8 Σεπ 2013

Τέσσερις γατούληδες

Στο σπίτι της φίλης μου της Α., πάνω στο καλοριφέρ του σαλονιού, βρίσκονται τέσσερις μικροί πίνακες. 
Ο καθένας έχει ζωγραφισμένο πάνω του ένα γατούλη.


Τους πίνακες αυτούς η φίλη μου τους έφερε από την Ολλανδία. Είναι, λέει, όλοι τους έργα ενός νεαρού ζωγράφου.

Ο ζωγράφος, λέει η φίλη μου η Α., έφτιαξε αυτούς τους πίνακες ενώ υπέφερε από υψηλό πυρετό και παραλήρημα. 
Εξαιτίας αυτού του ατυχούς γεγονότος, ο ζωγράφος μπέρδεψε κομμάτια φαντασίας και πραγματικότητας. 
Έτσι, οι πίνακες είναι μαγικοί και οι γατούληδες αληθινοί.

Οι τέσσερις γατούληδες έχουν ονόματα: λέγονται Πρώτος Γατούλης, Δεύτερος Γατούλης, Τρίτος Γατούλης και Τέταρτος Γατούλης, πάντα με αυτή τη σειρά. 


Ο Πρώτος Γατούλης

Ο Πρώτος Γατούλης είναι μικρούλης και παχουλός. Κοιτάει γύρω του με τεράστια, περίεργα μάτια και τα πάντα τού φαίνονται μαγικά. Θέλει να βγει από τον πίνακα και να κυληθεί στη ζωή, αλλά τον έχει φοβερίσει τόσο πολύ ο Δεύτερος Γατούλης που δεν το τολμάει. Του αρέσει, όμως, να ακούει τις ιστορίες του Τρίτου Γατούλη και να φαντάζεται μαγικές περιπέτειες.


Ο Δεύτερος Γατούλης

Ο Δεύτερος Γατούλης έχει μονίμως σηκωμένο το φρύδι και κοιτά έξω από τον πίνακα με αποδοκιμασία, παρόλο που είναι μωβ. Ακούει τις ιστορίες του Τρίτου Γατούλη και σχολιάζει τα πάντα. Σπάνια έχει να πει καλό λόγο και πολλές φορές χαίρεται με τα παθήματα των άλλων. Παριστάνει πως είναι έμπειρος, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχει βγει ποτέ του από τον πίνακα.
Όσοι τύχει κι ακούσουν το Δεύτερο Γατούλη να μιλάει ορκίζονται ηπως η φωνή του μοιάζει με κάποιου γνωστού τους: συνήθως της μητέρας τους, της δασκάλας του κατηχητικού ή του Πρωθυπουργού.


Ο Τρίτος Γατούλης

Ο Τρίτος Γατούλης είναι χρώματος μπαλωματί, ντύνεται στα πειρατικά και έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι. Λέει πως έχει πλούσιο άρωμα και πολλά συστατικά, που κάποιος πρέπει να έχει πολύ ευαίσθητη αίσθηση της γεύσης για να τα εκτιμήσει πραγματικά.
Ο Τρίτος Γατούλης βγαίνει από τον πίνακα κάθε μέρα και σε ακολουθεί· στο μετρό, στη δουλειά και στον περίπατο. Περπατά ήσυχα από πίσω σου και μαζεύει τις ιστορίες σου. 
Κατόπιν, το βράδυ που γυρνάς σπίτι, επιστρέφει κι αυτός στον πίνακα και διηγείται τα νέα της ημέρας στους υπόλοιπους γατούληδες.
Ο Πρώτος Γατούλης τον ακούει με θαυμασμό, ο Δεύτερος Γατούλης με αποδοκιμασία και ο Τέταρτος απλώς σιωπά.
Στον πίνακα του Τρίτου Γατούλη, κολυμπούν πολλές μικρές κουκιδίτσες· αυτές είναι οι ιστορίες σου.


