαδώματος και κάθε λογής βρωμοδουλειάς μέχρι να καταφέρει, επιτέλους, να φτάσει στα διαμερίσματα της Βασίλισσας, για να τον λένε “μαλάκα”!
Ωστόσο ο Χέρμπερτ δεν έλεγε τίποτα από όλα αυτά στο Χιούμπερτ, γιατί δεν ήθελε να του τρίψει την επιτυχία του στη μούρη. Σε αντίθεση με αυτόν, ο Χιούμπερτ έμεινε στο στάδιο του εργάτη-κουβαλητή.

“Mου γάμησες το ρεπό, ρε φίλε, αλλά 'νταξει, σε συγχωρώ” του είπε ο Χιούμπερτ ψευτοθυμωμένα και σηκώθηκε από το στρώμα. “Πάμε να φάμε; Πεινάω σαν πούστης.”
“Βεβαίως, καλέ μου φίλε!” έκανε ο Χέρμπερτ γαλαντόμικα. “Κερνάω πρωινό στο 'Τρύπα 2'.”

Ο Χιούμπερτ σφύριξε με θαυμασμό. Η 'Τρύπα 2' ήταν το γκουρμέ εστιατόριο της Μυρμηγκότρυπας, με τα πιο εκλεκτά είδη ψίχουλων και το σπανιότερο γάλα αφίδας. Φυσικά, οι τιμές ήταν απλησίαστες, όχι μόνο επειδή το φαγητό ήταν άψογο, αλλά και για να κρατάνε μακριά τα μυρμήγκια-εργάτες. Τα μυρμήγκια σαν αυτόν, δηλαδή. Η 'Τρύπα 2' είχε χώρο μόνο για την ελίτ της Μυρμηγκότρυπας. Μέχρι και η Βασίλισσα λεγόταν ότι ήταν τακτικός θαμώνας στα πολύ νιάτα της, πριν χριστεί βασίλισσα και γίνει θεόρατη.

“Μπράβο μεγαλεία, το φιλαράκι μου!” είπε πειραχτικά ο Χιούμπερτ στον Χέρμπερτ.
Εκείνος έκανε ότι ντρέπεται, ανεπιτυχώς, φυσικά.
“Ε, έχει και τα καλά του το να είσαι ευνοούμενος της Βασίλισσας.”
Ο Χιούμπερτ ξεροκατάπιε με αηδία. Η Βασίλισσα ήταν, πολύ απλά, ό,τι πιο απαίσιο υπήρχε στη Μυρμηγκότρυπα: μια τεράστια, άμορφη, λευκή μάζα με μια μικροσκοπική χρυσή κορώνα στο κεφάλι, η οποία έκανε μόνο τέσσερα πράγματα: έτρωγε τη μισή αποθήκη τροφίμων, έδινε τις πιο αλλοπρόσαλλες διαταγές, γαμιόταν ασταμάτητα με όποιον έβρισκε μπροστά της και φόρτωνε τη Μυρμηγκότρυπα με χιλιάδες άχρηστα νέα στόματα κάθε χρόνο από το συνεχές, ατέλειωτο γεννοβόλημά της.
Την σιχαινόταν. Την σιχαινόταν, γιατί ήταν άσχημη, κακιά, ανεύθυνη και ταυτόχρονα τόσο απαραίτητη. Κι αν ο Χιούμπερτ ένιωθε και γνώριζε αυτά που νιώθουν και γνωρίζουν οι άνθρωποι για τη φύση της μητρότητας, θα είχε δύο ακόμα λόγους να τη σιχαίνεται: Πρώτον, επειδή δεν αισθανόταν το παραμικρό για τα παιδιά της, αφού τα παρατούσε στην τύχη τους με το που έβγαιναν από μέσα της. Δεύτερον, επειδή ζευγάρωνε μαζί τους όταν πια είχαν ενηλικιωθεί. Όπως έκανε με τον Χέρμπερτ. Όπως θα έκανε και με τον ίδιο, όταν θα ερχόταν η ώρα.
Ευτυχώς για τον Χιούμπερτ, δεν ήταν άνθρωπος και δεν ήξερε τίποτα από όλα αυτά.
Κι ευτυχώς για τον Χέρμπερτ, ο Χιούμπερτ δεν του είπε τίποτα από όλα αυτά που σκεφτόταν και τον άφησε να καμαρώνει για την ψευδαίσθηση της ευτυχίας που νόμιζε ότι ζούσε, για το υπόλοιπο της ζωής του: δυο ώρες ακόμα, δηλαδή.

