1 Σεπ 2013

Η Δόνια Λουσίντα και ο Χαρτοπόλεμος



Ήταν ένα ηλιόλουστο μαγιάτικο πρωινό όταν η Δόνια Λουσίντα ξύπνησε κι αποφάσισε ότι δεν μπορεί να ζει άλλο έτσι.

“Ξυπνήστε, ξυπνήστε τεμπέλικα!” φώναξε γελαστή, σκίζοντας με ένα κουζινομάχαιρο τις λουλουδάτες κουρτίνες.

“Τι κάνεις εκεί, μαμά;” ρώτησε απορημένος ο Αλβάρο, με τα ξανθά του μαλλάκια να κρύβουν ακόμη τα μάτια του.

“Αφήνω το φως να μπει μέσα, αγάπη μου!” του απάντησε εκείνη, πιο λαμπερή κι από τον πρωινό ήλιο.
“Να σε βοηθήσω, μαμά;” ρώτησε κι η Καταρίνα, ετών πέντε, καθώς πεταγόταν από το κρεβατάκι της γρήγορη σαν ελαφάκι.

Η Δόνια Λουσίντα έγνεψε “ναι” ενθουσιασμένη, και πέταξε ένα ακόμη μαχαίρι στα πόδια του κρεβατιού.

Αφού τελείωσαν με την παιδική κρεβατοκάμαρα, όρμησαν στριφογυρίζοντας στο σαλόνι. Τα μαχαίρια τώρα είχαν γίνει τρία, σε ισάριθμα χέρια, καθώς ο οκτάχρονος Αλβάρο είχε αποφασίσει ότι δεν ήταν πρέπον να μην συμμετάσχει και ο άντρας του σπιτιού.

“Τα κάδρα, τα κάδρα!” έδειξε στα παιδιά η Δόνια Λουσίντα. 

Οι δυο μικροί πολεμιστές επιτέθηκαν στους πίνακες με ξεχωριστό ζήλο, μπήγοντας, σκίζοντας, τραβώντας σκηνές κυνηγιού και όμορφα, συμμετρικά πρόσωπα.

“Μαμά, τι είναι αυτές οι ζωγραφιές πίσω από τους πίνακες;”

“Σφραγίδες, Καταρίνα. Μαγικές. Τις είχε φτιάξει ο πατέρας σας για προστασία.”
“Πού είναι ο πατέρας τώρα, μαμά;” ρώτησε ο Αλβάρο, για άλλη μια φορά.
“Όχι εδώ!” του απάντησε η Δόνια Λουσίντα, ενώ έβγαζε προσεκτικά με το μαχαίρι της το κόκκινο χαρτόνι με τη σφραγίδα από πάνω.

Λίγο αργότερα, όλοι κρατούσαν στα χέρια τους από δύο χαρτόνια με τις σφραγίδες του Δον Γκαλάν. “Μην αφήσεις να τις δει κανείς, μην τις βγάλεις ποτέ”, της είχε πει, πριν φύγει για πάντα.

Χαρτόνια πράσινα, κόκκινα, γαλάζια και χρυσαφί. Κι ένα μαύρο.
“Θέλετε να φτιάξουμε χαρτοπόλεμο;” ρώτησε η Δόνια Λουσίντα.

Κι έφτιαξαν χαρτοπόλεμο. Έκοψαν, έσκισαν, κομμάτιασαν, γελώντας, στριφογύρισαν, γελώντας, πέταξαν τα κομμάτια ψηλά, γελώντας, και τότε άρχισαν να πετάνε και οι ίδιοι.

“Κοίτα μαμά, πετάω!” τσίριξε η Καταρίνα, τρελή από χαρά.

“Τι ωραία που είναι να ξαπλώνεις στο ταβάνι, μαμά!” φώναξε ο πάντα λίγο τεμπέλης Αλβάρο.

Τότε άρχισαν να σκοτεινιάζουν όλα. 


“Οι Σκιές!” αναφώνησε η Δόνια Λουσίντα, και, σφίγγοντας το κουζινομάχαιρο στο δεξί της χέρι, είπε ψύχραιμα:

“Τώρα θα χορέψουμε.”

Κι άρχισαν να στριφογυρίζουν κι άλλο, πάντα στον αέρα, και δε φοβόντουσαν τις Σκιές. Η Δόνια Λουσίντα χτυπούσε με χάρη και περισσή ευλυγισία, γιατί παλιά, πριν γνωρίσει τον Δον Γκαλάν, ήταν χορεύτρια του Βασιλικού Θεάτρου. Ο Αλβάρο ήταν πιο βραδυκίνητος, αλλά είχε τρομακτική δύναμη και γενναιότητα στις κινήσεις του. Η δε Καταρίνα, μικρόσωμη σαν μαϊμουδάκι, ήταν η πιο γρήγορη από όλους και δεν έχανε στόχο.

Και χόρευαν και πετούσαν και πολεμούσαν.

Kι ο χαρτοπόλεμος ακόμη έπεφτε, σαν να μην τελείωνε ποτέ, πράσινος, κόκκινος, γαλάζιος και χρυσαφί. Και μαύρος.
.....

Για πολύ καιρό μετά, ο επιθεωρητής της αστυνομίας Χόρχε Ντε Βίγια έσπαγε το κεφάλι του να καταλάβει τι έγινε στο σπίτι της Δόνια Λουσίντα και τα μέλη της μικρής οικογένειας σφαγιάστηκαν μεταξύ τους.  

Ούτε η απάντηση της μικρής Καταρίνα, που ανέπνεε ακόμα όταν τους βρήκαν και την ρώτησαν τι έκαναν, υπήρξε διαφωτιστική:
“Χαρτοπόλεμο.”




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...