Περίεργες οι ώρες, περίεργη και η εποχή, καθότι ο ήλιος, εκείνη η μεγάλη κίτρινη μπάλα, έχει το μονοπώλιο του χρόνου.
Το συνειδητοποίησα χτες, που ήμουν για καφέ στο indie μαγαζάκι (ναι, αυτό των ιστοριών), όπου κοίταξα την ώρα στο κινητό (δείξτε μου κάποιον που φοράει ακόμα ρολόι), και έλεγε εννιά παρά δέκα το βράδυ, αλλά ο ήλιος μόλις τότε είχε αρχίσει να γέρνει προς δυσμάς.
Και μου φάνηκε περίεργο, σχεδόν ανώμαλο.
Μετά θυμήθηκε να βραδιάσει, αλλά εγώ ξέχασα να κοιμηθώ. Δίνω το πολύ-τελευταίο-μάθημα για το πτυχίο, μάθημα που ξέρω ότι σίγουρα θα περάσω γιατί είναι επιλογής, προφορικό, εύκολο και με έναν πολύ γλυκό καθηγητή, και είμαι κάπως αναστατωμένη.
Ίσως γιατί συνειδητοποιώ για τα καλά ένα άλλο περίεργο, ότι ήρθε η ώρα για μια νέα αρχή.
Ήρθε η ώρα να ανοίξω τα φτερά μου, να κάνω δυο φλαπ-φλαπ, σύνολο τέσσερα φλαπ, και να κάνω το μεγάλο, ιπτάμενο βήμα.
Η ώρα έχει πάει πέντε, ακόμα σκοτάδι, κλείνω το τηλέφωνο, μιλούσα με τον Χσιν. Ας τον πούμε έτσι από τα αρχικά H.S.I.N της φράσης "How Soon Is Now", που είναι τραγούδι των Smiths. Ο Χσιν ακούει Smiths και μοιάζει με τον Morrissey, τον αγαπώ πολύ, κι ας μιλάμε πάντα μια φορά το χρόνο μόνο, πάντα μια ώρα, πάντα χαράματα. Πάντα τέτοια εποχή, στις αρχές καλοκαιριού, που οι ώρες είναι περίεργες.
Κλείνουμε το τηλέφωνο, πάω να κοιμηθώ, αρχίζω και στριφογυρνάω. Τελυταίο μάθημα, φλαπ-φλαπ-φλαπ. Μετά το μάθημα, ακόμα ένα φλαπ κι έφυγα. Ένα φλαπ και δυο ανάσες.
Παίρνω τις ανάσες και βγάζω το κεφάλι μου από το μαξιλάρι. Είμαι ιπτάμενο, όχι βαδίζον πουλί. Δε μου πάει να στρουθοκαμηλίζω. Κοιτάω από το παράθυρο και...
ΕΧΕΙ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ.
Μα πώς έγινε αυτό, μα τη γλυκιά Έριδα; Πώς πρόλαβε να ξημερώσει μέσα σε ένα δεκάλεπτο, ένα τέταρτο της ώρας;
Και κάπου εκεί χαμογελάω, και δε με νοιάζει αν θα κοιμηθώ ή όχι. Και δε με νοιάζει που βγήκε ο ήλιος, γιατί δεν έχει νόημα να εξηγήσω τα ανεξήγητα. Αν προσπαθήσω να τα εξηγήσω, θα χαθεί όλη η ομορφιά.
Και κάπου εκεί χαμογελάω, γιατί σε λίγες ώρες από τώρα, εκείνο το τελευταίο φλαπ θα γίνει δικό μου.
Η ώρα τώρα είναι εφτά. Καλημέρα.
Και να μη φοβάστε τον ήλιο, αν τα φτερά σας δεν είναι από κερί.
27 Ιουν 2008
24 Ιουν 2008
Bεντάλιες.
Ήταν, νομιζω, πριν κανα δεκαήμερο, όταν βολτάραμε με τη φίλη μου τη Νουάρ (ας την πούμε έτσι, γιατί τρελαίνεται για τα φιλμ νουάρ και γενικά ό,τι συνδυάζει σκονισμένη εικόνα, καμπαρντίνα, βροχή, φονικά και πολύ, πολύ τσιγάρο) στην Ερμού. Ήθελα να πάρω μια τσάντα μεγάλη, να χωράει όλο το writer's kit, τετραδιάκια, μολύβια, φωσφορομαρκαδοράκια, τη φωτογραφική μηχανή κτλ κτλ.
Εντοπίζω την τσάντα, παμε να πληρώσουμε, το μάτι μου πέφτει σε μια μικρή βεντάλια. Όχι κάτι το ιδιαίτερο, χάρτινη ήταν, κινέζικου στυλ με κάτι δέντρα και κάτι πουλάκια που πετούσαν, δεν είχα ποτε ιδιαίτερη σχέση με τις βεντάλιες, αλλά εκείνη τη στιγμή το χέρι μου πήγε ακριβώς πάνω της.
Στο δρόμο για το σπίτι έκανε άπειρη ζέστη, βγάζουμε με τη Νουάρ τις βεντάλιες μας, τσάκα-τσούκα, τσάκα-τσούκα, μάς άρεσε το feeling, ταξιδέψαμε, γίναμε δυο δεσποινίδες λεπτεπίλεπτες του παλιού καιρού, τότε που ήταν της μόδας να χαστουκίζεις με αρωματισμένα γάντια και να αρρωσταίνεις με φυματίωση. Το ταξίδι, ευτυχώς, ως μόνο κατάλοιπο άφησε αυτή την αίσθηση και δεν έφερε ξεχασμένες από το Θεό αρρώστιες, και με λίγα λόγια, τσάκα-τσούκα, τσάκα-τσούκα, περπατούσαμε και γουστάραμε, πιαστήκαμε αγκαζέ, σηκώσαμε τη μύτη ψηλά κι άρχισε εκείνη να μου λέει για τον αρραβωνιαστικό της τον Θήοντορ που σπουδάζει στην Οξφόρδη και της στέλνει γράμματα, κι εγώ να διηγούμαι για τον μπάτλερ μας τον Έντγκαρ, που μάλλον είναι "ιδιαίτερος", γιατί γλυκοκοιτάει τον κηπουρό μας τον Ρόρυ. Ο κόσμος γύρω μας, φυσικά, δεν κατάλαβε ότι "ταξιδεύαμε" και γρήγορα αρχίσαν να πέφτουν πάνω μας φρικαρισμένα βλέμματα, καθότι οι ερμηνείες μας ήταν άξιες για 'Οσκαρ. Πώς καταφέραμε να συγκρατηθούμε, μια Έρις το ξέρει.
Αρκετές μέρες μετά από το σκηνικό, και παρά την πεποίθησή μου ότι η άμοιρη βεντάλια θα ξεχαστεί σε ένα συρτάρι και θα δει το φως του ήλιου μόνο στην περίπτωση διεξοδικής φασίνας του Pookoδωματίου (κατα κύριο λόγο ξημερώματα και σε κατάσταση έξαλλης ζάλης από το πιώμα, για να ξεμεθύσω πριν κοιμηθώ) για να πεταχτεί, το συμπαθές αντικείμενο βρισκόταν ακόμη στα αμείλικτα χέρια μου. Οι πούτσες και οι βούρτσες του προηγούμενου Post με είχαν αποσυντονίσει αρκετά, και το τσάκα-τσούκα, τσάκα-τσούκα της βεντάλιας πραγματικά με ηρεμούσε.
Μέχρι χτες που οι πούτσες έγιναν πουτσάρες, οι βούρτσες βουρτσάρες, ως εκ τούτου ο αποσυντονισμός μετατράπηκε σε ντελίριο κι ευλόγως το απαλό τσάκα-τσούκα, τσάκα-τσούκα των προηγούμενων ημερών ανέβασε ένταση με γεωμετρική πρόοδο και μετά από κι-εγώ-δεν-ξέρω-πόσα ΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑ, η έρμη η βεντάλια αποδήμησε εις τόπον χλοερόν. Το χειρότερο; Αποδημησε χωρις να ολοκληρωσει το εργο της, δηλαδη να καλμάρει μια ετσι κι αλλιως ψυχοπαθη, ποσο μαλλον σε περιοδο αναδρομου Μπελτεγκέζ, νεράιδα.
Δεν της κράτησα κακία. Ήταν τόσο μικρή και τόσο εύθραστη με αυτό το απαλό χαρτάκι, που δεν μπορούσε να κάνει και πολλά. Τελικά εκτονώθηκα με μερικά σφηνάκια στο indie μαγαζάκι (όχι το indie των ιστοριών, το άλλο, το λίγο πιο αξιοπρεπές) και αγκαλιές από τη Διεστραμμένη Δασκάλα (αυτή είναι μια άλλη φίλη μου, που ούτε διεστραμμένη είναι, ούτε διδάσκει, απλώς σε μια φωτογραφία της μοιάζει ακριβώς έτσι.)
Σήμερα, ωστόσο, η μήτηρ μού χάρισε μια δικιά της βεντάλια. Της αρέσουν, βλέπετε, οι εκλάμψεις θηλυκότητας που μου βγαίνουν καμιά φορά. Ή προτιμά το να ξεσπάω σε βεντάλιες, παρά τις εφόδους στο ψυγείο ή το πλιάτσικο των νυχιών μου, τα οποία μόλις τώρα άρχισαν να φαίνονται κάπως ευπαρουσίαστα.
Αυτή η βεντάλια,λοιπόν, είναι ισπανικού τύπου, μεγάλη, μωβ, με ζωγραφισμένα τριαντάφυλλα. Σκέτη ομορφιά. Και όχι χάρτινη, αλλά πλαστική, που αντέχει στα βασανιστήρια. Τέσσερις ώρες ΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑ και συνεχίζει ακάθεκτη.
Και το καλύτερο; Με κάθε τσάκα-τσούκα, με κάθε γλυκιά πνοή του αέρα που με χτυπάει, φέυγει κι από λίγη μεταβατίλα και καταχνιά, φεύγει η αρνητικότητα κι ο θυμός, φεύγει εκείνη η πικρή γέυση στο στόμα, κι εγώ συντονίζομαι, βουτάω και ταξιδεύω όλο και πιο πολύ, όλο και πιο βαθιά, μέσα σε κόκκινα και ροζ τριαντάφυλλα.