Ο maitre de cuisine έριξε μια επιτιμητική ματιά στο Χιούμπερτ, καθώς έμπαιναν στην 'Τρύπα 2'.
“Είναι φίλος μου, Ανρί”, είπε ο Χέρμπερτ ευγενικά, με το κλασικό χαμόγελο μονίμως κολλημένο στα χείλη του.
Αν ο Ανρί ήταν άνθρωπος, θα σήκωνε επιδεικτικά το δεξί του, αδερφίστικα περιποιημένο φρύδι.
“Τι θα θα θέλατε να παγαγγείλετε, messieurs?” ρώτησε με επιτηδευμένη, κοσμοπολίτικη προφορά. “Έχουμε ψίχουλα γαλλικής μπαγκέτας, σπόγους από σιτάγι βιολογικής καλλιέργειας, σπυγιά από μπασμάτι τηγανισμένο με κάρυ στο γουόκ...”
“Είναι πρωί, ακόμα, φίλε Ανρί!” είπε γελαστά ο Χέρμπερτ. “Θα πάρουμε οργανικό γάλα αφίδας. Τι λες κι εσύ, καλέ μου Χιούμπερτ;”
Ο Χιούμπερτ ένευσε καταφατικά με το κεφάλι. Βαριόταν απίστευτα πολύ και όλη αυτή η επιτήδευση και το γλείψιμο τού την έδιναν. Χάθηκε να πάνε στο παλιό τους στέκι, το “Τρυπάκι”, να φάνε ψίχουλα θεσσαλονικιώτικης μπουγάτσας, όπως παλιά; Εδώ ένιωθε τελείως έξω από τα νερά του. Δεν ήταν για σαλόνια και κουλτούρες αυτός.

“Φοβάμαι ότι υπάγχει ένα μικρό πγοβληματάκι με το γάλα αφίδας, monsieur”, είπε ο Ανρί χάνοντας και το χρώμα και τον τουπέ του. “Δεν έχουμε.”
“Γιατί, τι έγινε;” ρώτησε προβληματισμένος ο Χέρμπερτ.
“Ο βοσκός τους τις πήγε χτες το πρωί στην Τγιανταφυλλιά για να βοσκήσουν, κι από τότε δεν επέστγεψαν, ούτε ο βοσκός, ούτε οι αφίδες.”
“ΤΙ;” φώναξαν με μια φωνή ο Χιούμπερτ κι ο Χέρμπερτ, καθώς πετάγονταν έντρομοι από τη θέση τους.

Αυτό ήταν ένα κακό, πολύ κακό νέο και για τους δυο τους: Για τον Χέρμπερτ, επειδή το οργανικό γάλα αφίδας ανακατεμένο με λίγους κόκκους άσπρης σκόνης - την οποία αγόραζε από τα πιο ύποπτα υποκείμενα της Μυρμηγκότρυπας – δημιουργούσε ένα απίστευτα δυνατό μείγμα, το οποίο ήταν απαραίτητο για την εκπλήρωση των καθηκόντων του ως ευνοούμενου της Βασίλισσας. Μόνο έτσι μπορούσε να ανέβει πάνω Της, να βρει το δρόμο για τη βασιλική Της τρύπα και να Την σφυροκοπήσει ανελέητα, όσο ανελέητα, δηλαδή, μπορεί να σφυροκοπήσει κάποιος ένα πλάσμα δέκα φορές μεγαλύτερό του σε όγκο. Επίσης, μόνο έτσι δε λιποθυμούσε από φόβο, τρομο και αηδία κάθε φορά που αντίκρυζε τη Μεγαλειότητά Της. Χωρίς το μείγμα αυτό, ο Χέρμπερτ ήταν χαμένος από χέρι: θα αδυνατούσε να φέρει εις πέρας το έργο του, θα έχανε την εύνοια της Βασίλισσας και θα υποβιβαζόταν ξανά στη θέση του εργάτη, στερούμενος όλων των προνομίων του: το προσωπικό του απόθεμα φαγητού, την περιποίηση από ανήλικες εργάτριες και, φυσικά, τη δυνατότητά του να αγοράζει τους κόκκους της θαυματουργής άσπρης σκόνης.