Ο Τέταρτος Γατούλης

Ο Τέταρτος Γατούλης είναι σκοτεινός τύπος: ίσα-ίσα που μπορεί να διακρίνει κανείς την σκούρα μπλε μορφή του στο μαύρο φόντο του πίνακα. 
Μονάχα τα μάτια του φαίνονται, κίτρινα και μυστήρια σαν κεχριμπάρι.
Ο Τέταρτος Γατούλης δε μιλά πολύ, παρόλο που έχει να πει πολλά· ίσως περισσότερα από όσα έχουν να πουν οι τρεις άλλοι Γατούληδες μαζί.
Βλέπεις, ο Τέταρτος Γατούλης γλιστρά ήσυχα έξω από τον πίνακα τη νύχτα και ξαπλώνει μέσα στα μαλλιά σου. 
Εκεί, ήσυχα και διακριτικά, κρατάει σκοπιά πάνω από το κεφάλι σου για εφιάλτες. 
Μόλις δει έναν εφιάλτη να σου επιτίθεται, δίνει μια και τον καταβροχθίζει.
Τα άλλα σου όνειρα, τα όμορφα, τα πιάνει μόλις βγουν απ' το κεφάλι σου και τα αιχμαλωτίζει μέσα στα μάτια του.
Έτσι, αν πεθυμήσεις ποτέ τα όνειρά σου, θα ξέρεις ότι θα τα βρεις τέλεια διατηρημένα μέσα στο κεχριμπάρι.


Η κούπα με τη γάτα και η κούπα-Πράγα


Πάνω στο τραπέζι της βεράντας βρίσκονται δύο τσίγκινες κούπες. Η μία κούπα έχει ζωγραφισμένη πάνω της μια γάτα κόκκινη, με κίτρινες βούλες και γαλάζια πόδια.
Η δεύτερη κούπα έχει πάνω της την Πράγα, με τα κόκκινα, κίτρινα και γαλάζια της σπιτάκια.

Η γάτα στην κούπα με τη γάτα κοιτά την Πράγα στην κούπα με την Πράγα με ενδιαφέρον, σαν να καραδοκεί για κάτι. 
Στην Πράγα, σιωπή· οι κάτοικοί της έχουν κλειδαμπαρωθεί στα σπίτια τους φοβούμενοι τη γάτα και οι δρόμοι της Πράγας είναι ερημικοί.

Καμιά φορά, οι αχνοί του καφέ που πέφτει μέσα στην κούπα με την Πράγα σηκώνουν τυφώνες πάνω από την πόλη. Ξηλώνουν τα κόκκινα, κίτρινα και γαλάζια σπιτάκια και παρασύρουν τους κατοίκους της έξω απ' την κούπα.

Καθώς η άχνα του καφέ διαλύεται στον αέρα, κάποιοι άτυχοι κάτοικοι της Πράγας στροβιλίζονται και πέφτουν στην κούπα με τη γατα.

Θρήνος κι οδυρμός πέφτει τότε στην Πράγα!
Βγαίνουν οι άνθρωποι από τα σπίτια και κλαίνε για τους χαμένους τους συντρόφους, επισκευάζοντας τα κόκκινα, κίτρινα και γαλάζια σπιτάκια τους.

Βλέπετε, οι Πραγινοί έχουν τους άτυχους συμπατριώτες τους ήδη ξεγραμμένους.

Κι όμως, αυτοί που πέφτουν στην κούπα με τη γάτα είναι τελικά οι πιο τυχεροί, γιατί ζουν ευτυχισμένοι συντροφιά με τη γάτα.
Στο κάτω-κάτω, κι αυτή λίγη παρέα θέλει.

Ενώ όσοι μένουνε στην Πράγα είναι πραγματικά καταδικασμένοι.

Γιατί, βλέπετε, η Πράγα δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, παρά μονάχα σε μια τσίγκινη κούπα.

Πώς να φτιάξετε ένα κυριακάτικο πρωινό

Υλικά:
  • 1/2 φλιτζάνι τεμπελιά
  • 2 φλιτζάνια φωτεινά χρώματα της αρεσκείας σας
  • 3 φλιτζάνια ουρανό
  • 2-3 παχιά μπαμπακένια σύννεφα
  • κούπες με καφέ ή το ρόφημα της αρεσκείας σας
  • το αγαπημένο σας βιβλίο
  • τα κυριακάτικά σας

Εκτέλεση:

Βγαίνετε στη βεράντα φορώντας τα κυριακάτικά σας και πετάτε τα τρία φλιτζάνια ουρανό όσο πιο ψηλά μπορείτε, πάνω από το κεφάλι σας. 
Κατόπιν, καρφιτσώνετε πάνω στον ουρανό τα παχιά, μπαμπακένια σύννεφα.
Προαιρετικά μπορείτε να ζωγραφίσετε στο κάτω μέρος του ουρανού λίγα δέντρα.