Εντοπίζω την τσάντα, παμε να πληρώσουμε, το μάτι μου πέφτει σε μια μικρή βεντάλια. Όχι κάτι το ιδιαίτερο, χάρτινη ήταν, κινέζικου στυλ με κάτι δέντρα και κάτι πουλάκια που πετούσαν, δεν είχα ποτε ιδιαίτερη σχέση με τις βεντάλιες, αλλά εκείνη τη στιγμή το χέρι μου πήγε ακριβώς πάνω της.
Στο δρόμο για το σπίτι έκανε άπειρη ζέστη, βγάζουμε με τη Νουάρ τις βεντάλιες μας, τσάκα-τσούκα, τσάκα-τσούκα, μάς άρεσε το feeling, ταξιδέψαμε, γίναμε δυο δεσποινίδες λεπτεπίλεπτες του παλιού καιρού, τότε που ήταν της μόδας να χαστουκίζεις με αρωματισμένα γάντια και να αρρωσταίνεις με φυματίωση. Το ταξίδι, ευτυχώς, ως μόνο κατάλοιπο άφησε αυτή την αίσθηση και δεν έφερε ξεχασμένες από το Θεό αρρώστιες, και με λίγα λόγια, τσάκα-τσούκα, τσάκα-τσούκα, περπατούσαμε και γουστάραμε, πιαστήκαμε αγκαζέ, σηκώσαμε τη μύτη ψηλά κι άρχισε εκείνη να μου λέει για τον αρραβωνιαστικό της τον Θήοντορ που σπουδάζει στην Οξφόρδη και της στέλνει γράμματα, κι εγώ να διηγούμαι για τον μπάτλερ μας τον Έντγκαρ, που μάλλον είναι "ιδιαίτερος", γιατί γλυκοκοιτάει τον κηπουρό μας τον Ρόρυ. Ο κόσμος γύρω μας, φυσικά, δεν κατάλαβε ότι "ταξιδεύαμε" και γρήγορα αρχίσαν να πέφτουν πάνω μας φρικαρισμένα βλέμματα, καθότι οι ερμηνείες μας ήταν άξιες για 'Οσκαρ. Πώς καταφέραμε να συγκρατηθούμε, μια Έρις το ξέρει.
Αρκετές μέρες μετά από το σκηνικό, και παρά την πεποίθησή μου ότι η άμοιρη βεντάλια θα ξεχαστεί σε ένα συρτάρι και θα δει το φως του ήλιου μόνο στην περίπτωση διεξοδικής φασίνας του Pookoδωματίου (κατα κύριο λόγο ξημερώματα και σε κατάσταση έξαλλης ζάλης από το πιώμα, για να ξεμεθύσω πριν κοιμηθώ) για να πεταχτεί, το συμπαθές αντικείμενο βρισκόταν ακόμη στα αμείλικτα χέρια μου. Οι πούτσες και οι βούρτσες του προηγούμενου Post με είχαν αποσυντονίσει αρκετά, και το τσάκα-τσούκα, τσάκα-τσούκα της βεντάλιας πραγματικά με ηρεμούσε.
Μέχρι χτες που οι πούτσες έγιναν πουτσάρες, οι βούρτσες βουρτσάρες, ως εκ τούτου ο αποσυντονισμός μετατράπηκε σε ντελίριο κι ευλόγως το απαλό τσάκα-τσούκα, τσάκα-τσούκα των προηγούμενων ημερών ανέβασε ένταση με γεωμετρική πρόοδο και μετά από κι-εγώ-δεν-ξέρω-πόσα ΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑ, η έρμη η βεντάλια αποδήμησε εις τόπον χλοερόν. Το χειρότερο; Αποδημησε χωρις να ολοκληρωσει το εργο της, δηλαδη να καλμάρει μια ετσι κι αλλιως ψυχοπαθη, ποσο μαλλον σε περιοδο αναδρομου Μπελτεγκέζ, νεράιδα.
Δεν της κράτησα κακία. Ήταν τόσο μικρή και τόσο εύθραστη με αυτό το απαλό χαρτάκι, που δεν μπορούσε να κάνει και πολλά. Τελικά εκτονώθηκα με μερικά σφηνάκια στο indie μαγαζάκι (όχι το indie των ιστοριών, το άλλο, το λίγο πιο αξιοπρεπές) και αγκαλιές από τη Διεστραμμένη Δασκάλα (αυτή είναι μια άλλη φίλη μου, που ούτε διεστραμμένη είναι, ούτε διδάσκει, απλώς σε μια φωτογραφία της μοιάζει ακριβώς έτσι.)
Σήμερα, ωστόσο, η μήτηρ μού χάρισε μια δικιά της βεντάλια. Της αρέσουν, βλέπετε, οι εκλάμψεις θηλυκότητας που μου βγαίνουν καμιά φορά. Ή προτιμά το να ξεσπάω σε βεντάλιες, παρά τις εφόδους στο ψυγείο ή το πλιάτσικο των νυχιών μου, τα οποία μόλις τώρα άρχισαν να φαίνονται κάπως ευπαρουσίαστα.
Αυτή η βεντάλια,λοιπόν, είναι ισπανικού τύπου, μεγάλη, μωβ, με ζωγραφισμένα τριαντάφυλλα. Σκέτη ομορφιά. Και όχι χάρτινη, αλλά πλαστική, που αντέχει στα βασανιστήρια. Τέσσερις ώρες ΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑ και συνεχίζει ακάθεκτη.
Και το καλύτερο; Με κάθε τσάκα-τσούκα, με κάθε γλυκιά πνοή του αέρα που με χτυπάει, φέυγει κι από λίγη μεταβατίλα και καταχνιά, φεύγει η αρνητικότητα κι ο θυμός, φεύγει εκείνη η πικρή γέυση στο στόμα, κι εγώ συντονίζομαι, βουτάω και ταξιδεύω όλο και πιο πολύ, όλο και πιο βαθιά, μέσα σε κόκκινα και ροζ τριαντάφυλλα.
22 Ιουν 2008
H πούτσα και η βούρτσα
Έγκυρες πηγές μου με πληροφορούν ότι γαμήθηκε το σύμπαν αυτές τις μέρες. Δεν ξέρω αν φταίει η αμείλικτη ζέστη, η πανσέληνος (από τα πιο όμορφα και ύπουλα φεγγάρια που έχω δει, έλαμπε σαν γλιτσιασμένη χρυσόμπαλα), ο ανάδρομος Ερμής, Δίας, Αλντεμπαράν, Μπελτεγκέζ, Αρράκις κτλ, το γεγονός ότι είναι καλοκαίρι και ο επακόλουθος ψυχαναγκασμός των ανθρώπων για παραλίες, μοχίτο και μπικίνι ή, τελοσπάντων, ο συνδυασμός όλων των παραπάνω, αλλά ένα είναι σίγουρο. Ήταν μια από τις πιο εκνευριστικές βδομάδες του έτους.
Γκρίνια, νεύρα, άγχος, τρέξιμο, πονοκέφαλοι και τόση ευθιξία, τόση συσσωρευμένη αρνητική ενέργεια, που το μπάχαλο έγινε βασιλιάς. Ναι, ναι. Η Σκυλότητά Της (για την Έριδα μιλάω), βρήκε πρόσφορο έδαφος να μοιράσει τα χαρτιά της.
Φυσιολογικές καταστάσεις, ως εδώ. Δεν είναι κανένα ανθρώπινο (και μη) ον αναγκασμένο να είναι πάντα ευγενικό, ειδικά όταν τρέχει στο λιοπύρι για δουλειές, έχει πονοκέφαλο, και συνδιαλλέγεται κάθε στιγμή με άλλα ανθρώπινα (και μη) όντα που τρέχουν στο λιοπύρι για δουλειές, έχουν πονοκέφαλο και συνδιαλλέγονται με άλλα ανθρώπινα (και μη) όντα που τρέχουν στο λιοπύρι για δουλειές κτλ κτλ κτλ.
Το πρόβλημα είναι όταν στο παιχνίδι της ανθρώπινης συνδιαλλαγής κι επικοινωνίας (διότι η Έριδα λατρεύει να κλέβει στα χαρτιά) μπαίνουν κι άλλα όντα, ανθρώπινα κατά κύριο λόγο, που έχουν ως κύριο σκοπό της ζωής τους να δυσκολέψουν τη δικιά σου ζωή.
Το πρόβλημα επικοινωνίας με αυτά τα όντα κυρίως εντοπίζονται στη διάσταση nature-demeanor (δεν είμαι ψυχολόγος, γι' αυτό το θέτω με ...αρπιτζίστικους όρους). Όπου nature (εμείς εδώ ας το πούμε πούτσα) είναι το τι πραγματικά είναι κάποιος, δλδ καλόκαρδος ή υπολογιστικό γουρούνι ή εγωίσταρος του κερατά ή αφελής μέχρι την Άβυσσο, για παράδειγμα, και το demeanor (ας το πούμε βούρτσα) είναι αυτό που θέλει να βγάζει προς τα έξω, δηλαδή καλόκαρδος ή υπολογιστικό γουρούνι ή εγωίσταρος του κερατά ή αφελής μέχρι την Άβυσσο. Ναι, σωστά μαντέψατε. Όλα τα χαρακτηριστικά μπαίνουν στη βιτρίνα, είναι ένα μαγαζί όπου ο πελάτης έχει πλήθος επιλογών και συνδυασμών.
Λίγοι άνθρωποι επιλέγουν να βγάζουν έξω τον αληθινό τους εαυτό, δηλαδή να έχουν ίδιο nature-πούτσα και demeanor-βούρτσα, και σε αυτούς η γράφουσα βγάζει το καπέλο. Θέλει πολλά κιλά αμελέτητα, αυτοπεποίθηση, και την επίγνωση του γεγονότος ότι μένεις γυμνός, χωρίς άσους στο μανίκι ή τις λεγόμενες "πισινές". Για αυτό και τα περισσότερα όντα, ανθρώπινα κατά κύριο λόγο, έχουν ένα δίχτυ ασφαλείας, μια συμπεριφορά λίγο πιο αποδεκτή κατά τις κοινωνικές συμβάσεις, το οποίο το αφήνουν να χαλαρώσει λιγάκι κάποιες σπάνιες στιγμές που νιώθουν ότι ένας συνάνθρωπός τους αξίζει να βουτήξει λίγο πιο μέσα.