Ο Χιούμπερτ, από την άλλη, δε φοβόταν για την άσπρη σκόνη, αφενός γιατί δεν ήξερε καν τι ήταν, αφετέρου γιατί δεν είχε την παραμικρή ιδέα για τα σκατά στα οποία ήταν χωμένος ο φίλος του. Ο Χιούμπερτ ανησυχούσε για τη ζωή και την ασφάλεια του βοσκού των αφίδων. Ή, μάλλον, της βοσκού, για να ακριβολογούμε.
Την έλεγαν Λόρι και ήταν η πιο όμορφη, έξυπνη και καλόκαρδη μυρμηγκίνα της Μυρμηγκότρυπας. Είχαν γνωριστεί πριν έξι μήνες στον κινηματογράφο, στην πρεμιέρα της ταινίας “Hole-a-Blanca”. Κοιτάχτηκαν ταυτόχρονα όταν ο Humphrey Antart αντάμωσε ξανά μετά από χρόνια την παλιά του αγάπη, την οποία υποδυόταν η Ingrid Bergant, και, στην τελευταία σκηνή, αυτή του δακρύβρεχτου αποχαιρετισμού, το πρώτο δεξί ποδαράκι του Χιούμπερτ σκούπισε τρυφερά το δάκρυ που κυλούσε στο μάγουλο της Λόρι, ενώ το δεύτερο δεξί του ποδαράκι έπιανε δειλά το πρώτο δεξί δικό της. Κι από τότε ήταν αχώριστοι.

“Σκατά, η Λόρι!”, ψέλλισε σαν χαμένος ο Χιούμπερτ κι άρχισε να τρέχει προς την έξοδο μανιασμένα.
“Περίμενε! Πού πας;” φώναξε κι ο Χέρμπερτ, τρέχοντας κι αυτός πίσω από το φίλο του με όλη του τη δύναμη. Φυσικά δεν κατάφερε να τον φτάσει, γιατί ο Χιούμπερτ, δουλεύοντας όλη του ζωή εργάτης, ήταν τρομερά δυνατός και γρήγορος, ενώ ο Χέρμπερτ, που ξόδευε όλη του την ενέργεια πάνω στη Βασίλισσα και πίνοντας το μαγικό του μείγμα, έμοιαζε με απολειφάδι, παρά την κομψότητά του.
Ο Χιούμπερτ δεν σταμάτησε να του απαντήσει, ωστόσο ο Χέρμπερτ ήξερε τι επρόκειτο να κάνει ο φίλος του: θα πήγαινε στην Τριανταφυλλιά και θα τα έκανε όλα λαμπόγυαλο, προκειμένου να σώσει την καλή του.
Φυσικά, δε θα κατάφερνε να τη σώσει. Η Τριανταφυλλιά ήταν ένας τόπος αφιλόξενος, χαώδης, γεμάτος κινδύνους: αγκάθια που παλούκωναν, σαλιγκάρια που έλιωναν με το βάρος τους, αέρας γεμάτος δηλητήριο από τα φυτοφάρμακα και τα ζιζανιοκτόνα...
Ο Χιούμπερτ ήταν χαμένος και ο Χέρμπερτ το το ήξερε. Ωστόσο, δεν μπορούσε να μείνει με σταυρωμένα πόδια, γιατί δε θα έχανε μόνο το φίλο του αλλά και το οργανικό του γάλα. Οπότε, αποφάσισε να δράσει.

Δυο λεπτά αργότερα βρισκόταν στον κεντρικό θάλαμο της Μυρμηγκότρυπας, εκεί που ξεκινούσαν όλα τα μικροσκοπικά τούνελ που οδηγούσαν στις αποθήκες, στα εργατικά μπλοκ των εργατών και στα διαμερίσματα των κηφήνων.
“ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΟΟΣ!!!”φώναξε με όλη του τη δύναμη.
Και τότε συνέβη κάτι θαυμάσιο, κάτι μεγαλειώδες: μέσα σε λίγες στιγμές ξεχύθηκαν από τα τούνελ δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες ζευγάρια κεραίες. Όλος ο πληθυσμός της Μυρμηγκότρυπας συγκεντρώθηκε στον θάλαμο, όλοι σε ετοιμότητα, εργάτες, εργάτριες, κηφήνες, παιδιά. Μέχρι και ο Ανρί βγήκε, φορώντας ακόμη την ποδιά του σεφ.
“Αδελφοί, αδελφές!” είπε ο Χέρμπερτ. “Ένας αδελφός μας διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο! Αυτή τη στιγμή κατευθύνεται στην Τριανταφυλλιά, για να φέρει πίσω το χαμένο κοπάδι αφίδων!”
“Στα τέτοια μας”, ακούστηκε μια φωνή από το πλήθος.
“Κι εμάς τι μας νοιάζει;” ακούστηκε μια δεύτερη.
“Μας έχετε πρήξει με τις αφίδες σας, μαλάκες κηφήνες!” είπε κάποιος άλλος.
Αυτό δεν ήταν καλό για τον Χέρμπερτ. Από την αντίδρασή τους καταλάβαινε ότι κανείς δε θα έπαιρνε το όργανο εξαγωγής των σωματικών εκκρίσεών του για να τρέξει σε ένα επικίνδυνο μέρος και να συμμετάσχει σε μια ακόμη πιο επικίνδυνη, σχεδόν ανέλπιδη αποστολή, από την οποία δε θα κέρδιζε τίποτα. Έπρεπε να τους κινητοποιήσει τώρα, πριν να είναι πολύ αργά. Ήδη κάποιοι είχαν αρχίσει να απομακρύνονται.

“Σταθείτε, αδελφοί!” αναφώνησε. “Δεν είναι μόνο οι αφίδες! Οι πληροφορίες μου λένε ότι χτες το βράδυ ένας Άνθρωπος έφαγε κοντά στην Τριανταφυλλιά μια τυρόπιτα!”
“Τυρόπιτα;” ακούστηκε μια φωνή από το πλήθος.
“Άκουσα καλά; Είπε τυρόπιτα;” ακούστηκε μια δεύτερη.
“ΕΦΟΔΟΣ!” φώναξε όλος ο πληθυσμός της Μυρμηγκότρυπας εν χορώ.
Και όρμησαν προς την έξοδο, γρήγορα, λυσσασμένα, χιλιάδες εξάδες πόδια, πολτοποιώντας στο πέρασμά τους τον Χέρμπερτ, ο οποίος βρήκε τραγικό θάνατο καμαρώνοντας για τη δύναμη της πειθούς του, πριν προλάβει να μάθει τι μπορεί να καταφέρει η δύναμη του όχλου.

Η μυρμηγκόμαζα έφτασε στην τριανταφυλλιά σε χρόνο ρεκόρ, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά όταν συνειδητοποίησαν ότι δεν υπήρχε ίχνος τυρόπιτας.
Τότε είδαν τα αποκεφαλισμένα και ακρωτηριασμένα πτώματα των αφίδων.
Τότε μύρισαν την βρωμερή αποφορά του σάπιου οργανικού γάλακτος.
Τότε αντίκρυσαν τις πασχαλίτσες.
Και η ματιά τους,, γεμάτη μίσος και δίψα για θάνατο, έπεσε πάνω τους.

