Oι φοιτητριούλες
Είναι τρεις και κάθονται στο μπροστινό τραπεζάκι. Εκ πρώτης όψεως φαίνονται ότι είναι στα πρώτα έτη και από τα “πιο σοβαρά” κορίτσια. Φορούν όλες γυαλάκια και το ντύσιμό τους είναι απλό, χωρίς καμιά υπερβολή. Η μια τους ρουφά μια γενναία τζούρα καπνού και τα μάτια της λάμπουν πονηρούτσικα, σαν να ξέρει κάτι που οι άλλες δεν έμαθαν ακόμα. Η διπλανή της έχει τα καστανόξανθα μαλλιά της κομμένα καρέ και φωνή παιδική. Δε μιλά πολύ αλλά έχει εκείνη την ήσυχη παρουσία, σαν να ξέρει ότι αυτά που “ξέρει” η φίλη της δεν θα έχουν νόημα για πολύ ακόμα. Η τρίτη δεν πολυασχολείται. Κάθεται πίσω στην καρέκλα της σαν να μην την νοιάζει και, καθώς έχει γυρισμένη την πλάτη της στη γράφουσα του όπισθεν τραπεζιού, δεν έχουμε να πούμε κάτι άλλο.
Τα μαγκάκια
Είναι δεν είναι δεκαπέντε με δεκάξι, τρεις τον αριθμό. Ορμάνε στο χώρο με πάταγο, σαν να προσγειώνεται διαστημόπλοιο. Φορούν όλοι φωσφοριζέ φούτερ και κουβαλάνε σκέητμπορντς. Μιλάνε δυνατά, σαν να θέλουν να τους ακούσουν όλοι. Και πολύ πιθανό να 'ναι κι έτσι. Είναι κι αυτό ένα σύμπτωμα της εφηβείας, μαζί με τα κόκκινα από τις ορμές μάγουλά τους και τα σπυράκια στο μέτωπο. Βρίσκουν το τραπέζι τους και ευθύς ησυχάζουν, σαν οι υπόλοιποι να τους κοινωνήσαμε ξαφνικά το μυστικό ότι η Κυριακή είναι μέρα ράθυμη.
Κάτι πολύ σημαντικό
Κάτι λένε πολύ σημαντικό, γιατί στέκονται όρθιες λίγο παράμερα από τα τραπέζια εδώ και ώρα. Η μια τους, με ασύμμετρη φράντζα και κοκκάλινα γυαλιά, κρυώνει. Το σώμα της είναι τσιτωμένο και τα χέρια της ψάχνουν να χωθούν στις τσέπες του παντελονιού της. Δεν ξέρω αν την κρύωσε ο ήλιος που άρχισε να δύει ή αυτό που ακούει. Η άλλη, αυτή που της το λέει, είναι πολύ πιο χαλαρή. Έχει βρει ήδη τις τσέπες της, τα χέρια της χώθηκαν μέσα με σιγουριά, σαν να 'ταν εκεί από καταβολής κόσμου, και στέκεται ανέμελα, σχεδόν αλήτικα, με τα μαύρα της μαλλιά να φτάνουν ως τους ώμους και μια μακριά, πράσινη φωσφοριζέ τζίβα ως τη μέση της. Κι αυτή η στάση του σώματός της δε θα αλλάξει. Φοράει καπέλο-καβουράκι και δε δικαιολογείται να τρέμει κάποιος που φορά τέτοιου είδους καπέλο· πόσο μάλλον όταν λέει κάτι πολύ σημαντικό.
Στο δίπλα τραπέζι
Ήρθαν κι άπλωσαν την αρίδα τους ο ένας απέναντι από τον άλλον. Γύρω στα 35-40, με κάπως προσεγμένο ντύσιμο, μαύροι κύκλοι από το ξενύχτι στο μπαρ το Σαββατόβραδο. Τώρα όμως δεν είναι Σάββατο βράδυ, δεν είναι στο μπαρ, δεν ξενυχτάνε και χαλαρώνουν. Αρχίζουν να τρώνε συλλαβές. Στρίβουν το τσιγάρ', ψάχνουν αναπτήρ', τους δίνω τον δικό μου, σταματούν τις κουβέντες για λίγο. Έπειτα μιλούν για την αλλαγή της ώρας. Όσο και να τους αρέσει που μεγαλώνει η μέρα, άλλο τόσο αποδιοργανωμένοι νιώθουν: “Αλλιώς συνηθίσαμε για!”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου