Γύρω στα 4.000 χρόνια πριν, σε μια άλλη πραγματικότητα, λίγο πιο παραμυθένια και πολύ πιο αρχετυπική, η θεά Δήμητρα και η κόρη της, Περσεφόνη, κάθονται για μαμά-και-κόρη ουζάκι σε ένα τσιπουράδικο στο Μεταξουργείο. Κάθονται και τα λένε, ψιλομαλώνουν, όπως κάνει κάθε κόρη και κάθε μαμά, πειράζονται, βρίζουν τους άντρες, χασκογελάνε συνομωτικά, τελειώνουν τα ουζάκια και τα μεζεκλίκια, σκάει γλυκό του κουταλιού να γλυκάνει τη λυπητερή, και κάπου εκεί η Δήμητρα πετάγεται έντρομη και τσιρίζει: ΟΟΟΟΟΟΟΧΙ!
Το γλυκό ήταν ρόδι και η Δήμητρα τσίριξε, γιατί κάθε φορά που η Περσεφόνη έτρωγε ρόδι, θυμόταν ότι κάπου, κάπως, κάποτε είχε κι ένα σύζυγο στον Κάτω Κόσμο, τον Πλούτωνα, τον μαυροντυμένο και γκοθά και Βασιλιά του Άδη τελοσπάντων. Και όχι μόνο αυτό, αλλά η Περσεφόνη, δεν ξέρουμε ακόμα πώς, τύχαινε κι έτρωγε εκείνο το αναθεματισμένο το ρόδι κάπου κατά τώρα, Οκτώβρη με Νοέμβρη. Και τι δεν είχε κάνει η Δήμητρα για να σαμποτάρει τις ροδιές: είχε πληρώσει εμπρηστές, είχε κάνει εμπάργκο στα εμπορεύματα, μέχρι και τον Πλούτωνα είχε ικετεύσει να αφήσει ήσυχη την κόρη της ή τελοσπάντων να μετακομίσουν πάνω από τη Γη να την βλέπει συχνότερα κι αυτή η καψερή μάνα-κουράγιο, και θα φρόντιζε να του δώσουνε καλύτερο χαρτοφυλάκιο, έστω μια καλή θεσούλα στο Δημόσιο, βρε παιδί μου. Ο Πλούτωνας, όμως, ανένδοτος. Του άρεσε πολύ το Περσάκι, αφού ήταν πάντα νέα όμορφη και λίγο indie, άσε που δεν μπορούσε να κουνήσει ρούπι από τον Άδη γιατί ο ήλιος του προκαλούσε αλλεργική αντίδραση κι έβγαζε σπυράκια (πέρα από ραχίτιδα λόγω έλλειψης βιταμίνης D, είχε και φωτοφοβία). Έτσι ούτε την καλή του παρατούσε, ούτε πάνω ανέβαινε, μόνο καθόταν και περίμενε κι όταν έβλεπε ότι πολύ αργούσε η καλή του, λάδωνε ταβερνιάρηδες στο Μεταξουργείο να φτιάξουνε γλυκό ρόδι.
Έτσι έγινε και τώρα, και μόλις το χλαπακιάζει το Περσάκι (ήταν και γλυκατζού, πανάθεμά τη), να 'σου τα γουργουρητά στην κοιλίτσα, “αχ, μου λείπει ο καλός μου”, το κατάλαβε και ο Πλουτωνάκος, άρχισε τα kinky μηνύματα στο κινητό, αχ πότε θα σε δω, πόσο σε λαχταράω, θα δεις εσύ, κάνει να φύγει το Περσάκι. Αρχίζει και μανουριάζει η Δήμητρα, πού θα πας και θα με παρατήσεις πάλι, γριά γυναίκα, μια σύνταξη έχω κι εγώ η καημένη, ψάχνει η Πέρσα τις τσέπες της, βγάζει κάτι μικρά καφέ στρογγυλά πραγματάκια, να πάρε αυτά, λέει, σοκολατάκια να με γλυκάνεις;, ρωτάει η Δήμητρα, τόσο εύκολα νομίζεις ότι θα με τουμπάρεις;
“Κάτι πολύ καλύτερο”, είπε η Πέρσα.
Της είχε δώσει, τι άλλο; Βολβούς!
“Πάρε αυτά εδώ και βάλ' τα μόλις φύγω σε μια γλάστρα, τα μεγαλύτερα πιο κάτω και τα μικρά πιο πάνω, σκέπασέ τα με χωματάκι αφράτο και, όσο θα λείπω, φρόντιζε τα με νεράκι, στοργή και προδέρμ, όχι πολύ, μη σαπίσουν, και λίγο πριν έρθω θα δεις, θα έχουν μεγαλώσει και ανθίσει, κρόκοι, ίριδες, ζουμπούλια, ανεμώνες! Κι έτσι και εσύ θα έχεις κάτι να φροντίζεις όσο εγώ θα είμαι κάτω και όταν θα είναι να ανέβω θα σε προειδοποιήσουν αυτά, για να μου έχεις παστίτσιο σπιτικό έτοιμο, γιατί με τον Πλούτωνα το μόνο που τρώμε είναι πιτόγυρα ενώ βλέπουμε Doctor Who ή παίζουμε Vampire.”
Αυτά είπε η Περσεφόνη και τσουπ! έσκασε το teleport, και η Δήμητρα πήρε μια γλαστρούλα και τα έριξε μέσα, και σκέφτεται να προτείνει να το κάνετε κι εσείς για να έχει κι αυτή παρέα...
3 σχόλια:
xaxaxaxa teleio opws panta!
Ουρανοτοξί μου παιδί εσύ! =)
σούπερ! άλλη μία εκδοχή μίας από τις πλέον αγαπημένες μου ιστορίες...
...και βολβούς φύτεψα (και έπεται συνέχεια) και μπρόκολο, και σπανάκι, και μαρούλια, και φρέσκα κρεμμυδάκια να απωθούν ασθένειες και ζιζάνια... γιατί κάποτε είχα ακούσει οτι η λέξη περσεφόνη σημαίνει 'αυτή που φέρνει την αφθονία'
Δημοσίευση σχολίου