Υπάρχουν, βέβαια κι άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι έχουν γραμμένη τη βούρτσα στα παλιά τους τα παπούτσια όταν βαράνε limit, ξεχνώντας ότι έχουν να κάνουν με ακόμα ένα ανθρώπινο ον. Αυτούς, η discordian ψυχολογία που θα ιδρυθεί σε λίγα χρονάκια από τώρα, θα τους ορίζει ως Συναισθηματικά Ηλίθιους. Ξεσπάνε, βγάζουν τα νεύρα τους, αποφορτίζονται, χωρίς να είναι απαραίτητο ότι την πούτσα της απουσίας της βούρτσας τους θα τη φάει στη μάπα κάποιος που πολλές φορές δε φταίει. Αυτή η ενέργεια, δυστυχώς δε χάνεται. Μεταβιβάζεται στο δέκτη, μαζί με τη Συναισθηματική Ηλιθιότητα. Γιατί όταν κάποιος ξεσπάει πάνω σου ενώ δε φταις, μαζί με τη μαυρίλα παίρνεις και την εντύπωση του ότι "οκ, αν εχει αυτός δικαιωμα να τα βγαζει πανω μου, θα τα βγαλω κι εγώ σε κάποιον άλλον". Κι έτσι δημιουργείται ένα τεράστιο mexican wave γκρίνιας κι εκνευρισμού, το οποίο κάνει κύκλους απο μικροσύστημα σε μικροσύστημα.
Το αντίθετο του Συνδρόμου Της Πούτσας Λόγω Απουσίας Της Βούρτσας, που αναλύθηκε παραπάνω, επίσης υπάρχει. Λέγεται Σύνδρομο "Δε Θα Δεις Ποτέ Την Πούτσα Μου" (Δ.Θ.Δ.Π.Τ.Π.Μ.). Σε αυτή την περίπτωση το άτομο έχει φτιάξει ένα δίχτυ ασφαλείας νααααα (με το συμπάθειο), κι έχει υιοθετήσει ένα μοντελάκι συμπεριφοράς από το οποίο δεν αποκλίνει ποτέ. Τρανταχτό παράδειγμα ο Dr. House. Είναι μαλάκας και στη δουλειά, και στις κοινωνικές σχέσεις, ακόμη και στις πιο τρυφερές στιγμές με τον έρωτα της ζωής του. Η κύρια αιτία του συνδρόμου αυτού είναι, πιστεύω (διότι δεν είμαι ψυχολόγος, απλώς θέλω να χώσω), η ανασφάλεια που έχει κάποιος, σε συνδυασμό με διάφορες πούτσες (μην το συγχέετε με την πούτσα-nature) που έφαγε στο παρελθόν. Είναι σαν ένα μικρό μυδάκι, μαλακό και γλιτσερό, που έχει ορθώσει ένα τεράστιο, γερό κέλυφος γύρω του για να μην μπει κανείς μέσα και το κάνει μυδοπίλαφο.
'Ετσι, το άτομο που πάσχει από το Σύνδρομο Δ.Θ.Δ.Π.Τ.Π.Μ., θα συνεχίσει να φέρεται όπως φέρεται σε οποιαδήποτε κατάσταση, κατά κύριο λόγο εκνευρίζοντας τους συνανθρώπους του (διότι τις περισσότερες φορές υιοθετεί επιθετικές συμπεριφορές) κι αν ποτέ ενοχλήσει κάποιον, το πρόβλημα θα είναι του κάποιου, διότι ο κάποιος δεν είναι "κουλ", ενώ ο Δ.Θ.Δ.Π.Τ.Π.Μ. συνήθως είναι γαμάτος, ή έτσι θέλει να πιστεύει τουλάχιστον. Δεν είναι ότι δε βλέπει πέρα από τη μύτη του, είναι πανέξυπνος τις περισσότερες των περιπτώσεων, απλώς γουστάρει... παιχνίδι και... discordia.
Εδώ θέλω να προσθέσω το εξής: Το νόημα της Discordia είναι να είσαι αληθινός. "Speak from your heart", γράφει κάπου στο τέλος. Αυτό απέχει παρασσάγας από το "φέρσου σαν μαλάκας".
Αυτά, αγαπητοί αναγνώστες. Συγχωρήστε με για το μακροσκελές post και τους αδόκιμους όρους. Μια παράκληση, μόνο. Είναι καλοκαίρι και η ζέστη κάνει τους γύρω σας λιγότερο ανεκτικούς, οπότε καλό θα ήταν να συντονίσετε λίγο τις βούρτσες και τις πούτσες σας, για να αποφευχθούν εμπόλεμες συρράξεις.
Ευχαριστώ.
Γκρίνια, νεύρα, άγχος, τρέξιμο, πονοκέφαλοι και τόση ευθιξία, τόση συσσωρευμένη αρνητική ενέργεια, που το μπάχαλο έγινε βασιλιάς. Ναι, ναι. Η Σκυλότητά Της (για την Έριδα μιλάω), βρήκε πρόσφορο έδαφος να μοιράσει τα χαρτιά της.
Φυσιολογικές καταστάσεις, ως εδώ. Δεν είναι κανένα ανθρώπινο (και μη) ον αναγκασμένο να είναι πάντα ευγενικό, ειδικά όταν τρέχει στο λιοπύρι για δουλειές, έχει πονοκέφαλο, και συνδιαλλέγεται κάθε στιγμή με άλλα ανθρώπινα (και μη) όντα που τρέχουν στο λιοπύρι για δουλειές, έχουν πονοκέφαλο και συνδιαλλέγονται με άλλα ανθρώπινα (και μη) όντα που τρέχουν στο λιοπύρι για δουλειές κτλ κτλ κτλ.
Το πρόβλημα είναι όταν στο παιχνίδι της ανθρώπινης συνδιαλλαγής κι επικοινωνίας (διότι η Έριδα λατρεύει να κλέβει στα χαρτιά) μπαίνουν κι άλλα όντα, ανθρώπινα κατά κύριο λόγο, που έχουν ως κύριο σκοπό της ζωής τους να δυσκολέψουν τη δικιά σου ζωή.
Το πρόβλημα επικοινωνίας με αυτά τα όντα κυρίως εντοπίζονται στη διάσταση nature-demeanor (δεν είμαι ψυχολόγος, γι' αυτό το θέτω με ...αρπιτζίστικους όρους). Όπου nature (εμείς εδώ ας το πούμε πούτσα) είναι το τι πραγματικά είναι κάποιος, δλδ καλόκαρδος ή υπολογιστικό γουρούνι ή εγωίσταρος του κερατά ή αφελής μέχρι την Άβυσσο, για παράδειγμα, και το demeanor (ας το πούμε βούρτσα) είναι αυτό που θέλει να βγάζει προς τα έξω, δηλαδή καλόκαρδος ή υπολογιστικό γουρούνι ή εγωίσταρος του κερατά ή αφελής μέχρι την Άβυσσο. Ναι, σωστά μαντέψατε. Όλα τα χαρακτηριστικά μπαίνουν στη βιτρίνα, είναι ένα μαγαζί όπου ο πελάτης έχει πλήθος επιλογών και συνδυασμών.
Λίγοι άνθρωποι επιλέγουν να βγάζουν έξω τον αληθινό τους εαυτό, δηλαδή να έχουν ίδιο nature-πούτσα και demeanor-βούρτσα, και σε αυτούς η γράφουσα βγάζει το καπέλο. Θέλει πολλά κιλά αμελέτητα, αυτοπεποίθηση, και την επίγνωση του γεγονότος ότι μένεις γυμνός, χωρίς άσους στο μανίκι ή τις λεγόμενες "πισινές". Για αυτό και τα περισσότερα όντα, ανθρώπινα κατά κύριο λόγο, έχουν ένα δίχτυ ασφαλείας, μια συμπεριφορά λίγο πιο αποδεκτή κατά τις κοινωνικές συμβάσεις, το οποίο το αφήνουν να χαλαρώσει λιγάκι κάποιες σπάνιες στιγμές που νιώθουν ότι ένας συνάνθρωπός τους αξίζει να βουτήξει λίγο πιο μέσα.
Υπάρχουν, βέβαια κι άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι έχουν γραμμένη τη βούρτσα στα παλιά τους τα παπούτσια όταν βαράνε limit, ξεχνώντας ότι έχουν να κάνουν με ακόμα ένα ανθρώπινο ον. Αυτούς, η discordian ψυχολογία που θα ιδρυθεί σε λίγα χρονάκια από τώρα, θα τους ορίζει ως Συναισθηματικά Ηλίθιους. Ξεσπάνε, βγάζουν τα νεύρα τους, αποφορτίζονται, χωρίς να είναι απαραίτητο ότι την πούτσα της απουσίας της βούρτσας τους θα τη φάει στη μάπα κάποιος που πολλές φορές δε φταίει. Αυτή η ενέργεια, δυστυχώς δε χάνεται. Μεταβιβάζεται στο δέκτη, μαζί με τη Συναισθηματική Ηλιθιότητα. Γιατί όταν κάποιος ξεσπάει πάνω σου ενώ δε φταις, μαζί με τη μαυρίλα παίρνεις και την εντύπωση του ότι "οκ, αν εχει αυτός δικαιωμα να τα βγαζει πανω μου, θα τα βγαλω κι εγώ σε κάποιον άλλον". Κι έτσι δημιουργείται ένα τεράστιο mexican wave γκρίνιας κι εκνευρισμού, το οποίο κάνει κύκλους απο μικροσύστημα σε μικροσύστημα.
