Μια φορά κι έναν καιρό γεννήθηκε ένα τραγούδι. Ήταν, λένε, Ριζίτικο της Κρήτης. Αυτό το πήρε ένα πανεπιστήμιο, το έκαμε χορωδιακό, χωρίς όργανα (η συγγραφέας, δυστυχώς, δεν ξέρει λεπτομέρειες, δεν είναι επιστήμονας, απο δω κι απο κει μάζεψε κομμάτια της ιστορίας, εξάλλου δε χωρά επιστήμη στα παραμύθια) κι αγάπησε μια κοπέλα που την έλεγαν Ματίνα.
Η Ματίνα ήταν εικοσιένα κι έμοιαζε με ξωτικό. Είχε καστανόξανθα μαλλιά που έφταναν ως τη μέση της και φορύσε μακριά, πολύχρωμα φορέματα. Είχε ένα πρόσωπο λίγο αυθάδικο και περιπαικτικό, όπως έχουν όλα τα ξωτικά. Η Ματίνα αγαπούσε πολύ τη μουσική κι ερωτεύτηκε κι αυτή το τραγούδι.
Τα ξωτικά, όμως, δεν μπορούν να φάνε από τις σκανταλιές και τα δάση. Η Ματίνα έπρεπε να φάει. Οπότε, ντύθηκε άνθρωπος και βρήκε δουλειά σε ένα ωδείο. Θα δούλευε με παιδάκια και θα τους μάθαινε παραδοσιακά τραγούδια.
Τους έμαθε πολλά τραγούδια μέχρι να τους παρουσιάσει τον διαλεχτό της, το “Περβόλι": το “Παντρεύουνε τον Κάβουρα”, τον “Τσιρτσιλιάγκο”, το “Πιδί μ' σαν θελ΄τς να παντριφτίς”. Τα παιδιά είχαν ήδη εξασκήσει αρκετά τη φωνή τους – όλα τα παραδοσιακά είναι πολύ δύσκολα να τα πεις, έχουν γυρίσματα εκεί που θαρρείς πως είναι ισιάδα, σε πάνε και σε φέρνουνε, κι ουαί κι αλίμονό σου αν κάνεις φαλτσαδούρα. Θα τα σκοτώσεις. Και το Περβόλι, όσο όμορφο ήτανε, άλλη τόση δυσκολία είχε.
Το πήραν τα παιδάκια κι ευθύς άρχισαν να το μελετάνε. Παρά τη δυσκολία του, ήτανε πιο όμορφο από τα άλλα τραγούδια. Ακόμα κι αυτά το καταλάβαιναν, ένιωθαν ότι είχε κάτι ξεχωριστό. Ήταν πολύ μικρά, όμως, για να καταλάβουν από έρωτα ακόμα. Εδω δεν είχαν καλά-καλά καταλάβει ότι η δασκάλα τους ήταν ανεράιδα.
Όχι πως κι αυτή τα βοηθούσε πολύ. Συνέχεια τα πείραζε και τα μάλωνε:
-Μαρία, πιο ψηλά!
-Ζωίτσα, πιο χαμηλά!
-Ορέστη, παίρνε σωστές αναπνοές!
-Δανάη, μη ρυτιδιάζεις!
Κι έσκαγαν τα παιδάκια να πολεμήσουν το φάλτσο, τις αναπνοές, τα ρυτιδιάσματα. Ίδρωναν, ξεϊδρωναν, αγκομαχούσανε, παλεύανε.
Στο τέλος το βγάλανε.
Βγήκαν στη συναυλία και το είπανε. Η συναυλία δεν είχε όργανα, ήτανε μόνα τους, καμιά εικοσαριά στόματα. Το τραγούδι όμως βγήκε σαν να το ξεστόμιζε ενα, σαν να 'βραζε η γης και να 'τρεμε κι έκανε ένα ΜΠΑΦ! και ξεπήδησε μια πηγούλα γάργαρη, κελαρυστή, γεμάτη ζωή.
Κι όσοι μεγάλοι ήταν εκεί, δάκρυσαν.
