Στέκομαι πάνω από τα χαρτιά μου. Έχω κολλήσει σαν τον ποιητή που έχω στο μυαλό μου, αυτόν που του ψιθυρίζει λέξεις ο ουρανός, και δεν μπορώ να συνεχίσω την ιστορία του. Δε βρίσκω τις λέξεις. Και, σε αντίθεση με τον ποιητή μου, ο οποίος εν αγνοία του πρωταγωνιστεί σε ένα παραμύθι, ο ουρανός εμένα δε με βοηθάει καθόλου.
Πάνω στο γραφείο, πέρα από τα χαρτιά -ίσια και τσαλακωμένα, σαν του ποητή που έχω στο μυαλό μου- βρίσκεται μια νεράιδα. Μου την είχε κάνει δώρο ο αδερφός μου πριν δυο Χριστούγεννα. Έχει τριανταφυλλιά φτερά πεταλούδας, μωβ μποτάκια (άραγε να είναι φτιαγμένα από πέταλα κυκλάμινου; Ποιος ξέρει), μεγάλα μενεξεδιά μάτια και μαλλιά στο ίδιο χρώμα, τα οποία κατεβαίνουν ως τους αγκώνες της και αφήνουν να αχνοφανούν στα κατάλευκα μπράτσα της δυο πράσινα βραχιόλια, δεμένα κωδικά σε μια μυστική ξωτικόγλωσσα που έχω ξεχάσει να μιλώ εδώ και καιρό.
Πανέμορφη η νεράιδα· τώρα την προσέχω. Όταν μου την είχε κάνει δώρο ο αδερφός μου είχα χαρεί και τον είχα ευχαριστήσει που με σκέφτηκε, αλλά μέσα μου κοιτούσα τη νεράιδα σαν κάτι ξένο. Είχα μεγαλώσει πια και θεωρούσα ότι δεν υπήρχαν νεράιδες ή, στην αμυδρή περίπτωση που υπήρχαν, ήταν αδιανόητο και απρεπές για μια σοβαρή, διανοούμενη δεσποινίδα να πιστεύει σε δαύτες, πόσο μάλλον να έχει πάρε-δώσε μαζί τους.
Τα Χριστούγεννα εκείνα πέρασαν. Κατέβηκα στο σπίτι μου στην Αθήνα, αφήνοντας τη νεράιδα πίσω. “Δε χωράει στη βαλίτσα” είχα πει στον αδερφό μου κι εκείνος κακοκαρδίστηκε, αλλά επειδή είναι τόσο γλυκός δεν είπε τίποτα.
Και μετά ήρθαν τα επόμενα Χριστούγεννα. Και τα μεθεπόμενα. Μεγάλωσα κι άλλο κι έμαθα ένα σημαντικό πράγμα: ότι, καμιά φορά, για να είσαι πραγματικά ευτυχισμένος, πρέπει να κάνεις μικρές θυσίες. Έτσι, άφησα το εργένικο, διανοουμενίστικο σπιτάκι μου στην Αθήνα και ξανανέβηκα στο πατρικό μου.
Η νεράιδα με περίμενε ακόμα στο ξύλινο γραφειάκι μου, που από γραφείο μαθήτριας και γραφείο φοιτήτριας ήταν έτοιμο τώρα να μετεξελιχθεί σε γραφείο επίδοξης συγγραφέα. Και, όπως κάνουν οι περισσότερου συγγραφείς από καταβολής χρόνου, επίδοξοι ή μη, το γέμισα κόλλες χαρτιού, άλλες άδειες κι ολόλευκες κι άλλες γεμάτες καλικατζούρες, άλλες τσαλακωμένες με απογοήτευση και άλλες, πολύ λιγότερες, ίσιες σαν φρεσκοσιδερωμένες. Όπως ακριβώς είναι το γραφείο του ποιητή μου.
Με τη διαφορά ότι ο ποιητής μου δεν έχει μια νεράιδα πάνω στο γραφείο του. Και δεν έχει μεγαλώσει ακόμη τόσο ώστε να μάθει ότι, καμιά φορά, πρέπει να κάνεις μικρές θυσίες για να είσαι ευτυχισμένος.
Ή το άλλο, που έμαθα μόλις πρόσφατα: ότι, αν και θεωρείται αδιανόητο και απρεπές για έναν διανοούμενο να πιστεύει στις νεράιδες, πόσο μάλλον να έχει πάρε-δώσε μαζί τους, αν τελικά εκείνος το κάνει, μπορεί να αποδειχθεί μια πλήρως ενδιαφέρουσα, διδακτική και πάνω από όλα διασκεδαστική εμπειρία.
Κι ίσως κάποια στιγμή να αρχίσει να ψιθυρίζει και σε μένα λέξεις ο ουρανός.
Αν και δε με πολυενδιαφέρει, τα λέω μια χαρά με τη νεράιδά μου. Και γράφω αυτό το κειμενάκι για να μάθει ο γλυκός αδερφός μου ότι καλά έκανε η νεράιδά του και δε χώρεσε τότε στη βαλίτσα...