Το αντίθετο του Συνδρόμου Της Πούτσας Λόγω Απουσίας Της Βούρτσας, που αναλύθηκε παραπάνω, επίσης υπάρχει. Λέγεται Σύνδρομο "Δε Θα Δεις Ποτέ Την Πούτσα Μου" (Δ.Θ.Δ.Π.Τ.Π.Μ.). Σε αυτή την περίπτωση το άτομο έχει φτιάξει ένα δίχτυ ασφαλείας νααααα (με το συμπάθειο), κι έχει υιοθετήσει ένα μοντελάκι συμπεριφοράς από το οποίο δεν αποκλίνει ποτέ. Τρανταχτό παράδειγμα ο Dr. House. Είναι μαλάκας και στη δουλειά, και στις κοινωνικές σχέσεις, ακόμη και στις πιο τρυφερές στιγμές με τον έρωτα της ζωής του. Η κύρια αιτία του συνδρόμου αυτού είναι, πιστεύω (διότι δεν είμαι ψυχολόγος, απλώς θέλω να χώσω), η ανασφάλεια που έχει κάποιος, σε συνδυασμό με διάφορες πούτσες (μην το συγχέετε με την πούτσα-nature) που έφαγε στο παρελθόν. Είναι σαν ένα μικρό μυδάκι, μαλακό και γλιτσερό, που έχει ορθώσει ένα τεράστιο, γερό κέλυφος γύρω του για να μην μπει κανείς μέσα και το κάνει μυδοπίλαφο.
'Ετσι, το άτομο που πάσχει από το Σύνδρομο Δ.Θ.Δ.Π.Τ.Π.Μ., θα συνεχίσει να φέρεται όπως φέρεται σε οποιαδήποτε κατάσταση, κατά κύριο λόγο εκνευρίζοντας τους συνανθρώπους του (διότι τις περισσότερες φορές υιοθετεί επιθετικές συμπεριφορές) κι αν ποτέ ενοχλήσει κάποιον, το πρόβλημα θα είναι του κάποιου, διότι ο κάποιος δεν είναι "κουλ", ενώ ο Δ.Θ.Δ.Π.Τ.Π.Μ. συνήθως είναι γαμάτος, ή έτσι θέλει να πιστεύει τουλάχιστον. Δεν είναι ότι δε βλέπει πέρα από τη μύτη του, είναι πανέξυπνος τις περισσότερες των περιπτώσεων, απλώς γουστάρει... παιχνίδι και... discordia.
Εδώ θέλω να προσθέσω το εξής: Το νόημα της Discordia είναι να είσαι αληθινός. "Speak from your heart", γράφει κάπου στο τέλος. Αυτό απέχει παρασσάγας από το "φέρσου σαν μαλάκας".
Αυτά, αγαπητοί αναγνώστες. Συγχωρήστε με για το μακροσκελές post και τους αδόκιμους όρους. Μια παράκληση, μόνο. Είναι καλοκαίρι και η ζέστη κάνει τους γύρω σας λιγότερο ανεκτικούς, οπότε καλό θα ήταν να συντονίσετε λίγο τις βούρτσες και τις πούτσες σας, για να αποφευχθούν εμπόλεμες συρράξεις.
Ευχαριστώ.
20 Ιουν 2008
Παιχνιδίδιον
So, ο κύριος Φλεβοπρίονο με προκαλει να παίξω ένα παιχνίδάκιον. Υποτίθεται οτι πρέπει να πω τέσσερα πράγματα για μένα, εκ των οποίων τα τρια να ειναι μούφες και το ένα αληθές.
Έχουμε και λέμε λοιπόν:
1. Μικρή πίστευα πως αν κάποιος φάει τη σαλάτα με κουτάλι, θα πεθάνει η μαμά του.
2. Λίγο μικρότερη σε ηλικία από αυτή του παραπάνω statement, πάθαινα κρίση πανικού κάθε φορά που έβλεπα τον Δρακουμέλ.
3. Παραμιλάω πολύ συχνά στον ύπνο μου, και καμιά φορά υπνοβατώ άμα λάχει.
4. Ακόμα να μάθω πώς κάνουμε κυκλάκια φυσώντας καπνό.
That's all, folks!
Προκαλώ τους: Μουτουσλίμπερο και Ουλτραλίσκο.
Έχουμε και λέμε λοιπόν:
1. Μικρή πίστευα πως αν κάποιος φάει τη σαλάτα με κουτάλι, θα πεθάνει η μαμά του.
2. Λίγο μικρότερη σε ηλικία από αυτή του παραπάνω statement, πάθαινα κρίση πανικού κάθε φορά που έβλεπα τον Δρακουμέλ.
3. Παραμιλάω πολύ συχνά στον ύπνο μου, και καμιά φορά υπνοβατώ άμα λάχει.
4. Ακόμα να μάθω πώς κάνουμε κυκλάκια φυσώντας καπνό.
That's all, folks!
Προκαλώ τους: Μουτουσλίμπερο και Ουλτραλίσκο.
16 Ιουν 2008
To τέλος μιας σχέσης
'Ετσι θα μπορούσε να αρχίζει μια δακρύβρεχτη ταινία, από αυτές που υποτίθεται ότι παρακολουθούμε εμείς οι γυναίκες με μπόλικα κουτιά χαρτομάντιλα και τόνους παγωτό - προσωπικά δεν μπορώ να κάνω και τα τρία πράγματα ταυτόχρονα, δηλαδή και να βλέπω ταινία και να καταβροχθίζω παγωτό και να φυσάω και τη μύτη μου.
Έτσι επίσης θα μπορούσε να αρχίζει κι ένα άρλεκιν, από αυτά που μου έδινε ο Ρούφος να διαβάζω όταν ήμουν μικρή, και μετά ρωτούσα τη γιαγια μου τι είναι ένα ξανθό τρίγωνο. Η γιαγιά, μόλις το άκουγε, μου έφτιαχνε ένα ντοματότυρο (η αγαπημενη μου λιχουδιά) στο πι και φι, διότι χωρίς να εχει διαβασει την παραπανω παραγραφο ήξερε οτι οταν τρωω δεν κανω τιποτε άλλο, μετά περίμενε τον παππού Ρούφο, τον έσερνε στο καμαράκι και την άλλη μέρα γινόντουσαν άφαντα και τα άρλεκιν και τα ξανθά τρίγωνα.
Έτσι θα μπορούσε να αρχίζει κι ένα ανούσιο Pookopost, εξίσου δακρύβρεχτο. Και μάλλον αυτό είναι, διότι μιλάω για το τέλος μιας σχέσης, κι όλα τα τέλη όλων των σχέσεων, είναι δακρύβρεχτα.
Ήμασταν μαζί οκτώ ολόκληρα χρόνια και πραγματικά δεν πιστεύω να με ξέρει κανείς άλλος τόσο πολύ. Η μέρα μου ξεκινούσε και τελείωνε μαζί του, μέσα σε ένα δωμάτιο 8 τετραγωνικών. Μπορείτε να φανταστείτε τις στιγμές που ζήσαμε μαζί... Εκείνος να κάνει πλάκες, είχε πολύ διεστραμμένη αίσθηση του χιούμορ και συνέχεια έκανε τον άρρωστο. Εγώ ανησυχούσα, τον φοβέριζα, τον έπιανα με το καλό, με το άσχημο, στο τέλος φώναζα και του έλεγα πόσο κακός είναι κι εκεί που άρχιζα να κάνω την προσευχή μου, η φάρσα αποκαλυπτόταν και όλα ήταν μέλι-γάλα πάλι.
Με έχει δει να γελάω, να κλαίω, να πίνω τζιν και να γράφω πυρετωδώς, να σιχτιρίζω και να κάνω σαπουνόφουσκες, και όλα τα άλλα που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος αλλά δεν είναι κολακευτικά για να γραφτούν σε μπλογκ. Τέλος πάντων, είχε δει την πλήρως απομυθοποιημένη μορφή μου, αλλα δεν τον πείραζε, γιατί οχτώ χρόνια δεν έφυγε από το πλάι μου.
Όλα τα όμορφα έχουν ένα τέλος όμως, το οποίο έρχεται αργά ή γρήγορα. Σήμερα ξύπνησα, και το μόνο που μου έλεγε ήταν "Τσίκι-τσίκι". "Περρέα-περρέα;" τον ρώτησα γελώντας, άφού ρούφηξα μια καλή γουλιά καφέ, περιμένοντας να ανοίξει τα ματια του.
Αλλα, φευ. Τα "τσίκι-τσίκι" συνεχίστηκαν, χωρίς "περρέα-περρέα", και μόλις άνοιξε τα μάτια του, αντίκρυσα με τρόμο αυτό που κάθε άνθρωπος δε θέλει να δει, το σημάδι του τελικού θανάτου: την ΜΠΛΕ ΟΘΟΝΗ.
Η κατάσταση, φαντάζομαι, είναι μη ιάσιμη και ο Δούκας Λίτο, ο πολυαγαπημένος μου, λατρεμένος υπολογιστής, ΄στον οποίο ήμουν αφοσιωμένη εδώ και 8 χρόνια, έσβησε ένδοξα σήμερα, η ώρα ενδεκάτη πρωινή. Προσπάθησε χτες να μου δείξει ότι έπνεε τα λοίσθια, γιατί δεν εμφάνιζε τους υπότιτλους στον Dr. House. Αλλά εγώ πού να το καταλάβω, η ανόητη... Νόμιζα ότι μου έκανε κόνξες επειδή του είπα κατάμουτρα ότι γουστάρω τον Hugh Laurie.
Πλέον είμαι χήρα, άλλη μια Λαίδη Τζέσικα στον αδυσώπητο αγώνα επιβίωσης σε μια αυτοκρατορία όπου οι υπολογιστές είναι ένα άλλο είδος μπαχαρικού (κι επιτέλους πρέπει να σταματήσω τις παρομοιώσεις με το Dune). Oπότε, αναγνώστες και περαστικοί, θα κάνετε καιρό να με δείτε, φαντάζομαι.
Αυτά...
Δούκα Λίτο, R.I.P
Έτσι επίσης θα μπορούσε να αρχίζει κι ένα άρλεκιν, από αυτά που μου έδινε ο Ρούφος να διαβάζω όταν ήμουν μικρή, και μετά ρωτούσα τη γιαγια μου τι είναι ένα ξανθό τρίγωνο. Η γιαγιά, μόλις το άκουγε, μου έφτιαχνε ένα ντοματότυρο (η αγαπημενη μου λιχουδιά) στο πι και φι, διότι χωρίς να εχει διαβασει την παραπανω παραγραφο ήξερε οτι οταν τρωω δεν κανω τιποτε άλλο, μετά περίμενε τον παππού Ρούφο, τον έσερνε στο καμαράκι και την άλλη μέρα γινόντουσαν άφαντα και τα άρλεκιν και τα ξανθά τρίγωνα.