Άποψη κυριακάτικου τοπίου, του Dominique Dimanche. Βραβείο Κυριακής 2013.

Στο τραπέζι της βεράντας ρίχνετε τα 2 φλιτζάνια με τα φωτεινά χρώματα. Μπορείτε να ανακατέψετε τα χρώματα με τα δάχτυλά σας και να φτιάξετε τα μοτίβα της αρεσκείας σας.
Αφήνετε να στεγνώσει και μετά από περίπου δύο τραγούδια χρόνο τοποθετήστε την κούπα με τον καφέ ή το ρόφημα της αρεσκείας σας.


 Κυριακάτικο Τραπέζι

Κατόπιν, πιείτε το 1/2 φλιτζάνι τεμπελιάς, καθίστε και απολαύστε το αγαπημένο σας βιβλίο.
Προτεινόμενοι κυριακάτικοι συγγραφείς: Χούλιο Κορτάσαρ, Έντουαρντ Ληρ, Ευγένιος Τριβιζάς

1 Σεπ 2013

4 λόγοι να αγαπήσετε το Σεπτέμβρη (όπως του αξίζει)

Μπήκε ο Σεπτέμβρης και άρχισαν να πέφτουν σωρηδόν στο newsfeed του Facebook οι επικήδειοι του καλοκαιριού:

Καλό χειμώνα!
Πάει το καλοκαίρι!
Τα κεφάλια μέσα παίδες...Σεπτέμβρης.

...και άλλα τέτοια μοιρολατρικά, που θα ζήλευε ακόμη κι ο Κωστής ο Καρυωτάκης.


Ούτε καν. Μέχρι κι εγώ είχα χιούμορ.

Εμείς, όμως, εδώ, σαν γνήσια τέκνα της Έριδος, δεν μπορούμε να βλέπουμε τέτοιες γκριζοπρόσωπες -φνορδ- αναίσχυντες δηλώσεις παραίτησης να σερβίρονται μπροστά στα μάτια μας πρωί πρωί. Συφιλιαζόμαστε. Μας γυρνάει το μάτι. Εκτοξεύεται η γουλιά του καφέ από το στόμα. Και συφιλιαζόμαστε ακόμα περισσότερο γιατί ο καφές είναι ΙΕΡΟΣ.

Γι' αυτό, λοιπόν, αγαπητοί αναγνώστες, θα κάτσουμε και θα σας πούμε γιατί τα σπάει ο Σεπτέμβρης και ελπίζουμε του χρόνου τέτοια μέρα να χαίρεστε κι εσείς και να μην ξαναπάρει το μάτι μας γκοθιές και μιζέριες πρωινιάτικο.

1. Δεν είναι το τέλος του καλοκαιριού: Επιτέλους, πρέπει να σταματήσει αυτή η άθλια, κακόγουστη κι επαίσχυντη ράδιο-αρβύλα που κυκλοφορεί και μεταδίδεται σαν πανώλη μεταξύ των ανίδεων και ημιμαθών συνανθρώπων μας! Το καλοκαίρι δεν τελειώνει επειδή μπήκε ο Σεπτέμβρης! Τουλάχιστον, όχι ακόμα. Το φθινόπωρο μπαίνει επισήμως στην 21 Σεπτεμβρίου, στη φθινοπωρινή ισημερία. 



Τότε μονο θα καθαρίσουμε τη σκάλα να λάμψει από την πάστρα, θα στρώσουμε το κόκκινο χαλί, θα βάλουμε και το καλό σεμεδάκι στο περβάζι του παραθύρου με το λελουδικό από πάνω και θα υποδεχτούμε το Φθινόπωρο. Αλλά, μέχρι τότε, έχουμε ακόμη είκοσι μέρες καλοκαίρι. Τι σημαίνει αυτό; Πολύ απλά, τρία σαββατοκύριακα ξαπλώστρας και παραλίας, κι αυτά πάντα επισήμως. Γιατί, ανεπισήμως, θα εξαρτηθεί από τη θερμοκρασία, η οποία μπορεί να είναι στα ύψη μέχρι και τον Οκτώβρη. Ή και όχι, αλλά όπως τη βρίσκει ο καθένας!

Αν ξαναπείς ότι εξαιτίας μου τελειώνει το καλοκαίρι, θα σε μηνύσω για συκοφαντική δυσφήμιση.


