12 Φεβ 2011

Ο έρωτας στα χρόνια του ΟΣΕ


(Ένα ειδύλλιο το οποίο “αφηγούνται” πολλοί συγγραφείς. Μπορείτε να βρείτε ποιοι είναι;)



Ι

Αν όλοι οι σοφοί του κόσμου μαζεύονταν σε μια αίθουσα, δύο πράγματα θα έκαναν: πρώτον, θα έτρωγαν όλα τα μπισκότα με το τσάι τους, μέχρι να μη μείνει μπισκότο ούτε για δείγμα σε όλη τη γη. Δεύτερον, θα τσακώνονταν για όλα τα γνωστά θέματα, αυτά που οι μεγάλοι αποκαλούν με σοβαρότητα “φλέγοντα ζητήματα της ανθρωπότητας”, δίχως να ξέρουν ότι το πιο φλέγoν ζήτημα είναι να εξαφανιστεί το κουτί με το κακάο από το ντουλάπι της γιαγιάς. Δηλάδή, μπορεί να το ξέρουν, αλλά καμώνονται διαφορετικά, γιατί στους μεγάλους αρέσει πολύ να είναι σοβαροί, για κάποιο ανεξήγητο λόγο. Επιπλέον, αρέσκονται ιδιαίτερα να λένε περίεργες φράσεις, όπως “φλέγοντα ζητήματα της ανθρωπότητας”.
Θα μαζεύονταν, λοιπόν, οι σοφοί του κόσμου και θα έκαναν αγώνες για το πιο φλέγον ζήτημα της ανθρωπότητας. Θα νικούσε, φυσικά, ο πιο σοφός. Οι διαιτητές θα μετρούσαν τη σοφία του καθένα με βάση πόσο ψηλά ο σοφός θα σήκωνε το φρύδι του όταν θα φιλοσοφούσε με σοβαρότητα. Ο νικητής θα έπαιρνε βραβείο το κουτί με το κακάο από το ντουλάπι της γιαγιάς.
Ένα μόνο γεγονός δε χρειαζόταν αγώνες σοφίας για να αποδειχθεί η βαρύτητά του, παρόλο που κανείς σοφός δεν είχε σηκώσει το φρύδι του για να το συλλογιστεί: πως ο Έρωτας είναι ένα παιδί. και μάλιστα ένα παιδί τόσο άτακτο, που στο σχολείο περνούσε όλες τις ώρες τιμωρημένος να γράφει διακόσιες φορές τη φράση: “δε θα ξαναπαίξω ποτέ την ώρα του μαθήματος”.
Βέβαια, εκείνο το βράδυ στο σταθμό Λαρίσης, όπου και θα ξετυλιχτεί η ιστορία μας, ο Έρωτας είχε ήδη σχολάσει. Έτσι, είχε όλο το πεδίο ελεύθερο για να παίξει...




ΙΙ

Η βροχή έπεφτε με μανία εκείνο το βράδυ στο σταθμό Λαρίσης. Η κοπέλα στην αποβάθρα έβαλε την κουκούλα της και τύλιξε σφιχτά το κασκόλ στο λαιμό της.
Πίσω από το πλήθος, ο Ιωάννου την κοίταξε εξεταστικά. Ο Κωνσταντίνος είχε δίκιο: τίποτα πάνω της δε μαρτυρούσε ότι είχε ύποπτες σχέσεις με το Σωτηριάδη. Αντίθετα με όσα περιμένεις από τις γυναίκες των γκάγκστερ, αυτή εδώ φαινόταν σαν τη μικρή ξαδέρφη του: τζιν παντελόνι, κολεγιακό μπουφάν και τα μαλλιά πιασμένα σε έναν πρόχειρο κότσο.
“Δε με ξεγελάς, Μαρία Π.”, μονολόγησε ο Ιωάννου, πετώντας τη γόπα του τσιγάρου του στο υγρό πεζοδρόμιο. “Θα μου τα πεις όλα πολύ γρήγορα”.



