- Η ΚΑΘΟΔΟΣ
Ο νέος κρατά την Ιέρεια από το χέρι, καθώς ανεβαίνουν στο λόφο, με τα γυμνά πέλματά τους να μουσκεύονται από τη δροσιά της απριλιάτικης νύχτας. Ο δαυλός που κρατά στα χέρια της η νεαρή γυναίκα τρεμοπαίζει από το φύσημα του αέρα.
“Φτάσαμε” του λέει, καθώς φτάνουν στο άνοιγμα.
“Αυτός είναι ο λαβύρινθος;” ρωτά έκπληκτος. Αυτό που αντικρίζει δεν έχει καμιά σχέση με τη δαιδαλώδη κατακόμβη που τόσο τρέμουν στα μέρη του. Είναι ένας τύμβος, ίσα με πέντε μέτρα ψηλός, καλυμμένος από γρασίδι που στραφταλίζει στο σεληνόφως.
Ο νέος κάνει το γύρο του υψώματος. Ανακαλύπτει ότι υπάρχουν εφτά μικρά ανοίγματα, όλα ίδια μεταξύ τους, στα οποία ίσα-ίσα χωρά να μπει προχωρώντας στα γόνατα.
“Στην Αθήνα λένε ότι οι είσοδοι για το Λαβύρινθο είναι επτά πελώριες πύλες, κρυμμένες στο ανάκτορο του Μίνωα”.
Η νεαρή γυναίκα γελά. “Έχετε πολύ μεγάλη φαντασία στα μέρη σου, Θησέα”, λέει στο νέο. “Αν αποτύχετε σε κάτι, θα πρέπει να είναι σίγουρα πέραν των δυνάμεων του ανθρώπου.”
Ο Θησέας δε μίλησε. Ακόμα κι αν ήταν έτσι τα πράγματα, ο Λαβύρινθος παρέμενε ένα σκοτεινό μυστικό, μια δοκιμασία που δεν είχε καταφέρει ποτέ να περάσει η Αθήνα. Μάταια τόσοι φερέλπιδες ιερείς και ιέρειες είχαν δοκιμάσει να μπουν και να βγουν από το Λαβύρινθο επτά χρόνια τώρα. Όλοι είχαν χάσει τη ζωή τους από το Μινώταυρο, πληρώνοντας με το αίμα τους την εξιλέωση για το θάνατο του Ανδρόγεω. Βαρύς φόρος για ένα χαμένο πριγκηπόπουλο.
Αλλά σήμερα θα έμπαινε ένα τέλος σε όλο αυτό. Σήμερα ο ίδιος ο πρίγκηπας των Αθηνών, θα έβγαινε από εκεί νικητής.
“Ποιο μονοπάτι άραγε να πάρω;” αναρωτιέται.
“Δεν έχει σημασία ποιο μονοπάτι θα επιλέξεις. Αυτό που έχει σημασία είναι αν θα επιλέξεις να περπατήσεις σε κάποιο μονοπάτι”, του απάντησε η κοπέλα, ενώ έβγαζε το διάδημα που φορούσε στο κεφάλι της και το φορούσε στο δικό του.
“Και φυσικά, να έχεις κάτι που να σε φωτίζει...”