2. Είναι ένας ΠΟΛΥ σημαντικός μήνας: Κι εσύ τον καταφρονείς, γιατί έχεις χάσει κάθε επαφή με τον κύκλο της φύσης και της ζωής, σκέφτεσαι μόνο το τι θα γίνει στη δουλειά και η Έριδα θα σε μαλώσει.

Μα κάποτε, που οι άνθρωποι ήταν συντονισμένοι με τη φύση και έπιαναν το λακριντί με τα ξωτικά και τις νεράιδες, τότε λοιπόν, ο Σεπτέμβρης ήταν σελέμπριτυ ανάμεσα στους μήνες και τον τιμούσαν όπως του άξιζε:

Τον έλεγαν Σταυρίτη από τη γιορτή του Τιμίου Σταυρού στις 14 του μήνα, και εκείνη η μέρα ήταν ορόσημο για τους ναυτικούς, γιατί έδεναν τα πανιά στα ιστοφόρα, το οποίο σήμαινε ότι από ΄κει κι έπειτα μεγάλα ταξίδια γιοκ. Ήταν σαν να λέμε το deadline της θάλασσας. Από ΄κει βγαίνει και η παροιμία “Του Σταυρού, σταύρωνε και δένε”.


Φαντάζομαι ξεμείναμε εδώ παρέα, ελπίζω να μη σε πειράζει. Εμένα πάντως, καθόλου.

Εκείνη, δε τη μέρα, μοίραζαν βασιλικό στις εκκλησίες, γιατί ο βασιλικός υποτίθεται ότι φύτρωσε στο μέρος που ήταν ο Τίμιος Σταυρός.
Η πιο σημαντική ονομασία, όμως, του Σεπτέμβρη, ήταν “Τρυγητής”, γιατί τότε οι άνθρωποι έκαναν τον τρύγο. Πετούσαν τα σταφύλια στο πατητήρι, ανέβαζαν φούστες και παντελόνια και πηδούσαν όλοι μέσα, σε μια φιέστα τρελή, με μουσική, χορό, και πολλές αναθυμιάσεις, σαν όργιο των Φρέμεν με το μπαχαρικό. 



Μπάμπα-μπούμπα, ντάκα-ντούκα, έτοιμος ο μούστος, έτοιμο και το κρασί να το 'χουν οι άνθρωποι όλο το χρόνο να ευφραίνονται οι καρδιές τους και να κερδίζουν πόντους μακροζωίας ένεκα μεσογειακής διατροφής.
Κοινώς, αν δεν ήταν ο Σεπτέμβρης, χρυσά μου, δε θα είχατε το ποτήρι το κόκκινο κρασί να μας γράφετε αυτά τα βαθυστόχαστα σκοτεινά πραγματάκια! Γι' αυτό βάλτε την γκλάβα να δουλέψει κι ένα ποτηράκι κρασί και γιορτάστε σαν άνθρωποι!

Τόσο, μάλιστα, διάσημος ήταν ο Σεπτέμβρης,  που έχει και πολλές δικές του παροιμίες:
  • Αν ίσως βρέξει ο Τρυγητής, χαρά στον τυροκόμο.
  • Βοηθάει ο Άη- Γιάννης και ο Σταυρός, γιομίζει το αμπάρι κι ο ληνός.
  • Θέρος, τρύγος, πόλεμος.
  • Μάρτη και Σεπτέμβρη ίσια τα μεσάνυχτα. [:ισημερία]
  • Στον Τρυγητή σιτάρι σπείρε και στο πανηγύρι σύρε.
  • Τον Σεπτέμβρη τα σταφύλια, τον Οκτώβρη τα κουδούνια.
  • Τον Τρυγητή τ' αμπελουργού πάνε χαλάλι οι κόποι.
  • Του Σεπτέμβρη οι βροχές, πολλά καλά μας φέρνουν.
  • Του Σταυρού αρμένιζε και του Σταυρού δένε.
  • Του Σταυρού κοίτα και τ' Άη Γιωργιού ξεκίνα.
  • Του Σταυρού σταύρωνε και δένε.
  • Του Σταυρού σταύρωνε και σπέρνε.
(Ειδικά την παροιμία "θέρος-τρύγος-πόλεμος" πολύ την αγαπώ για κάποιο λόγο.Ίσως επειδή είναι σαν σύνθημα, πώς λέμε ψωμί-παιδεία-ελευθερία.)