Τα παιδάκια δεν κατάλαβαν γιατί δάκρυσαν οι μεγάλοι· δεν τους είχαν συνηθίσει να κάνουν τέτοια καμώματα και ένιωσαν άβολα. Μετά τη συναυλία πήρε το καθένα τους γονείς από το χέρι και τους πήγε βόλτα. Ένιωθαν ανακουφισμένα γιατί η συναυλία είχε τελειώσει και η περίεργη κυρία Ματίνα δε θα τα πείραζε άλλο, μιας και είχε τελειώσει η χρονιά.
Ήρθε ο Σεπτέμβρης και τα παιδιά αποφάσισαν πως δε θέλουν άλλα παραδοσιακά τραγούδια. Άρχισαν να κάνουν άλλα πράγματα. Ο χρόνος πέρασε και μεγάλωσαν χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουν. Σιγά-σιγά έγιναν κι αυτοί μεγάλοι.
Μια μέρα ένα από αυτά τα παιδιά έψαχνε τραγούδια στο youtube. Ήξερε ότι εκεί ζουν άναρχα πολλά τραγούδια και σε περιμένουν να τα ανακαλύψεις. Τραγούδι στο τραγούδι, το παιδί έπεσε πάνω στο Περβόλι.
Στην αρχή ένιωσε ένα πόνο στο λαρύγγι, ένα φάλτσο, ένα ρυτίδιασμα. Αλλά τα έδιωξε γρήγορα· ήταν πια, βλέπετε, μεγάλο. Πάτησε το “play” και το παιδί κατάλαβε γιατί είχαν δακρύσει τότε στη συναυλία οι μεγάλοι.
Και άφησε την τρυφερότητα να του σκουπίσει τα μάτια.
Για ειδές περβόλι όμορφο,
για ειδές κατάκρυα βρύση, στο περβόλι μας
στ' ώριο περβόλι μας, τ' όμορφο.
Κι όσα δεντρά έπεψεν ο Θιός
όλα είναι φυτεμένα, στο περιβόλι μας
στο ώριο περβόλι μας, τ' όμορφο.
Κι' όσα πουλιά έπεψεν ο θιός
μέσα 'ναι φωλεμένα στο περιβόλι
μας
στ' ώριο περβόλι μας, τ' όμορφο.
Μέσα σ’ εκείνα τα πουλιά
ευρέθ’ ένα παγώνι
ω το παγώνι μας τ' όμορφο
και χτίζει τη φωλίτσαν του
σε μιάς μηλιάς κλωνάρι,
στο περβόλι μας,
στ’ ώριο περβόλι μας τ’ όμορφο.
για ειδές κατάκρυα βρύση, στο περβόλι μας
στ' ώριο περβόλι μας, τ' όμορφο.
Κι όσα δεντρά έπεψεν ο Θιός
όλα είναι φυτεμένα, στο περιβόλι μας
στο ώριο περβόλι μας, τ' όμορφο.
Κι' όσα πουλιά έπεψεν ο θιός
μέσα 'ναι φωλεμένα στο περιβόλι
μας
στ' ώριο περβόλι μας, τ' όμορφο.
Μέσα σ’ εκείνα τα πουλιά
ευρέθ’ ένα παγώνι
ω το παγώνι μας τ' όμορφο
και χτίζει τη φωλίτσαν του
σε μιάς μηλιάς κλωνάρι,
στο περβόλι μας,
στ’ ώριο περβόλι μας τ’ όμορφο.
(Όσο για την κυρία Ματίνα, κανείς δεν ξέρει τι απέγινε. Το παιδί δεν μπόρεσε να την βρει στο άναρχο κυκεώνα πληροφοριών που λέγεται Internet. Καλύτερα, γιατί τα ξωτικά δεν μπορούνε να στριμωχτούνε σε bits και bytes. Φαντάζεται, όμως, ότι μετά εκείνη τη συναυλία το Περβόλι μεταμορφώθηκε σε έναν πανέμορφο νέο και χάθηκαν μαζί από ανθρώπων μάτια.)