Η σφαγή που ακολούθησε, γεμίζοντας την Τριανταφυλλιά ξεκοιλιασμένα μυρμήγκια και μισοπεθαμένες πασχαλίτσες, δεν έγινε χωρίς αιτία: Τα μυρμήγκια Lasius Flavus, εκτός από σπόρους και ψίχουλα, τρέφονται και με το γάλα της αφίδας, ήτοι τις εκκρίσεις που βγάζει αφού τραφεί λιμάζοντας τα φύλλα των θάμνων και των λαχανικών. Η αφίδα, με τη σειρά της, αποτελεί πρώτης τάξεως μεζέ για τη συμπαθή πασχαλίτσα, η οποία, κυνηγώντας την αφίδα, προστατεύει τον κήπο. Έτσι, η παρουσία της πασχαλίτσας στον κήπο αποτελεί ένα από τα αποτελεσματικότερα φυσικά εντομοκτόνα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο σαστισμένος καλλιεργητής.
Έτσι, τουλάχιστον, τα εξήγησε η Κατερίνα στην Ελένη, καθώς έσκυβαν συνεπαρμένες και αηδιασμένες μαζί πάνω από την Τριανταφυλλιά, τρώγοντας τη φρέσκια τυρόπιτα που μόλις είχαν βγάλει από το φούρνο.
“Για να καταλάβω” είπε η Ελένη. “Για να μην έχει η τριανταφυλλιά μου προβλήματα, πρέπει να απαλλαγώ από τις αφίδες. Για να απαλλαγώ από τις αφίδες, πρέπει να έχω πασχαλίτσες. Και για να απαλλαγώ από τις αφίδες και να έχω πασχαλίτσες, δεν πρέπει να έχω μυρμήγκια. Σωστά;”
“Κάπως έτσι”, συμφώνησε η Κατερίνα. “Οπότε, για να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο, βρες τη μυρμηγκοφωλιά και ψέκασέ την.”

Αυτός ήταν ο λόγος που ο Χιούμπερτ και η Λόρι δεν βρήκαν ψυχή μέσα στη φωλιά, όταν επέστρεψαν, τρεις μέρες μετά. Το μόνο που είχε απομείνει ήταν το νεκρό σώμα της Βασίλισσας, που στόλιζε τα διαμερίσματά Της με μια πρωτοφανή μπόχα και δυσωδία.
“Τι στο καλό έγινε εδώ πέρα;” αναρωτήθηκε φωναχτά η Λόρι, κλείνοντας με το πρώτο δεξί της ποδαράκι την κεραία της, που σε ανθρώπινα δεδομένα αντιστοιχεί στη δική μας μύτη.
“Δεν ξέρω και δε με νοιάζει”, είπε ο Χιούμπερτ αποφασιστικά, σκαρφαλώνοντας στον άψυχο λόφο που κάποτε ήταν η Βασίλισσα. “Από τη στιγμή που σε βρήκα να κοιμάσαι σε εκείνο το λαχανόφυλλο και πήγε η καρδιά μου στη θέση της, το μόνο πράγμα που με ενδιαφέρει είναι να μη σε χάσω ποτέ ξανά.”
“Αχ, αγάπη μου!” αναφώνησε η Λόρι συγκινημένη, σκουπίζοντας ένα δάκρυ που κυλούσε στο πρόσωπό της με το δεύτερο μπροστινό δεξί της ποδαράκι. “Υπόσχομαι να μη σε ξαναβάλω ποτέ σε τέτοια αγωνία!”
“Μα και σένα, βρε παιδάκι μου, πώς σου ήρθε κι αντί για την Τριανταφυλλιά πήγες τις αφίδες στο λαχανόκηπο; Πάλι καλά που σε είχε δει εκείνη η μέλισσα και μου είπε πού πήγες, και δεν έτρεχα τσάμπα αλλού γι' αλλού.”
“Ε, είχα βαρεθεί να πηγαίνω συνέχεια στο ίδιο μέρος”, έκανε η Λόρι τσαχπίνικα, οδηγώντας τις αφίδες της στη φάρμα.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο Χιούμπερτ γλιστρούσε κοντά της.
“Τι λες, θέλεις να γίνεις η βασίλισσά μου;” την ρώτησε με λαχτάρα. Στο πρώτο ζευγάρι των ποδιών του άστραφτε το χρυσό στέμμα της Βασίλισσας.
“Αμέ!” απάντησε η Λόρι. “Αρκεί να μη με κακομάθεις. Δε θέλω να παχύνω!”
“Πίστεψέ με, ούτε εγώ το θέλω”, είπε μισοαστεία, μισοσοβαρά ο Χιούμπερτ, κι έπλεξε τα ποδαράκια της στα δικά του για τελευταία φορά σ'αυτή την ιστορία..
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...