3. Είναι μήνας-ορόσημο: Τέσσερα σημεία-ορόσημα έχει ο κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του (ή και όχι, γιατί αν σέβεται τον εαυτό του γιατί να πρέπει να ψυχαναγκαστεί με σημεία-ορόσημα, αντί να κάνει πράξη το στόχο του εκείνη ακριβώς τη στιγμή; Τέλος πάντων όμως):

α) Την Πρωτοχρονιά, τότε που βάζουμε όλοι κάτω τον πωπό μας και φτιάχνουμε εκείνες τις λιστούλες με όσα θέλουμε να αλλάξουμε και να κυνηγήσουμε τη νέα χρονιά (τύπου κόβω το κάπνισμα, χάνω κιλά, γράφω μια ιστορία κάθε βδομάδα) και συνήθως τα κάνουμε.
β) Τα γενέθλιά μας, τότε που μόνο εμείς – ως γενεθλιάζοντες- βάζουμε κάτω τον πωπό μας και φτιάχνουμε εκείνες τις λιστούλες με όσα θέλουμε να αλλάξουμε και να κυνηγήσουμε τώρα που μεγαλώσαμε ακόμα λίγο (τύπου κόβω το κάπνισμα, χάνω κιλά, γράφω μια ιστορία κάθε βδομάδα) και συνήθως τα αναβάλλουμε για τα επόμενα γενέθλια.
γ) Τη Δευτέρα, τότε που λέμε ότι θα αρχίσουμε δίαιτα και συνήθως το αναβάλλουμε για μια άλλη Δευτέρα, σε ένα γαλαξία πολύ μακριά...


Ναι, καλά.

δ) Το Σεπτέμβρη, από τον οποίο, όμως, δε γλιτώνουμε. Το Σεπτέμβρη όλα ξαναμπαίνουν στη σειρά τους. Είναι εκεί, μας περιμένουν, και δεν υπάρχει καμία, μα καμία δικαιολογία να αδρανήσουμε: Το γυμναστήριο που θέλουμε να ξεκινήσουμε ανοίγει, οι φίλοι τους οποίους κυνηγάμε για projects έχουν επιστρέψει στην πόλη και είναι εξίσου ορεξάτοι με εμάς, τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών αρχίζουν τις εγγραφές (παρόλο που δε θα μάθεις εκεί Quenya) και γενικά, ο Σεπτέμβρης είναι ολόκληρος μια νέα αρχή, άσπιλη κι αμόλυντη σαν λευκή περιστερά.


Λευκή κι αμόλυντη, είπαμε.

4. Είναι σαν μια μίνι-άνοιξη: Ακόμη κι όταν προχωράει ο μήνας, δεν βγάζεις την μπέμπελη αλλά ούτε και τουρτουρίζεις. Ο καιρός γλυκαίνει, τα φυτά γύρω σου συνέρχονται από το σοκ του καλοκαιριού, που γι' αυτά είναι τεράστια δοκιμασία, και μαζεύουν δυνάμεις για το τσουνάμι του χειμώνα. Στο μεταξύ, ξανανθίζουν, αναπτύσσονται και γουστάρουν τη ζωή τους. Γιατί δεν το κάνεις κι εσύ;








Τα Pookoλούλουδα σας εύχονται ένα φανταστικό, υπέροχο, καταπληκτικό Σεπτέμβρη!

Η Δόνια Λουσίντα και ο Χαρτοπόλεμος



Ήταν ένα ηλιόλουστο μαγιάτικο πρωινό όταν η Δόνια Λουσίντα ξύπνησε κι αποφάσισε ότι δεν μπορεί να ζει άλλο έτσι.

“Ξυπνήστε, ξυπνήστε τεμπέλικα!” φώναξε γελαστή, σκίζοντας με ένα κουζινομάχαιρο τις λουλουδάτες κουρτίνες.

“Τι κάνεις εκεί, μαμά;” ρώτησε απορημένος ο Αλβάρο, με τα ξανθά του μαλλάκια να κρύβουν ακόμη τα μάτια του.

“Αφήνω το φως να μπει μέσα, αγάπη μου!” του απάντησε εκείνη, πιο λαμπερή κι από τον πρωινό ήλιο.
“Να σε βοηθήσω, μαμά;” ρώτησε κι η Καταρίνα, ετών πέντε, καθώς πεταγόταν από το κρεβατάκι της γρήγορη σαν ελαφάκι.

Η Δόνια Λουσίντα έγνεψε “ναι” ενθουσιασμένη, και πέταξε ένα ακόμη μαχαίρι στα πόδια του κρεβατιού.

