24 Ιουν 2008

Bεντάλιες.

Ήταν, νομιζω, πριν κανα δεκαήμερο, όταν βολτάραμε με τη φίλη μου τη Νουάρ (ας την πούμε έτσι, γιατί τρελαίνεται για τα φιλμ νουάρ και γενικά ό,τι συνδυάζει σκονισμένη εικόνα, καμπαρντίνα, βροχή, φονικά και πολύ, πολύ τσιγάρο) στην Ερμού. Ήθελα να πάρω μια τσάντα μεγάλη, να χωράει όλο το writer's kit, τετραδιάκια, μολύβια, φωσφορομαρκαδοράκια, τη φωτογραφική μηχανή κτλ κτλ.

Εντοπίζω την τσάντα, παμε να πληρώσουμε, το μάτι μου πέφτει σε μια μικρή βεντάλια. Όχι κάτι το ιδιαίτερο, χάρτινη ήταν, κινέζικου στυλ με κάτι δέντρα και κάτι πουλάκια που πετούσαν, δεν είχα ποτε ιδιαίτερη σχέση με τις βεντάλιες, αλλά εκείνη τη στιγμή το χέρι μου πήγε ακριβώς πάνω της.

Στο δρόμο για το σπίτι έκανε άπειρη ζέστη, βγάζουμε με τη Νουάρ τις βεντάλιες μας, τσάκα-τσούκα, τσάκα-τσούκα, μάς άρεσε το feeling, ταξιδέψαμε, γίναμε δυο δεσποινίδες λεπτεπίλεπτες του παλιού καιρού, τότε που ήταν της μόδας να χαστουκίζεις με αρωματισμένα γάντια και να αρρωσταίνεις με φυματίωση. Το ταξίδι, ευτυχώς, ως μόνο κατάλοιπο άφησε αυτή την αίσθηση και δεν έφερε ξεχασμένες από το Θεό αρρώστιες, και με λίγα λόγια, τσάκα-τσούκα, τσάκα-τσούκα, περπατούσαμε και γουστάραμε, πιαστήκαμε αγκαζέ, σηκώσαμε τη μύτη ψηλά κι άρχισε εκείνη να μου λέει για τον αρραβωνιαστικό της τον Θήοντορ που σπουδάζει στην Οξφόρδη και της στέλνει γράμματα, κι εγώ να διηγούμαι για τον μπάτλερ μας τον Έντγκαρ, που μάλλον είναι "ιδιαίτερος", γιατί γλυκοκοιτάει τον κηπουρό μας τον Ρόρυ. Ο κόσμος γύρω μας, φυσικά, δεν κατάλαβε ότι "ταξιδεύαμε" και γρήγορα αρχίσαν να πέφτουν πάνω μας φρικαρισμένα βλέμματα, καθότι οι ερμηνείες μας ήταν άξιες για 'Οσκαρ. Πώς καταφέραμε να συγκρατηθούμε, μια Έρις το ξέρει.

Αρκετές μέρες μετά από το σκηνικό, και παρά την πεποίθησή μου ότι η άμοιρη βεντάλια θα ξεχαστεί σε ένα συρτάρι και θα δει το φως του ήλιου μόνο στην περίπτωση διεξοδικής φασίνας του Pookoδωματίου (κατα κύριο λόγο ξημερώματα και σε κατάσταση έξαλλης ζάλης από το πιώμα, για να ξεμεθύσω πριν κοιμηθώ) για να πεταχτεί, το συμπαθές αντικείμενο βρισκόταν ακόμη στα αμείλικτα χέρια μου. Οι πούτσες και οι βούρτσες του προηγούμενου Post με είχαν αποσυντονίσει αρκετά, και το τσάκα-τσούκα, τσάκα-τσούκα της βεντάλιας πραγματικά με ηρεμούσε.

Μέχρι χτες που οι πούτσες έγιναν πουτσάρες, οι βούρτσες βουρτσάρες, ως εκ τούτου ο αποσυντονισμός μετατράπηκε σε ντελίριο κι ευλόγως το απαλό τσάκα-τσούκα, τσάκα-τσούκα των προηγούμενων ημερών ανέβασε ένταση με γεωμετρική πρόοδο και μετά από κι-εγώ-δεν-ξέρω-πόσα ΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑ, η έρμη η βεντάλια αποδήμησε εις τόπον χλοερόν. Το χειρότερο; Αποδημησε χωρις να ολοκληρωσει το εργο της, δηλαδη να καλμάρει μια ετσι κι αλλιως ψυχοπαθη, ποσο μαλλον σε περιοδο αναδρομου Μπελτεγκέζ, νεράιδα.

Δεν της κράτησα κακία. Ήταν τόσο μικρή και τόσο εύθραστη με αυτό το απαλό χαρτάκι, που δεν μπορούσε να κάνει και πολλά. Τελικά εκτονώθηκα με μερικά σφηνάκια στο indie μαγαζάκι (όχι το indie των ιστοριών, το άλλο, το λίγο πιο αξιοπρεπές) και αγκαλιές από τη Διεστραμμένη Δασκάλα (αυτή είναι μια άλλη φίλη μου, που ούτε διεστραμμένη είναι, ούτε διδάσκει, απλώς σε μια φωτογραφία της μοιάζει ακριβώς έτσι.)

Σήμερα, ωστόσο, η μήτηρ μού χάρισε μια δικιά της βεντάλια. Της αρέσουν, βλέπετε, οι εκλάμψεις θηλυκότητας που μου βγαίνουν καμιά φορά. Ή προτιμά το να ξεσπάω σε βεντάλιες, παρά τις εφόδους στο ψυγείο ή το πλιάτσικο των νυχιών μου, τα οποία μόλις τώρα άρχισαν να φαίνονται κάπως ευπαρουσίαστα.

Αυτή η βεντάλια,λοιπόν, είναι ισπανικού τύπου, μεγάλη, μωβ, με ζωγραφισμένα τριαντάφυλλα. Σκέτη ομορφιά. Και όχι χάρτινη, αλλά πλαστική, που αντέχει στα βασανιστήρια. Τέσσερις ώρες ΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑ και συνεχίζει ακάθεκτη.

Και το καλύτερο; Με κάθε τσάκα-τσούκα, με κάθε γλυκιά πνοή του αέρα που με χτυπάει, φέυγει κι από λίγη μεταβατίλα και καταχνιά, φεύγει η αρνητικότητα κι ο θυμός, φεύγει εκείνη η πικρή γέυση στο στόμα, κι εγώ συντονίζομαι, βουτάω και ταξιδεύω όλο και πιο πολύ, όλο και πιο βαθιά, μέσα σε κόκκινα και ροζ τριαντάφυλλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...