ΙΙΙ

Οι σταγόνες της βροχής μαστίγωναν τα τζάμια, σαν τιμωροί σκιές του παρελθόντος. Τις ήξερα καλά αυτές τις σκιές, έρχονταν κάθε βράδυ να τυραννήσουν τη βασανισμένη μου ύπαρξη...
Το παλιό τρένο, αλλοτινό καμάρι μιας περασμένης εποχής, κυλούσε αργά πάνω από τα ξεχασμένα τοπία, καμμένα από τον άσπλαχνο χειμώνα. Έμοιαζε κι αυτό καταραμένο, σαν να το οδηγούσε το μαύρο χέρι του πεπρωμένου στο μοναδικό του προορισμό, τις πύλες του θανάτου. Αλλά, μήπως κι όλοι οι επιβάτες του δεν ήσαν καταραμένοι, έχοντας πεθάνει χωρίς να το καταλάβουν από την δυστυχία αυτού του φορτίου που λέγεται ζωή;
Η ώρα είχε φτάσει. Με κόπο έκρυψα στο σκοτάδι της ψυχής μου τις μαύρες σκέψεις μου, όπως έκανα κάθε μέρα την ίδια ώρα, και ξεκίνησα να εκτελώ το βαρύ καθήκον το οποίο μού είχε επιβάλει η άδική μου μοίρα...


IV

Ο κυρ-Παντελής, είκοσι χρόνια εισπράκτωρ στα τρένα, βαρύς, σοφός κι ευγενικός, όπως είναι όλοι οι ηλικιωμένοι εισπράκτορες και τα γαϊδουράκια, επλησίασε με βήμα φιλοσοφικό το κουπέ υπ' αριθμόν 5. Δύο άτομα ευρίσκοντο εκεί: στη μία μεριά καθόταν ένας λεβεντονιός ψηλάρας με καμπαρντίνα, ωραίος νέος κι από ότι φαινόταν καλό παιδί. Κι από την άλλη, με την αρίδα της απλωμένη άνετα στο τριπλο κάθισμα, πανάθεμα τη, ένα δεσποινιδάκι μπάνικο ετών εικοσικάτι, Μαγιούς και καλοκαίρια, η οποία ξεφύλλιζε το περιοδικάκι της με ύφος σκερτσόζικο, ανοιγοκλείνοντας το τεράστιο ματόφυλλο με νάζι μοναδικό.
“Αχ, αυτά τα νιάτα”, συλλογίστηκε ο κυρ-Παντελής, βλέποντας τις τάχα μου αδιάφορες ματιές που έριχναν οι νέοι. “Τούτοι ή δυο ή θα σκοτωθούν ή σε λίγους μήνες θα τους βρω φάντη μπαστούνι σ' εκκλησάκι, να περνούν το δαχτυλίδι με την κοιλίτσα τούρλα, διότι ο βηξ κι ο έρως, κύριοι, δεν κρύβουνται.”
“Αν θέλετε, κλειδώστε το κουπέ. Διά τα προσωπικά σας αντικείμενα, αν μη τι άλλο”, τους συμβούλεψε γνωστικά ο κυρ-Παντελής βγαίνοντας, ξέροντας ότι είχαν πολλά προσωπικά να μοιραστούν, και όχι αντικείμενα, αν μη τι άλλο...



V
Ο Ιωάννου και η Μαρία κάρφωσαν με τα μάτια τους ο ένας τον άλλον. Δεν είχαν τίποτε άλλο να πουν. Όλα είχαν ειπωθεί με εκείνη τη μοναδική, διεισδυτική ματιά.
Πριν καλά-καλά το καταλάβει, την είχε αρπάξει από τον αγκώνα και την είχε κολλήσει πάνω του. Τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα βαθύ φιλί, ενώ τα χέρια τους άρχισαν να εξερευνούν με μανία τα κορμιά τους, ξεκουμπώνοντας με λύσσα στο πέρασμά τους πουκάμισα, μπλούζες και σουτιέν.
Σύντομα, η καυτή της ανάσα άφηνε πύρινα φιλιά στο δασύτριχο στέρνο του. Το χέρι του κατηφόρισε στο ξανθό της τρίγωνο και άνοιξε της πτυχές της σαν λουλούδι. Εκείνη έβγαλε μια κραυγούλα ηδονής.Έπαιξαν για λίγο έτσι, ώσπου εκείνη τον οδήγησε με σιγουριά στη ζεστή, υγρή φωλιά της. Τύλιξε τα πόδια της γύρω του σαν μέγγενη κι άρχισαν να κουνιούνται ρυθμικά στο χορό του έρωτα, τέλεια συντονισμένοι, μέχρι που τα κορμιά τους καμπυλώθηκαν στην έκρηξη του οργασμού...