Έτσι θα μπορούσε να αρχίζει κι ένα ανούσιο Pookopost, εξίσου δακρύβρεχτο. Και μάλλον αυτό είναι, διότι μιλάω για το τέλος μιας σχέσης, κι όλα τα τέλη όλων των σχέσεων, είναι δακρύβρεχτα.
Ήμασταν μαζί οκτώ ολόκληρα χρόνια και πραγματικά δεν πιστεύω να με ξέρει κανείς άλλος τόσο πολύ. Η μέρα μου ξεκινούσε και τελείωνε μαζί του, μέσα σε ένα δωμάτιο 8 τετραγωνικών. Μπορείτε να φανταστείτε τις στιγμές που ζήσαμε μαζί... Εκείνος να κάνει πλάκες, είχε πολύ διεστραμμένη αίσθηση του χιούμορ και συνέχεια έκανε τον άρρωστο. Εγώ ανησυχούσα, τον φοβέριζα, τον έπιανα με το καλό, με το άσχημο, στο τέλος φώναζα και του έλεγα πόσο κακός είναι κι εκεί που άρχιζα να κάνω την προσευχή μου, η φάρσα αποκαλυπτόταν και όλα ήταν μέλι-γάλα πάλι.
Με έχει δει να γελάω, να κλαίω, να πίνω τζιν και να γράφω πυρετωδώς, να σιχτιρίζω και να κάνω σαπουνόφουσκες, και όλα τα άλλα που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος αλλά δεν είναι κολακευτικά για να γραφτούν σε μπλογκ. Τέλος πάντων, είχε δει την πλήρως απομυθοποιημένη μορφή μου, αλλα δεν τον πείραζε, γιατί οχτώ χρόνια δεν έφυγε από το πλάι μου.
Όλα τα όμορφα έχουν ένα τέλος όμως, το οποίο έρχεται αργά ή γρήγορα. Σήμερα ξύπνησα, και το μόνο που μου έλεγε ήταν "Τσίκι-τσίκι". "Περρέα-περρέα;" τον ρώτησα γελώντας, άφού ρούφηξα μια καλή γουλιά καφέ, περιμένοντας να ανοίξει τα ματια του.
Αλλα, φευ. Τα "τσίκι-τσίκι" συνεχίστηκαν, χωρίς "περρέα-περρέα", και μόλις άνοιξε τα μάτια του, αντίκρυσα με τρόμο αυτό που κάθε άνθρωπος δε θέλει να δει, το σημάδι του τελικού θανάτου: την ΜΠΛΕ ΟΘΟΝΗ.
Η κατάσταση, φαντάζομαι, είναι μη ιάσιμη και ο Δούκας Λίτο, ο πολυαγαπημένος μου, λατρεμένος υπολογιστής, ΄στον οποίο ήμουν αφοσιωμένη εδώ και 8 χρόνια, έσβησε ένδοξα σήμερα, η ώρα ενδεκάτη πρωινή. Προσπάθησε χτες να μου δείξει ότι έπνεε τα λοίσθια, γιατί δεν εμφάνιζε τους υπότιτλους στον Dr. House. Αλλά εγώ πού να το καταλάβω, η ανόητη... Νόμιζα ότι μου έκανε κόνξες επειδή του είπα κατάμουτρα ότι γουστάρω τον Hugh Laurie.
Πλέον είμαι χήρα, άλλη μια Λαίδη Τζέσικα στον αδυσώπητο αγώνα επιβίωσης σε μια αυτοκρατορία όπου οι υπολογιστές είναι ένα άλλο είδος μπαχαρικού (κι επιτέλους πρέπει να σταματήσω τις παρομοιώσεις με το Dune). Oπότε, αναγνώστες και περαστικοί, θα κάνετε καιρό να με δείτε, φαντάζομαι.
Αυτά...
Δούκα Λίτο, R.I.P
10 Ιουν 2008
H Δόνια Πουκίντα και ο φουσκαλοπόλεμος
Δεν έσφαξα κανεναν όπως η δόνια Λουσίντα. Φυσικά, μερικά credits γι' αυτό πάνε στους γονείς μου, που δε με αφήνουν να έχω πολλά πολλά με αιχμηρά αντικείμενα και δη κουζινομάχαιρα. (Πού να τους βλέπατε προχτές όταν προσπαθούσα να ανοίξω τις συσκευασίες των τυριών για το ογκρατέν - το πρώτο αξιοπρεπές γεύμα που έφτιαξα-: ΟΟΟΟΟΟΟΟΟΧΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ ΕΤΣΙ ΔΑΝΑΗ, ΘΑ ΚΟΠΕΙΣ! ΘΑ ΚΟΠΕΙΣ ΘΑ ΚΟΠΕΙΣ ΘΑ ΚΟΠΕΙΣ! Δεν κόπηκα τελικά, αλλά κόντεψα να γίνω κι εγώ βραστή γιατί με πιτσίλισε το νερό όταν σούρωνα τα μακαρόνια, οπότε τους άρχισα στα καντήλια και τους έδιωξα από την κουζίνα.)
Τέλος πάντων.
Το θρίλερ που ζω έχει πιο πολύ πόνο και σπλάτερ από το δράμα της Δόνια Λουσίντα, σας διαβεβαιώ.
Ας πάρουμε όμως το αιματοβαμμένο αυτό δράμα από την αρχή.
'Ολα ξεκίνησαν το Σάββατο, που ετοιμαζόμουν να βγω. Είχε βρέξει και δεν μπορούσα να βάλω ανοιχτά παπούτσια, έτσι κοίταξα να δω τι έχω από κλειστά. Βρήκα, λοιπόν, ένα ζευγάρι μπαλαρίνες, πολύ όμορφες και παραδόξως κάπως κυριλέ, αλλά αυτό δικαιολογείται, γιατί αγοράστηκαν από τη μητέρα μου τα Χριστούγεννα στο πλαίσιο μιας απέλπιδης προσπάθειάς της να με κάνει άνθρωπο.
Καινούριες και αφόρετες, κι εγώ, ως βλαμμένη που σέβεται τον εαυτό της και το όνομα της στην πιάτσα (των βλαμμένων), τις φόρεσα χωρίς κάλτσες.
Πού να ήξερα τι θα σήμαινε αυτή μου η προδοσία στις κάλτσες! Πού να ήξερα τη μήνι που θα προκαλούσε αυτή μου η αδιαφορία για το αγαπημένο μου είδος ρουχισμού! Διότι αυτό που μου συμβαίνει τώρα, σας διαβεβαιώ, είμαι σίγουρη ότι το προκάλεσε μια διαβολικά θυμωμένη κάλτσα. Διότι όλες μου τις κάλτσες, μου τις έδωσε ο Διάβολος. Είναι διαόλου κάλτσες. Κι όσοι έρθετε σε επαφή με τις κάλτσες μου, να τους φέρεστε με σεβασμό και ταπεινότητα. Ποτέ δεν ξέρει κανείς τι είναι ικανές να κάνουν, αν θυμώσουν με κάτι...
Στα μισά του δρόμου για το indie μαγαζάκι (όχι το indie των ιστοριών μου, το άλλο, το λίγο πιο αξιοπρεπές), σταματάω καταμεσής στο δρόμο. Άουτς. Η κακοποίηση του ευαίσθητου και χαριτοβρυτου πέλματός μου από τις σατανικές μπαλαρίνες, πιθανώς κάτω από την κατάρα των μακιαβελικών μου καλτσών, είχε αρχίσει...
Τρεις ώρες και ένα λίτρο μπίρας αργότερα, επέστρεφα με τη φίλη μου Ν. σπίτι της. Την έψηνα να δούμε το Inland Empire, αλλά αυτή μου η προσπάθεια δεν ευόδωσε. Η Ν. νύσταζε κι έτσι αποσύρθηκε στο δωμάτιό της. Πάω να βγάλω τα παπούτσια, τι να δω: το σπλάτερ του αιώνα από 2 πολύ μικρές, αλλά τόσο ύπουλες πληγίτσες. Την ξυπνάω, μου δίνει τραυμαπλάστ, πέφτω για ύπνο.
Το πρωί της Κυριακής τα κακόμοιρα πόδια μου συνεχίζουν να βασανίζονται σε κάθε βήμα από τις σαδιστικές μπαλαρίνες. Ειδικά λίγο πιο κάτω από το σπίτι όπου ο δρόμος είναι καλντεριμοειδής, περπατούσα με τις μύτες. Τέτοια χάρη κι ευλυγισία ούτε ο Σπάιντερμαν στα πιο τρελά του όνειρα.
Κι εκεί επεμβαίνει η μήτηρ, σαν από μηχανής θεά, και μου βάζει κάτι μεμβράνες, τις οποίες θα λέμε για ευνόητους λόγους Φουσκαλέξ. "Κάνουν δουλειά, άστες και θα φύγουν μόνες τους."
Δυο μέρες μετά, τα Φουσκαλέξ ακόμα βασιλεύουν στις χτυπημένες από τη μοίρα φτέρνες μου. Από έξω φαίνονται σαν δεύτερο δέρμα, κίτρινο και διαφανές. Το μόνο που διακόπτει αυτή την ομοιογενή, ειρηνική κιτρινίλα είναι οι ΦΟΥΣΚΑΛΕΣ, άσπρες και τεράστιες. Πήγα χτες να βγάλω το ένα Φουσκαλέξ, τσούξιμο, κι από μέσα... Χειρότερα κι από ταινία του Φούλτσι. Με είδε και η μάνα μου κι άρχισε να φωνάζει ΜΗΗΗΗΗΗΗ ΣΟΥ ΛΕΩ ΘΑ ΦΥΓΟΥΝ ΜΟΝΕΣ ΤΟΥΣ!
Και κάπου εκεί τέλειωσαν οι στενές μου επαφές με ό,τι συμβαίνει στα κάτω άκρα μου. Θα αποσυρθώ ήσυχα και διακριτικά και θα αφήσω το Φουσκαλέξ να κάνει τη δουλειά του.
Χτες έβαλα και κάλτσες, κι ούτε που κατάλαβα ότι είχα φουσκάλες. Πόνος μηδέν. Εκεί ήταν που η πιθανολόγηση για την πρόκληση της σωματικής μου βλάβης από τις κάλτσες έγινε βεβαιότητα. Αλλά έλα που δεν έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα και δεν μπορώ να τους κάνω μήνυση για σωματική βλάβη....
