28 Απρ 2010
Όταν έρχονται τα σύννεφα (μια ονειροφαντασία)
Νύχτα. Έξω το φεγγάρι ολόγιομο. Η φθινοπωρινή δροσιά των Απαλαχίων γεμίζει με δροσοσταλίδες τα μεγάλα, καφετιά φύλλα της σφενταμιάς. Ένα νεαρό κορίτσι στέκεται στην πέργκολα έξω ένα το μικρό, ξύλινο σπίτι. Δίπλα της κάθεται μια ηλικιωμένη γυναίκα, τυλιγμένη σε μια καρό μάλλινη κουβέρτα. Ένα ραδιοφωνάκι, στο τραπεζάκι δίπλα, ακριβώς πλάι από ένα μπουκάλι τζιν, παίζει μια μουσική από αλλοτινούς καιρούς.
Το κορίτσι ανάβει τσιγάρο.
“Δώσε λίγο και στη γιαγιά σου, ντε.”.
“Ο γιατρός είπε ότι δεν κάνει.”
“Ο γιατρός να πάει να πνιγεί. Εξήντα χρόνια καπνίζω και είμαι υγιής σαν κοριτσάκι.”
“Γιαγιά!”
“Έεεεέλα, χιόνα μου. Στρίψε μου εσύ ένα τσιγαράκι και εγω θα σου πω μια ιστορία.”
“Από αυτές που μ' αρέσουν;”
“Από αυτές που σ'αρέσουν.”
Λίγα δευτερόλεπτα μετά, η κοπελίτσα κάθεται δίπλα στη γριά, τυλίγεται κι αυτή με την κουβέρτα, της δίνει το τσιγάρο και πίνει μια μεγάλη γουλιά από το τζιν. Με τη σειρά της, η γιαγιά παίρνει μια μεγάλη τζούρα από το στριφτό. Συνοφρυώνεται. Κοιτάει το τσιγάρο.
“Τι είναι αυτό, παιδάκι μου;”
“Με γεύση λεμόνι.”
“Αηδία είναι! Στην εποχή μου είχαμε αληθινά τσιγάρα. Κι αληθινά λεμόνια. Αλλά όχι και τα δυο μαζί.”
“Την ιστορία, γιαγιά”, κάνει η μικρή.
“Την ιστορία, καλή μου, βεβαίως. Ήταν κάποτε, που λες, πολύ πολύ παλιά, όταν ήταν ο κόσμος νιογέννητος και δεν υπήρχαν ακόμα τα τσιγάρα λεμόνι, μια χώρα πολύ μακριά από δω, στη Νότια Ευρώπη. Εκεί ζούσε μια κοπελίτσα, καληώρα σαν κι εσένα, όμορφη και ζωηρή. Θα 'ταν δε θα 'ταν είκοσι χρονών όταν αγάπησε για πρώτη φορά ένα παλικαράκι, όμορφο και ζωηρό κι αυτό. Από εκείνες τις αγάπες τις πρώτες, που είσαι σίγουρος ότι θα κρατήσουν για πάντα, γιατί είσαι ακόμα αθώος, ονειροπόλος και φτιάχνεις κόσμους με ένα σου φύσημα.
Ωστόσο, αυτές οι αγάπες υπάρχουν μόνο στα παραμύθια. Ακόμα κι εκεί δε μας λένε τι έγινε μετά το “αυτοί καλά κι εσείς καλύτερα”. Γιατί εκεί είναι που αρχίζουν τα δύσκολα.
Στην πραγματική ζωή, τα πιο όμορφα πράγματα τελειώνουν γρήγορα.
Κι αυτό, φυσικά, τελείωσε. Κι ούτε κι αυτός ούτε η κοπέλα μπορέσανε να γλιτώσουνε τον κοινό τους κόσμο, απεναντίας, βρεθήκανε με τρεις κόσμους διαλυμένους. Κι αυτό, πονούσε πολύ στην αρχή. Μετά, μουδιάσανε, και πιάσανε ο καθένας να μαζεύει ό,τι μπορούσε να σώσει.