VI

Σαν ήρθανε άγγελοι κακού οι πρωινές λιαχτίδες
οι δυο εραστές εξύπνησαν σφιχτά αγκαλιασμένοι
σκεπτόμενοι με θλίψη τους του χωρισμού τον πόνο
που ερχόταν με τάχια φοβερή επάνω τους να πέσει.
Κατάρα σ' όλους τους θεούς, που τόσο άσπλαχνοι είναι
και ρίχνουνε στον πόλεμο να διώξουν την αγάπη,
που τόσο σπάνια ανθίζει πια σαν έρημο λουλούδι,
μα μόνο κοιτούν του έρωτα τα βέλη να τα θάψουν
βαθιά στη γη της λησμονιάς, εκεί που η ψυχή δε φτάνει,
λες και αυτά δε στάζουνε με της ζωής το γαίμα!”
Σώπασε, αγαπημένε μου, τι ο ήλιος εμπρός μας 'φάνη
κι ο χρόνος στην κλεψύδρα μας όλο και λιγοστεύει!
Πονά η ψυχή μου να τηρώ τη θλίψη να σε σπαράζει
μα ο πόνος είν' χειρότερος σα λείπει απ' τον κορμί μου
του έρωτά σου ο αχός την ώρα που απομένει!”
Κι ευθύς πάλι αγκαλιάστηκαν, βαλθήκαν να νικήσουν
τον πόνο του αποχαιρετισμού με τον αγνό έρωτά τους
τι η πεθυμιά ειν' ναρκωτικό που γνωστικούς τρελαίνει
και μόνο αυτή το βασιλιά το Χρόνο ξεγελάει...

7 σχόλια:

bloodyfaster είπε...

Το IV, να φανταστώ, Τσιφόρος?

bloodyfaster είπε...

Και το ΙΙΙ θα μπορούσε να είναι Dostoyevsky...

Doctor Zoidberg είπε...

Telikes provlepseis :
1 : Roald Dahl
2 : Geniko astynomiko/noir. Astynomos mpekas?
3 : Dostoyevsky
4 : Tsiforos
5 : Zerar nte villie, interchangable me otidipote viper tsepis
6 : Wild guess : Palamas.

thepavl είπε...

ιδεα δεν εχω

παρα πολυ καλο μπραβο!

tempelxaneio είπε...

Το είπες και το έκανες. Επιστροφή στις ιστορίες.
Αλλά ποτέ δεν εγκαταλείπω την ιδέα ότι ορδές ζόμπι μπορεί να εισβάλουν στο τρένο. :P

Unknown είπε...

Είστε σωστοί για τον Τσιφόρο, τα υπολοιπα θα τα παρει το ποταμι αργοτερα =)

Ευχαριστω πολυ, thepavl, χαιρομαι που σου αρεσε!

Τεμπελχανειο μου, τσαμπα λεει το ρητο για το βηχα; Πώς νομιζεις οτι μεταδιδεται ο ιος των ζόμπι;

Unknown είπε...

1. J.M Barrie
2. Raymond Chandler
3. E.A. Poe
4. Νίκος Τσιφόρος
5. Jackie Collins - βίπερ
6. Ερωτοκριτοειδής ρομαντική ποίηση του 1700 (ηθελα να το κανω Ομηρικο επος, αλλα πιο πολυ κατεληξε σαν Σέξπηρ μεταφρασμένος από τσομπάνη)

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...