Η όλη ιστορία, βέβαια, έχει και τα καλά της. Πρώτον, έμαθα να σέβομαι τις κάλτσες μου, γιατί αυτές είναι το αφεντικό.
Και δεύτερον, όλα αυτά που έγιναν, με παρακίνησαν να κάνω την ακόλουθη σκέψη: Εφόσον τα διάφορα fnords είναι λίγο πολύ κοσμικές φουσκάλες, γιατί να μη βρούμε το αντίστοιχο φουσκαλέξ;
Τέλος πάντων.
Το θρίλερ που ζω έχει πιο πολύ πόνο και σπλάτερ από το δράμα της Δόνια Λουσίντα, σας διαβεβαιώ.
Ας πάρουμε όμως το αιματοβαμμένο αυτό δράμα από την αρχή.
'Ολα ξεκίνησαν το Σάββατο, που ετοιμαζόμουν να βγω. Είχε βρέξει και δεν μπορούσα να βάλω ανοιχτά παπούτσια, έτσι κοίταξα να δω τι έχω από κλειστά. Βρήκα, λοιπόν, ένα ζευγάρι μπαλαρίνες, πολύ όμορφες και παραδόξως κάπως κυριλέ, αλλά αυτό δικαιολογείται, γιατί αγοράστηκαν από τη μητέρα μου τα Χριστούγεννα στο πλαίσιο μιας απέλπιδης προσπάθειάς της να με κάνει άνθρωπο.
Καινούριες και αφόρετες, κι εγώ, ως βλαμμένη που σέβεται τον εαυτό της και το όνομα της στην πιάτσα (των βλαμμένων), τις φόρεσα χωρίς κάλτσες.
Πού να ήξερα τι θα σήμαινε αυτή μου η προδοσία στις κάλτσες! Πού να ήξερα τη μήνι που θα προκαλούσε αυτή μου η αδιαφορία για το αγαπημένο μου είδος ρουχισμού! Διότι αυτό που μου συμβαίνει τώρα, σας διαβεβαιώ, είμαι σίγουρη ότι το προκάλεσε μια διαβολικά θυμωμένη κάλτσα. Διότι όλες μου τις κάλτσες, μου τις έδωσε ο Διάβολος. Είναι διαόλου κάλτσες. Κι όσοι έρθετε σε επαφή με τις κάλτσες μου, να τους φέρεστε με σεβασμό και ταπεινότητα. Ποτέ δεν ξέρει κανείς τι είναι ικανές να κάνουν, αν θυμώσουν με κάτι...
Στα μισά του δρόμου για το indie μαγαζάκι (όχι το indie των ιστοριών μου, το άλλο, το λίγο πιο αξιοπρεπές), σταματάω καταμεσής στο δρόμο. Άουτς. Η κακοποίηση του ευαίσθητου και χαριτοβρυτου πέλματός μου από τις σατανικές μπαλαρίνες, πιθανώς κάτω από την κατάρα των μακιαβελικών μου καλτσών, είχε αρχίσει...
Τρεις ώρες και ένα λίτρο μπίρας αργότερα, επέστρεφα με τη φίλη μου Ν. σπίτι της. Την έψηνα να δούμε το Inland Empire, αλλά αυτή μου η προσπάθεια δεν ευόδωσε. Η Ν. νύσταζε κι έτσι αποσύρθηκε στο δωμάτιό της. Πάω να βγάλω τα παπούτσια, τι να δω: το σπλάτερ του αιώνα από 2 πολύ μικρές, αλλά τόσο ύπουλες πληγίτσες. Την ξυπνάω, μου δίνει τραυμαπλάστ, πέφτω για ύπνο.
Το πρωί της Κυριακής τα κακόμοιρα πόδια μου συνεχίζουν να βασανίζονται σε κάθε βήμα από τις σαδιστικές μπαλαρίνες. Ειδικά λίγο πιο κάτω από το σπίτι όπου ο δρόμος είναι καλντεριμοειδής, περπατούσα με τις μύτες. Τέτοια χάρη κι ευλυγισία ούτε ο Σπάιντερμαν στα πιο τρελά του όνειρα.
Κι εκεί επεμβαίνει η μήτηρ, σαν από μηχανής θεά, και μου βάζει κάτι μεμβράνες, τις οποίες θα λέμε για ευνόητους λόγους Φουσκαλέξ. "Κάνουν δουλειά, άστες και θα φύγουν μόνες τους."
Δυο μέρες μετά, τα Φουσκαλέξ ακόμα βασιλεύουν στις χτυπημένες από τη μοίρα φτέρνες μου. Από έξω φαίνονται σαν δεύτερο δέρμα, κίτρινο και διαφανές. Το μόνο που διακόπτει αυτή την ομοιογενή, ειρηνική κιτρινίλα είναι οι ΦΟΥΣΚΑΛΕΣ, άσπρες και τεράστιες. Πήγα χτες να βγάλω το ένα Φουσκαλέξ, τσούξιμο, κι από μέσα... Χειρότερα κι από ταινία του Φούλτσι. Με είδε και η μάνα μου κι άρχισε να φωνάζει ΜΗΗΗΗΗΗΗ ΣΟΥ ΛΕΩ ΘΑ ΦΥΓΟΥΝ ΜΟΝΕΣ ΤΟΥΣ!
Και κάπου εκεί τέλειωσαν οι στενές μου επαφές με ό,τι συμβαίνει στα κάτω άκρα μου. Θα αποσυρθώ ήσυχα και διακριτικά και θα αφήσω το Φουσκαλέξ να κάνει τη δουλειά του.
Χτες έβαλα και κάλτσες, κι ούτε που κατάλαβα ότι είχα φουσκάλες. Πόνος μηδέν. Εκεί ήταν που η πιθανολόγηση για την πρόκληση της σωματικής μου βλάβης από τις κάλτσες έγινε βεβαιότητα. Αλλά έλα που δεν έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα και δεν μπορώ να τους κάνω μήνυση για σωματική βλάβη....
Η όλη ιστορία, βέβαια, έχει και τα καλά της. Πρώτον, έμαθα να σέβομαι τις κάλτσες μου, γιατί αυτές είναι το αφεντικό.
Και δεύτερον, όλα αυτά που έγιναν, με παρακίνησαν να κάνω την ακόλουθη σκέψη: Εφόσον τα διάφορα fnords είναι λίγο πολύ κοσμικές φουσκάλες, γιατί να μη βρούμε το αντίστοιχο φουσκαλέξ;
9 Ιουν 2008
H Δόνια Λουσίντα και ο χαρτοπόλεμος
Ήταν ένα ηλιόλουστο μαγιάτικο πρωινό όταν η Δόνια Λουσίντα ξύπνησε κι αποφάσισε ότι δεν μπορεί να ζει άλλο έτσι.
“Ξυπνήστε, ξυπνήστε τεμπέλικα!” φώναξε γελαστή, σκίζοντας με ένα κουζινομάχαιρο τις λουλουδάτες κουρτίνες.
“Τι κάνεις εκεί, μαμά;” ρώτησε απορημένος ο Αλβάρο, με τα ξανθά του μαλλάκια να κρύβουν ακόμη τα μάτια του.
“Αφήνω το φως να μπει μέσα, αγάπη μου!” του απάντησε εκείνη, πιο λαμπερή κι από τον πρωινό ήλιο.
“Να σε βοηθήσω, μαμά;” ρώτησε κι η Καταρίνα, ετών πέντε, καθώς πεταγόταν από το κρεβατάκι της γρήγορη σαν ελαφάκι.
Η Δόνια Λουσίντα έγνεψε “ναι” ενθουσιασμένη, και πέταξε ένα ακόμη μαχαίρι στα πόδια του κρεβατιού.
Αφού τελείωσαν με την παιδική κρεβατοκάμαρα, όρμησαν στριφογυρίζοντας στο σαλόνι. Τα μαχαίρια τώρα είχαν γίνει τρία, σε ισάριθμα χέρια, καθώς ο οκτάχρονος Αλβάρο είχε αποφασίσει ότι δεν ήταν πρέπον να μην συμμετάσχει και ο άντρας του σπιτιού.
“Τα κάδρα, τα κάδρα!” έδειξε στα παιδιά η Δόνια Λουσίντα.
Οι δυο μικροί πολεμιστές επιτέθηκαν στους πίνακες με ξεχωριστό ζήλο, μπήγοντας, σκίζοντας, τραβώντας σκηνές κυνηγιού και όμορφα, συμμετρικά πρόσωπα.
“Μαμά, τι είναι αυτές οι ζωγραφιές πίσω από τους πίνακες;”
“Σφραγίδες, Καταρίνα. Μαγικές. Τις είχε φτιάξει ο πατέρας σας για προστασία.”
“Πού είναι ο πατέρας τώρα, μαμά;” ρώτησε ο Αλβάρο, για άλλη μια φορά.
“Όχι εδώ!” του απάντησε η Δόνια Λουσίντα, με το μαχαίρι της να βγάζει προσεκτικά το κόκκινο χαρτόνι με τη σφραγίδα από πάνω.
Λίγο αργότερα, όλοι κρατούσαν στα χέρια τους από δύο χαρτόνια με τις σφραγίδες του Δον Γκαλάν. “Μην αφήσεις να τις δει κανείς, μην τις βγάλεις ποτέ”, της είχε πει, πριν φύγει για πάντα.
Χαρτόνια πράσινα, κόκκινα, γαλάζια και χρυσαφί. Κι ένα μαύρο.
“Θέλετε να φτιάξουμε χαρτοπόλεμο;” ρώτησε η Δόνια Λουσίντα.
Κι έφτιαξαν χαρτοπόλεμο. Έκοψαν, έσκισαν, κομμάτιασαν, γελώντας, στριφογύρισαν, γελώντας, πέταξαν τα κομμάτια ψηλά, γελώντας, και τότε άρχισαν να πετάνε και οι ίδιοι.
“Κοίτα μαμά, πετάω!” τσίριξε η Καταρίνα, τρελή από χαρά.
“Τι ωραία που είναι να ξαπλώνεις στο ταβάνι, μαμά!” φώναξε ο πάντα λίγο τεμπέλης Αλβάρο.
Τότε άρχισαν να σκοτεινιάζουν όλα.
“Οι Σκιές!” αναφώνησε η Δόνια Λουσίντα, και, σφίγγοντας το κουζινομάχαιρο στο δεξί της χέρι, είπε ψύχραιμα:
“Τώρα θα χορέψουμε.”