Αφού τελείωσαν με την παιδική κρεβατοκάμαρα, όρμησαν στριφογυρίζοντας στο σαλόνι. Τα μαχαίρια τώρα είχαν γίνει τρία, σε ισάριθμα χέρια, καθώς ο οκτάχρονος Αλβάρο είχε αποφασίσει ότι δεν ήταν πρέπον να μην συμμετάσχει και ο άντρας του σπιτιού.

“Τα κάδρα, τα κάδρα!” έδειξε στα παιδιά η Δόνια Λουσίντα. 

Οι δυο μικροί πολεμιστές επιτέθηκαν στους πίνακες με ξεχωριστό ζήλο, μπήγοντας, σκίζοντας, τραβώντας σκηνές κυνηγιού και όμορφα, συμμετρικά πρόσωπα.

“Μαμά, τι είναι αυτές οι ζωγραφιές πίσω από τους πίνακες;”

“Σφραγίδες, Καταρίνα. Μαγικές. Τις είχε φτιάξει ο πατέρας σας για προστασία.”
“Πού είναι ο πατέρας τώρα, μαμά;” ρώτησε ο Αλβάρο, για άλλη μια φορά.
“Όχι εδώ!” του απάντησε η Δόνια Λουσίντα, ενώ έβγαζε προσεκτικά με το μαχαίρι της το κόκκινο χαρτόνι με τη σφραγίδα από πάνω.

Λίγο αργότερα, όλοι κρατούσαν στα χέρια τους από δύο χαρτόνια με τις σφραγίδες του Δον Γκαλάν. “Μην αφήσεις να τις δει κανείς, μην τις βγάλεις ποτέ”, της είχε πει, πριν φύγει για πάντα.

Χαρτόνια πράσινα, κόκκινα, γαλάζια και χρυσαφί. Κι ένα μαύρο.
“Θέλετε να φτιάξουμε χαρτοπόλεμο;” ρώτησε η Δόνια Λουσίντα.

Κι έφτιαξαν χαρτοπόλεμο. Έκοψαν, έσκισαν, κομμάτιασαν, γελώντας, στριφογύρισαν, γελώντας, πέταξαν τα κομμάτια ψηλά, γελώντας, και τότε άρχισαν να πετάνε και οι ίδιοι.

“Κοίτα μαμά, πετάω!” τσίριξε η Καταρίνα, τρελή από χαρά.

“Τι ωραία που είναι να ξαπλώνεις στο ταβάνι, μαμά!” φώναξε ο πάντα λίγο τεμπέλης Αλβάρο.

Τότε άρχισαν να σκοτεινιάζουν όλα. 


“Οι Σκιές!” αναφώνησε η Δόνια Λουσίντα, και, σφίγγοντας το κουζινομάχαιρο στο δεξί της χέρι, είπε ψύχραιμα:

“Τώρα θα χορέψουμε.”

Κι άρχισαν να στριφογυρίζουν κι άλλο, πάντα στον αέρα, και δε φοβόντουσαν τις Σκιές. Η Δόνια Λουσίντα χτυπούσε με χάρη και περισσή ευλυγισία, γιατί παλιά, πριν γνωρίσει τον Δον Γκαλάν, ήταν χορεύτρια του Βασιλικού Θεάτρου. Ο Αλβάρο ήταν πιο βραδυκίνητος, αλλά είχε τρομακτική δύναμη και γενναιότητα στις κινήσεις του. Η δε Καταρίνα, μικρόσωμη σαν μαϊμουδάκι, ήταν η πιο γρήγορη από όλους και δεν έχανε στόχο.

Και χόρευαν και πετούσαν και πολεμούσαν.

Kι ο χαρτοπόλεμος ακόμη έπεφτε, σαν να μην τελείωνε ποτέ, πράσινος, κόκκινος, γαλάζιος και χρυσαφί. Και μαύρος.
.....

Για πολύ καιρό μετά, ο επιθεωρητής της αστυνομίας Χόρχε Ντε Βίγια έσπαγε το κεφάλι του να καταλάβει τι έγινε στο σπίτι της Δόνια Λουσίντα και τα μέλη της μικρής οικογένειας σφαγιάστηκαν μεταξύ τους.  

Ούτε η απάντηση της μικρής Καταρίνα, που ανέπνεε ακόμα όταν τους βρήκαν και την ρώτησαν τι έκαναν, υπήρξε διαφωτιστική:
“Χαρτοπόλεμο.”




Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...