Προχωρώ μέσα στον τύμβο με τα γόνατα, σαν μωρό παιδί που μπουσουλάει. Δε βλέπω τίποτα παρά μόνο ό,τι βρίσκεται ακριβώς μπροστά μου, κι αυτό χάρη στο φως από το στεφάνι της Αριάδνης, δεν ξέρω από τι είναι φτιαγμένο, ποια αρχέγονη φάρα τεχνιτών το έφτιαξε, κουβαλάει επάνω του χρόνια και ιστορίες που χάνονται σε άλλες εποχές, τότε που υπήρχαν ακόμη οι Τελχίνες, οι Κάβειροι και οι Ιδαίοι Δάκτυλοι, άνθρωποι που χόρευαν στη φωτιά, σαν σε αυτή εδώ τη σπηλιά, που μυρίζει χώμα και απέραντη νύχτα, φόβο, δέος και μυστήριο για κάτι άχρονο κι αγέννητο μα πάντα παρόν, κι αρχίζουν να ακούγονται τύμπανα, ρυθμικά σαν χτύπος καρδιάς, σαν να ζει τούτη δω η Γη, να πήρε ζωή η ξεχασμένη Θεά, καρδιά που χτυπά, τα φίδια τυλίγονται γύρω της, την σφίγγουν και στέλνουν το αίμα παντού, να πάρουν ζωή τα κομμένα της μέλη και να ενωθούν ξανά, να ξυπνήσει, Λευκή Μητέρα, Λευκή Μήτρα, Νύχτα γλυκιά και άναστρη, λουσμένη στη Σελήνη, Φεγγαροπρόσωπη, πλατυμέτωπη και βοϊδομάτα, Ευρώπη, φωτίζει τα πάντα, Πασιφάη, Πάναγνη και Πάνδημος, Αριάδνη, να δεχτεί, να κουβαλήσει, να γεννήσει χίλιους κόσμους, κι είναι εδώ, στιλβωμένη στο φως από κάποιο ανύπαρκτο φεγγάρι, πάνω μου κι εγώ μέσα της, γεμάτος αστέρια ο κόρφος της, στα χέρια της, στα χέρια μου, λάμπει το μαχαίρι, είναι πάνω μου και κουνιέται, τα μαλλιά της, το σώμα της, εκείνη μυρίζουν φασκόμηλο και κυκεώνα, ελισσόμαστε και χορεύουμε στον πιο παλιό ρυθμό, αυτόν του Άντρα και της Γυναίκας, στο τραγούδι του θεϊκού έρωτα, του Ενός, κι εκεί, λίγο πριν τη στιγμή του οργασμού, το μαχαίρι θα κατέβει με δύναμη σε ένα ζεστό σώμα, ένα μοσχαράκι που κοιμάται πιο δίπλα, το αίμα θα μας λούσει ολόκληρους, μια στριγκή κραυγή θανάτου θα σκίσει τον αέρα -
-Πέθανε, Θησέα!
Εκρήγνυμαι. Ανάσα άνασσα. Ανάσα Βασίλισσα. Ζωή.
Σηκώνεται από πάνω μου – χαμογελάει.
Η φωνή της είναι πιο γλυκιά κι από αμβροσία. Το χέρι της πιο απαλό κι από χάδι μάνας σε νιογέννητο.
-Σήκω, Αστέριε.
Σηκώνομαι. Κοιτάω τα χέρια μου – είναι γεμάτα αστέρια.
Είμαι όλος ένα αστέρι.
- Η ΑΝΟΔΟΣ
Ο Θησέας με άφησε στη Νάξο μια βδομάδα μετά τη δοκιμασία του στο Λαβύρινθο. Ήταν το εύλογο τέλος μιας καταδικασμένης ιστορίας, παρόλο που τόλμησα να ελπίζω ότι θα μπορούσαν να αλλάξουν τα πράγματα. Ας με είχε προειδοποιήσει η ξαδέλφη μου Μήδεια για τον ερχομό του. Δεν της έδωσα σημασία, πάντα έβρισκα τις μεθόδους της για τον προσηλυτισμό των Νέων Ανθρώπων στους Παλιούς Τρόπους βίαιες. Μέχρι και στη μητέρα μου είχα φέρει αντίρρηση, όταν μου είχε πει πως εκείνοι οι λαοί δεν μπορούσαν να ασπαστούν το δικό μας τρόπο ζωής. Είχαν πια ξεχάσει...