Ήταν πολλές οι φορές που τον έφερνε στο μυαλό της, πάντα τις πιο χαρούμενες ή πιο θλιμμένες στιγμές. Όταν, π.χ., τελείωσε τη σχολή, ή όταν μεθούσε τα βράδι με αλκόολ, όταν έβλεπε μια πραγματικά ωραία ταινία, ή όταν τον έβλεπε στον ύπνο της. Όταν καθόταν με φίλους κι ακούγανε μουσικές κουλουριασμένοι, με το στόμα τους μουσκεμένο από το αψέντι, εκείνη τη βραδιά του καλοκαιριού που η κοπέλα της ιστορίας μας θα είχε τρελαθεί αν ένας άσχετος, μα τόσο καλόκαρδος στην ασχετοσύνη του, γνωστός της δεν έλεγε με αφέλεια παιδιού: “Εντάξει, καλή κιθάρα παίζουνε αυτοί οι Floyd”, κι εκεί που έξι άτομα χανόντουσαν στην θλίψη μιας απώλειας που δεν έπρεπε να υπάρχει, γιατί ήταν ακόμα νέοι και είχανε όλη τη ζωή μπροστά τους, αυτοί οι έξι, λοιπόν, ανασηκωθήκανε, τον κοιτάξανε καλά-καλά, πρώτα θυμωμένοι για κάτι που τους φαινόταν ιεροσυλία, μα αμέσως μετά λυθήκανε σε ένα γέλιο με τόση λύσσα, που καθάρισε η ψυχή τους.
“Και το αγόρι ήταν κι αυτό λυπημένο, γιαγιά;”
“Φυσικά κι ήταν.”
“Και καθάρισε κι αυτουνού η ψυχή;”
“Ολωνών καθαρίζουν, μάτια μου”.
“Και ξαναβρέθηκαν;”
“Ξαναβρέθηκαν. Αλλά δεν ήταν όπως πριν. Τα χρόνια είχαν κυλήσει, αυτή ήταν πια γυναίκα, κι εκείνος άντρας. Κι είχαν τραβήξει άλλους δρόμους. Και δεν μπορούσαν να φέρουν κοντά τους δρόμους αυτούς, γιατί αυτό που αγαπούσαν ο ένας στον άλλον τόσο χρόνια ήταν μονάχα μια ιδέα, ένα σύμβολο, το μεγαλείο του πρώτου έρωτα.”
“Κι αυτό η κοπέλα αποφάσισε να μην το χάσει ποτέ, να το διαλαλήσει, να θυμηθεί όλος ο κόσμος τι πάει να πει αυτή η ακατέργαστη αγάπη της πρώτης αθωότητας. Γιατί, βαθιά μέσα της, τον ευχαριστούσε που την βοήθησε να ζήσει κάτι τόσο θαυμάσιο.”
“Και τι έκανε για αυτό η κοπέλα;”
“Άρχισε να λέει ιστορίες.”
“Και το αγόρι;”
“'Εκανε τα δικά του, εξίσου όμορφα πράγματα.”
Για λίγο έπεσε σιωπή. Κοιτούσαν κι οι δυο μακριά τον ορίζοντα. Τα αστέρια φάνταζαν ολόλευκα, σχεδόν από χιόνι, και μια μουντάδα διαιφαινόταν στο βάθος. Έρχονταν σύννεφα.
Η κοπελίτσα τράβηξε ακόμα μια τζούρα.
“Ωραία μουσική αυτή που ακούμε, γιαγιά. Ποιο συγκρότημα είναι;”
Η ηλικιωμένη χασκογελάει.
“Δεν είναι συγκρότημα, καρδούλα μου. Είναι ένας συνθέτης από την πατρίδα μου. Λέγεται Μάνος Χατζηδάκις.”
Η μικρή κοιτάει κάτω. Κλωτσάει ένα χαλίκι. Και αγχωμένα, σχεδόν τρεμάμενα, ρωτάει:
“Και η ιστορία πώς τελειώνει;”
“Εεεεεχ, κι εσύ, πώς τελειώνει. Λες και όλες οι ιστορίες κρίνονται από το τέλος”, λέει η γιαγιά και πίνει μια γουλιά τζιν. Ρουφάει ακόμη μια τζούρα. “Να πώς τελειώνει η ιστορία: έγινα συγγραφέας, πήρα την υποτροφία, ήρθα στην Αμερική, γνώρισα τους Fleet Foxes και παντρεύτηκα τον παππού σου τον Ρόμπιν.”
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
χαχαχαχαχαχαχα
ωραία η ιστορία σου γιαγιά δανάη! αλλά κι εσύ, κοτζάμ κωλόγρια με τζιν θα τη βγάζεις; :-ΡΡ
Ε με τι να την βγαζω? Κωλογρια θα είμαι, όχι φλωρόγρια!
Χαίρομαι που αου άρεσε =)
Δημοσίευση σχολίου