Κι άρχισαν να στριφογυρίζουν κι άλλο, πάντα στον αέρα, και δε φοβόντουσαν τις Σκιές. Η Δόνια Λουσίντα χτυπούσε με χάρη και περισσή ευλυγισία, γιατί παλιά, πριν γνωρίσει τον Δον Γκαλάν, ήταν χορεύτρια του Βασιλικού Θεάτρου. Ο Αλβάρο ήταν πιο βραδυκίνητος, αλλά είχε τρομακτική δύναμη και γενναιότητα στις κινήσεις του. Η δε Καταρίνα, μικρόσωμη σαν μαϊμουδάκι, ήταν η πιο γρήγορη από όλους και δεν έχανε στόχο.
Και χόρευαν και πετούσαν και πολεμούσαν.
Kι ο χαρτοπόλεμος ακόμη έπεφτε, σαν να μην τελείωνε ποτέ, πράσινος, κόκκινος, γαλάζιος και χρυσαφί. Και μαύρος.
Για πολύ καιρό μετά, ο επιθεωρητής της αστυνομίας Χόρχε Ντε Βίγια έσπαγε το κεφάλι του να καταλάβει τι έγινε στο σπίτι της Δόνια Λουσίντα και τα μέλη της μικρής οικογένειας σφαγιάστηκαν μεταξύ τους.
Ούτε η απάντηση της μικρής Καταρίνα, που ανέπνεε ακόμα όταν τους βρήκαν και την ρώτησαν τι έκαναν, υπήρξε διαφωτιστική:
“Χαρτοπόλεμο.”
“Ξυπνήστε, ξυπνήστε τεμπέλικα!” φώναξε γελαστή, σκίζοντας με ένα κουζινομάχαιρο τις λουλουδάτες κουρτίνες.
“Τι κάνεις εκεί, μαμά;” ρώτησε απορημένος ο Αλβάρο, με τα ξανθά του μαλλάκια να κρύβουν ακόμη τα μάτια του.
“Αφήνω το φως να μπει μέσα, αγάπη μου!” του απάντησε εκείνη, πιο λαμπερή κι από τον πρωινό ήλιο.
“Να σε βοηθήσω, μαμά;” ρώτησε κι η Καταρίνα, ετών πέντε, καθώς πεταγόταν από το κρεβατάκι της γρήγορη σαν ελαφάκι.
Η Δόνια Λουσίντα έγνεψε “ναι” ενθουσιασμένη, και πέταξε ένα ακόμη μαχαίρι στα πόδια του κρεβατιού.
Αφού τελείωσαν με την παιδική κρεβατοκάμαρα, όρμησαν στριφογυρίζοντας στο σαλόνι. Τα μαχαίρια τώρα είχαν γίνει τρία, σε ισάριθμα χέρια, καθώς ο οκτάχρονος Αλβάρο είχε αποφασίσει ότι δεν ήταν πρέπον να μην συμμετάσχει και ο άντρας του σπιτιού.
“Τα κάδρα, τα κάδρα!” έδειξε στα παιδιά η Δόνια Λουσίντα.
Οι δυο μικροί πολεμιστές επιτέθηκαν στους πίνακες με ξεχωριστό ζήλο, μπήγοντας, σκίζοντας, τραβώντας σκηνές κυνηγιού και όμορφα, συμμετρικά πρόσωπα.
“Μαμά, τι είναι αυτές οι ζωγραφιές πίσω από τους πίνακες;”
“Σφραγίδες, Καταρίνα. Μαγικές. Τις είχε φτιάξει ο πατέρας σας για προστασία.”
“Πού είναι ο πατέρας τώρα, μαμά;” ρώτησε ο Αλβάρο, για άλλη μια φορά.
“Όχι εδώ!” του απάντησε η Δόνια Λουσίντα, με το μαχαίρι της να βγάζει προσεκτικά το κόκκινο χαρτόνι με τη σφραγίδα από πάνω.
Λίγο αργότερα, όλοι κρατούσαν στα χέρια τους από δύο χαρτόνια με τις σφραγίδες του Δον Γκαλάν. “Μην αφήσεις να τις δει κανείς, μην τις βγάλεις ποτέ”, της είχε πει, πριν φύγει για πάντα.
Χαρτόνια πράσινα, κόκκινα, γαλάζια και χρυσαφί. Κι ένα μαύρο.
“Θέλετε να φτιάξουμε χαρτοπόλεμο;” ρώτησε η Δόνια Λουσίντα.
Κι έφτιαξαν χαρτοπόλεμο. Έκοψαν, έσκισαν, κομμάτιασαν, γελώντας, στριφογύρισαν, γελώντας, πέταξαν τα κομμάτια ψηλά, γελώντας, και τότε άρχισαν να πετάνε και οι ίδιοι.
“Κοίτα μαμά, πετάω!” τσίριξε η Καταρίνα, τρελή από χαρά.
“Τι ωραία που είναι να ξαπλώνεις στο ταβάνι, μαμά!” φώναξε ο πάντα λίγο τεμπέλης Αλβάρο.
Τότε άρχισαν να σκοτεινιάζουν όλα.
“Οι Σκιές!” αναφώνησε η Δόνια Λουσίντα, και, σφίγγοντας το κουζινομάχαιρο στο δεξί της χέρι, είπε ψύχραιμα:
“Τώρα θα χορέψουμε.”
Κι άρχισαν να στριφογυρίζουν κι άλλο, πάντα στον αέρα, και δε φοβόντουσαν τις Σκιές. Η Δόνια Λουσίντα χτυπούσε με χάρη και περισσή ευλυγισία, γιατί παλιά, πριν γνωρίσει τον Δον Γκαλάν, ήταν χορεύτρια του Βασιλικού Θεάτρου. Ο Αλβάρο ήταν πιο βραδυκίνητος, αλλά είχε τρομακτική δύναμη και γενναιότητα στις κινήσεις του. Η δε Καταρίνα, μικρόσωμη σαν μαϊμουδάκι, ήταν η πιο γρήγορη από όλους και δεν έχανε στόχο.
Και χόρευαν και πετούσαν και πολεμούσαν.
Kι ο χαρτοπόλεμος ακόμη έπεφτε, σαν να μην τελείωνε ποτέ, πράσινος, κόκκινος, γαλάζιος και χρυσαφί. Και μαύρος.
Για πολύ καιρό μετά, ο επιθεωρητής της αστυνομίας Χόρχε Ντε Βίγια έσπαγε το κεφάλι του να καταλάβει τι έγινε στο σπίτι της Δόνια Λουσίντα και τα μέλη της μικρής οικογένειας σφαγιάστηκαν μεταξύ τους.
Ούτε η απάντηση της μικρής Καταρίνα, που ανέπνεε ακόμα όταν τους βρήκαν και την ρώτησαν τι έκαναν, υπήρξε διαφωτιστική:
“Χαρτοπόλεμο.”
6 Ιουν 2008
Nocturne
Nocturne
Καπνίζεις και κοιτάς το ταβάνι, τα μάτια σου γεμάτα από κάτι που δεν μπορείς να περιγράψεις, δεν ξέρεις καν αν υπάρχει τελικά ή όχι, τόση κενότητα και τόση πληρότητα μαζί, ένα συν ένα ίσον δύο ίσον τίποτα ίσον τα πάντα και χάνεσαι, μικρή μου, θες πάντα να ξέρεις τι σου γίνεται και να που τώρα χάνεσαι σ' ένα ξέφρενο χορό από σκιές, αυτές που ήρθαν κι αυτές που θα 'ρθουν, θολές, να σ' αγγίζουν σ' όλο σου το κορμί, να τσιτώνεσαι και να τρέμεις, φοβάσαι, φταίει αυτό το κωλοτράγουδο, αργό και μεθυστικό σαν τη στιγμή που ακολουθεί έναν οργασμό, δε σου αρέσει να φοβάσαι, φοβάσαι ακόμη και να φοβηθείς, κλείνεις τα μάτια μα οι σκιές δε φεύγουν, εκεί είναι ακόμα και σε πειράζουν.
Προδοτικές στάλες ιδρώτα μαζεύονται στ' ακρόχειλο, τα μάτια σου αρνούνται ν' ανοίξουν πια, οι βλεφαρίδες μπλέχτηκαν μεταξύ τους απ' τη λαχτάρα, το χέρι σου κατεβαίνει χαμηλά και βρίσκει το γνώριμο εκείνο μέρος που έχει πάει τόσες φορές, εκείνη τη ζεστή, νοτισμένη, φουσκωμένη ρώγα σταφυλιού, μια στροφή με τ' ακροδάχτυλα, δυο, κι έπειτα κατεβαίνεις μια ανάσα πιο κάτω, μπαίνεις μέσα, όμορφα, ζεστά, υγρά, σαν να 'χεις πυρετό, καμπυλώνει το κορμί σου κι εκρήγνυσαι σαν αστέρι με μια κραυγή ηδονής – ή μήπως απώλειας;
Φέρνεις το χέρι σου στο στόμα, η γλώσσα ίσα που αγγίζει τ' ακροδάχτυλα, προσπαθείς να θυμηθείς πώς ήσουν κάποτε, πριν σε ραφινάρουν με ντροπές κι αξιοπρέπειες, ναι, αυτός είναι ο πραγματικός σου εαυτός, ατόφιος και πρωτόγονος σαν αυτό που γεύεσαι τώρα, με κάτι από μέλι και λεμόνι, κι εκείνη την περίεργη αψάδα στο τέλος, εκείνη που μένει να δροσίσει το στόμα με φωτιά, μήπως τελικά όλα τα άναρχα πράγματα αυτή τη γεύση έχουν;
Σηκώνεσαι κι ανοίγεις την κουρτίνα, το φεγγάρι χτυπά αναιδώς το παράθυρό σου, η γυμνή σου μορφή διαγράφεται θολή στο τζάμι, έχεις γίνει μια σκιά κι εσύ, θα ήθελες ν' αρπάξεις μια από αυτές που σε τυραννούσαν πριν λίγο και να ανταποδώσεις, να δαγκώσεις και να γδάρεις και να σφίξεις, να ουρλιάξεις και ν' ανακατευτείς, να χωθείς κάτω από το δέρμα της, τα φαντάσματα όμως δεν είναι από ύλη και το μόνο υλικό σώμα τώρα είναι το φεγγάρι, ξεδιάντροπα στρογγυλό και ασημένιο, σου φέρνει στο νου εκείνο το ποίημα του Ρίτσου που κάνατε στο σχολείο και καταριέσαι, δε θες να γίνεις σαν εκείνη, όχι, καλύτερα άσχημος άνθρωπος παρά όμορφο ποίημα.