Στη Νάξο, ευτυχώς, οι άνθρωποι είναι δικοί μας. Τιμούν τη Μεγάλη Μητέρα κι ακολουθούν τον τρόπο ζωής του Ταύρου. Ζουν κυρίως από την αλιεία και το εμπόριο με τα άλλα νησιά και χαίρονται τη ζωή με κρασί και χορό. Ένας από τους οινοπαραγωγούς, μάλιστα, βρήκε και το στεφάνι μου, το οποίο είχε πετάξει ο Θησέας στην ακτή. Ονομάζεται Διόνυσος και στο λαμπερό χαμόγελό του είδα τα πρόσωπα των γιων που θα του χάριζα μετά από λίγο καιρό, του Οινοπέα και του Στάφυλου.
Δυστυχώς, ο Θησέας δεν έμελλε να δει πολλά χαμόγελα. Μετά τη Νάξο έμαθα πως παντρεύτηκε μια ξένη πριγκήπισσα, την Αντιόπη, η οποία πέθανε πρόωρα, όπως και ο γιος του από αυτήν, ο Ιππόλυτος. Αυτό που με στενοχωρεί περισσότερo από όλα, είναι πως ο Ιππόλυτος σκοτώθηκε εξαιτίας της αδερφής μου, Φαίδρας, η οποία και ακολούθησε το Θησέα στην Αθήνα, ξεχνώντας την Κρήτη και τη Μητέρα. Είχε απαρνηθεί, λένε, τον έρωτά της, και εκείνη οργίστηκε, γιατί είναι αμάρτημα στη Μητέρα να μη χαίρεσαι τη ζωή.. Λησμόνησε, όμως, η αδελφή μου, ότι η Μητέρα είναι πάνω από όλα φιλεύσπλαχνη και γεμάτη αγάπη. Την έκαναν να ξεχάσει οι Νέοι Τόποι και καταχράστηκε τη δύναμή της.
Πόνο μεγάλο έφερε ο Λαβύρινθος σε όλους μας: στο Θησέα, που ήρθε να δαμάσει δαίμονες και δεν είδε τη Γνώση που του προσφέραμε απλόχερα. Που πέρασε τη Μύηση αλώβητος σε σώμα και ψυχή και αρνήθηκε να αντικρίσει το μεγαλείο της ύπαρξης. Στη Φαίδρα, που διαστρέβλωσε τους Τρόπους της Θεάς και έχυσε αθώο αίμα. Στην Κρήτη, που έχει ρημαχτεί. Σε μένα, που γνωρίζω ότι όλα αυτά έγιναν εξαιτίας μου και ακούω ακόμα και τώρα τα λόγια της μητέρας μου, όταν της είχα αντιμιλήσει στην Κνωσό: “Είναι άγριοι άνθρωποι αυτοί, κόρη μου... Στενοκέφαλοι. Θα υπακούσουν μόνο στο ρυθμό του πολιορκητικού Κριού που θα κουρσέψει πολιτείες. Ενώ εμείς, εμείς... Ζούμε ακόμα στην Εποχή του Ταύρου.”
Και αυτή την εποχή, που σβήνει σιγά-σιγά, έχουν μείνει λίγα πράγματα πια να την θυμίζουν, ένα παλιό στεφάνι και η υπόσχεση του συντρόφου μου ότι κάποτε θα λένε για μας πως γίναμε αστέρια.
1 σχόλιο:
amesh h sundesh me tis istories twn keltwn "o vasilias twn elafiwn pethane , zhtw o vasilias twn elafiwn " , h thusia h prosfora ths parthenas pou sta xeria ths krataei th zwh tou kerasforou , parepiptontws gia th zwh ths fushs ontws h parthena iereia kratouse ena tumpano mikro pou teletourgika kounouse sumfwna me tis palirroies ths zwhs oso gia thn epoxh tou taurou e kala kapoioi zoume akoma ekei ;p
teleia istoria me taksidepse pisw makria se ksexasmenes apo ton xrono epoxes :) na sai kala :)
Δημοσίευση σχολίου