Το φεγγάρι μάλλον άκουσε τις σκέψεις σου γιατί σε εκδικείται, αντιφεγγίζει στο τζάμι το κλειδί, το Κλειδί, εκείνο που κρέμεται απ' τ' αυτί σου, το φόρεσες όταν ράγισε η καρδιά σου για να μην ξεχάσεις, να μάθεις, να κλειδωθείς, να μην το βγάλεις μέχρι να έρθει εκείνος που δε θα σε ρωτήσει γιατί το φοράς, αλλά θα απαιτήσει απλώς να του το δώσεις, όμως αυτό είναι ακόμη εκεί, πάνω στ' αυτί σου ζει και βασιλεύει, γιατί Εκείνος δεν ήρθε κι ούτε θα 'ρθει, δεν υπάρχει ή εσύ δε θέλεις να υπάρχει.
Σεληνιάζεσαι, δαιμονίζεσαι, σκιάζεσαι, σπας το παράθυρο και πετάς με όση δύναμη έχεις τα γυαλιά στο φεγγάρι, να ματώσει, δε θα φτάσουν ποτέ ως εκεί - ποια είσαι μικρή μου που θα τα βάλεις με το φεγγάρι – ουρλιάζεις, κλαις, τραβάς το κλειδί δυνατά, βαρέθηκες κλειδιά και κλειδοκράτορες, Πανδώρες και χαοτικές σφραγίδες, τα δάκρυα λιώνουν το πρόσωπό σου σαν οξύ, τραβάς μια τελευταία φορά με λύσσα, το κλειδί εκτοξεύεται στο Άπειρο παίρνοντας μαζί του και το αυτί σου, πετάνε να βρούνε το φεγγάρι κι εσύ μένεις να τα κοιτάς ζαλισμένη, μια μάζα από αίμα, δάκρυα και κολπικά υγρά, ο πόνος σε σκίζει στα δύο, ουρλιάζεις ξανά και -
τότε ξυπνάς πάνω απ' το τετράδιο , το κλειδί είχε πατήσει στο λαιμό σου κι έχει κάνει μια λακκουβίτσα κόκκινη που τσούζει μα δε σε νοιάζει γιατί έχει ξημερώσει πια, ήταν μόνο ένα όνειρο, το τζάμι είναι στη θέση του και μπορεί να σε δείχνει ακόμα θολή, αλλά τουλάχιστον έχεις πρόσωπο κι αυτί, γελάς και βήχεις, πολλά τσιγάρα χτες, το χέρι σου μυρίζει ακόμα σαν εσένα και το τραγούδι συνεχίζει να παίζει στο repeat, αλλάζεις λίστα και παίρνεις το τετράδιο, αναρωτιέσαι τι μαλακίες έγραφες χτες και τι σκεφτόσουν πάλι, ναι, εκείνη τη σκιά, δε βαριέσαι, τη μέρα οι σκιές είναι Κάτω, δεν τις φοβάσαι και δεν τις ποθείς.
Ντύνεσαι... Πριν φύγεις, τραβάς τις κουρτίνες.
Για καλό και για κακό.
6/2/2008
Καπνίζεις και κοιτάς το ταβάνι, τα μάτια σου γεμάτα από κάτι που δεν μπορείς να περιγράψεις, δεν ξέρεις καν αν υπάρχει τελικά ή όχι, τόση κενότητα και τόση πληρότητα μαζί, ένα συν ένα ίσον δύο ίσον τίποτα ίσον τα πάντα και χάνεσαι, μικρή μου, θες πάντα να ξέρεις τι σου γίνεται και να που τώρα χάνεσαι σ' ένα ξέφρενο χορό από σκιές, αυτές που ήρθαν κι αυτές που θα 'ρθουν, θολές, να σ' αγγίζουν σ' όλο σου το κορμί, να τσιτώνεσαι και να τρέμεις, φοβάσαι, φταίει αυτό το κωλοτράγουδο, αργό και μεθυστικό σαν τη στιγμή που ακολουθεί έναν οργασμό, δε σου αρέσει να φοβάσαι, φοβάσαι ακόμη και να φοβηθείς, κλείνεις τα μάτια μα οι σκιές δε φεύγουν, εκεί είναι ακόμα και σε πειράζουν.
Προδοτικές στάλες ιδρώτα μαζεύονται στ' ακρόχειλο, τα μάτια σου αρνούνται ν' ανοίξουν πια, οι βλεφαρίδες μπλέχτηκαν μεταξύ τους απ' τη λαχτάρα, το χέρι σου κατεβαίνει χαμηλά και βρίσκει το γνώριμο εκείνο μέρος που έχει πάει τόσες φορές, εκείνη τη ζεστή, νοτισμένη, φουσκωμένη ρώγα σταφυλιού, μια στροφή με τ' ακροδάχτυλα, δυο, κι έπειτα κατεβαίνεις μια ανάσα πιο κάτω, μπαίνεις μέσα, όμορφα, ζεστά, υγρά, σαν να 'χεις πυρετό, καμπυλώνει το κορμί σου κι εκρήγνυσαι σαν αστέρι με μια κραυγή ηδονής – ή μήπως απώλειας;
Φέρνεις το χέρι σου στο στόμα, η γλώσσα ίσα που αγγίζει τ' ακροδάχτυλα, προσπαθείς να θυμηθείς πώς ήσουν κάποτε, πριν σε ραφινάρουν με ντροπές κι αξιοπρέπειες, ναι, αυτός είναι ο πραγματικός σου εαυτός, ατόφιος και πρωτόγονος σαν αυτό που γεύεσαι τώρα, με κάτι από μέλι και λεμόνι, κι εκείνη την περίεργη αψάδα στο τέλος, εκείνη που μένει να δροσίσει το στόμα με φωτιά, μήπως τελικά όλα τα άναρχα πράγματα αυτή τη γεύση έχουν;
Σηκώνεσαι κι ανοίγεις την κουρτίνα, το φεγγάρι χτυπά αναιδώς το παράθυρό σου, η γυμνή σου μορφή διαγράφεται θολή στο τζάμι, έχεις γίνει μια σκιά κι εσύ, θα ήθελες ν' αρπάξεις μια από αυτές που σε τυραννούσαν πριν λίγο και να ανταποδώσεις, να δαγκώσεις και να γδάρεις και να σφίξεις, να ουρλιάξεις και ν' ανακατευτείς, να χωθείς κάτω από το δέρμα της, τα φαντάσματα όμως δεν είναι από ύλη και το μόνο υλικό σώμα τώρα είναι το φεγγάρι, ξεδιάντροπα στρογγυλό και ασημένιο, σου φέρνει στο νου εκείνο το ποίημα του Ρίτσου που κάνατε στο σχολείο και καταριέσαι, δε θες να γίνεις σαν εκείνη, όχι, καλύτερα άσχημος άνθρωπος παρά όμορφο ποίημα.
Το φεγγάρι μάλλον άκουσε τις σκέψεις σου γιατί σε εκδικείται, αντιφεγγίζει στο τζάμι το κλειδί, το Κλειδί, εκείνο που κρέμεται απ' τ' αυτί σου, το φόρεσες όταν ράγισε η καρδιά σου για να μην ξεχάσεις, να μάθεις, να κλειδωθείς, να μην το βγάλεις μέχρι να έρθει εκείνος που δε θα σε ρωτήσει γιατί το φοράς, αλλά θα απαιτήσει απλώς να του το δώσεις, όμως αυτό είναι ακόμη εκεί, πάνω στ' αυτί σου ζει και βασιλεύει, γιατί Εκείνος δεν ήρθε κι ούτε θα 'ρθει, δεν υπάρχει ή εσύ δε θέλεις να υπάρχει.
Σεληνιάζεσαι, δαιμονίζεσαι, σκιάζεσαι, σπας το παράθυρο και πετάς με όση δύναμη έχεις τα γυαλιά στο φεγγάρι, να ματώσει, δε θα φτάσουν ποτέ ως εκεί - ποια είσαι μικρή μου που θα τα βάλεις με το φεγγάρι – ουρλιάζεις, κλαις, τραβάς το κλειδί δυνατά, βαρέθηκες κλειδιά και κλειδοκράτορες, Πανδώρες και χαοτικές σφραγίδες, τα δάκρυα λιώνουν το πρόσωπό σου σαν οξύ, τραβάς μια τελευταία φορά με λύσσα, το κλειδί εκτοξεύεται στο Άπειρο παίρνοντας μαζί του και το αυτί σου, πετάνε να βρούνε το φεγγάρι κι εσύ μένεις να τα κοιτάς ζαλισμένη, μια μάζα από αίμα, δάκρυα και κολπικά υγρά, ο πόνος σε σκίζει στα δύο, ουρλιάζεις ξανά και -
τότε ξυπνάς πάνω απ' το τετράδιο , το κλειδί είχε πατήσει στο λαιμό σου κι έχει κάνει μια λακκουβίτσα κόκκινη που τσούζει μα δε σε νοιάζει γιατί έχει ξημερώσει πια, ήταν μόνο ένα όνειρο, το τζάμι είναι στη θέση του και μπορεί να σε δείχνει ακόμα θολή, αλλά τουλάχιστον έχεις πρόσωπο κι αυτί, γελάς και βήχεις, πολλά τσιγάρα χτες, το χέρι σου μυρίζει ακόμα σαν εσένα και το τραγούδι συνεχίζει να παίζει στο repeat, αλλάζεις λίστα και παίρνεις το τετράδιο, αναρωτιέσαι τι μαλακίες έγραφες χτες και τι σκεφτόσουν πάλι, ναι, εκείνη τη σκιά, δε βαριέσαι, τη μέρα οι σκιές είναι Κάτω, δεν τις φοβάσαι και δεν τις ποθείς.
Ντύνεσαι... Πριν φύγεις, τραβάς τις κουρτίνες.
Για καλό και για κακό.
6/2/2008
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)