Ο Χιούμπερτ κοιμόταν του καλού καιρού όταν ένιωσε ένα σκούντημα στο κεφάλι του.
“Ξύπνα, υπναρά!”
Ήταν ο Χέρμπερτ, ο κολλητός του.
“Ωραία μέρα σήμερα”, συνέχισε ο Χέρμπερτ, με εκείνο το λαμπερό χαμόγελο που τόσο έδινε στα νεύρα του Χιούμπερτ, γιατί ήταν πάντα α-σάλευτο, α-λύγιστο, α-κούνητο, σαν το παιδικό παιχνίδι με τα αγαλματάκια. Ή σαν το χαμόγελο πλούσιας πενηντάρας που έχει κάνει μπότοξ. Ο Χιούμπερτ, βέβαια, δεν μπορούσε να κάνει αυτές τις παρομοιώσεις, γιατί δεν είχε παίξει ποτέ τα αγαλματάκια όταν ήταν μικρός και γιατί δεν είχε ιδέα τι είναι το μπότοξ. Κι αυτό γιατί ο Χιούμπερτ δεν ήταν άνθρωπος. Ούτε ο Χέρμπερτ. Αμφότεροι ήταν μυρμήγκια, και μάλιστα της οικογένειας Lasius Flavus.
“Τι ώρα είναι, ρε μαλάκα;” ρώτησε ο Χιούμπερτ, προσπαθώντας να αποκτήσει επαφή με το περιβάλλον.
“Κοντεύει μεσημέρι”, απάντησε ο Χέρμπερτ, με το χαμόγελό του στην ίδια α-σάλευτη, α-λύγιστη, α-κούνητη κατάσταση, αλλά με τα μάτια να ρίχνουν εμφανώς αγριεμένες ματιές, μάλλον εξαιτίας της αναφοράς της λέξης “μαλάκας”.
Η γλώσσα του Χιούμπερτ ήταν ίδια και απαράλλαχτη από τότε που είχαν μπει στην εφηβεία: σαν του νταλικέρη. Ο Χέρμπερτ, βέβαια, καθότι μυρμήγκι, δεν είχε ιδέα τι πάει να πει “νταλικέρης”, αυτό όμως δεν σήμαινε ότι ο τρόπος που του μιλούσε ο Χιούμπερτ δεν του έδινε στα νεύρα. Δεν είχε διανύσει τόσο δρόμο μέσα από άπειρες εργατοώρες κουβαλήματος, λαδώματος και κάθε λογής βρωμοδουλειάς μέχρι να καταφέρει, επιτέλους, να φτάσει στα διαμερίσματα της Βασίλισσας, για να τον λένε “μαλάκα”!
Ωστόσο ο Χέρμπερτ δεν έλεγε τίποτα από όλα αυτά στο Χιούμπερτ, γιατί δεν ήθελε να του τρίψει την επιτυχία του στη μούρη. Σε αντίθεση με αυτόν, ο Χιούμπερτ έμεινε στο στάδιο του εργάτη-κουβαλητή.
“Mου γάμησες το ρεπό, ρε φίλε, αλλά 'νταξει, σε συγχωρώ” του είπε ο Χιούμπερτ ψευτοθυμωμένα και σηκώθηκε από το στρώμα. “Πάμε να φάμε; Πεινάω σαν πούστης.”
“Βεβαίως, καλέ μου φίλε!” έκανε ο Χέρμπερτ γαλαντόμικα. “Κερνάω πρωινό στο 'Τρύπα 2'.”
Ο Χιούμπερτ σφύριξε με θαυμασμό. Η 'Τρύπα 2' ήταν το γκουρμέ εστιατόριο της Μυρμηγκότρυπας, με τα πιο εκλεκτά είδη ψίχουλων και το σπανιότερο γάλα αφίδας. Φυσικά, οι τιμές ήταν απλησίαστες, όχι μόνο επειδή το φαγητό ήταν άψογο, αλλά και για να κρατάνε μακριά τα μυρμήγκια-εργάτες. Τα μυρμήγκια σαν αυτόν, δηλαδή. Η 'Τρύπα 2' είχε χώρο μόνο για την ελίτ της Μυρμηγκότρυπας. Μέχρι και η Βασίλισσα λεγόταν ότι ήταν τακτικός θαμώνας στα πολύ νιάτα της, πριν χριστεί βασίλισσα και γίνει θεόρατη.
“Μπράβο μεγαλεία, το φιλαράκι μου!” είπε πειραχτικά ο Χιούμπερτ στον Χέρμπερτ.
Εκείνος έκανε ότι ντρέπεται, ανεπιτυχώς, φυσικά.
“Ε, έχει και τα καλά του το να είσαι ευνοούμενος της Βασίλισσας.”
Ο Χιούμπερτ ξεροκατάπιε με αηδία. Η Βασίλισσα ήταν, πολύ απλά, ό,τι πιο απαίσιο υπήρχε στη Μυρμηγκότρυπα: μια τεράστια, άμορφη, λευκή μάζα με μια μικροσκοπική χρυσή κορώνα στο κεφάλι, η οποία έκανε μόνο τέσσερα πράγματα: έτρωγε τη μισή αποθήκη τροφίμων, έδινε τις πιο αλλοπρόσαλλες διαταγές, γαμιόταν ασταμάτητα με όποιον έβρισκε μπροστά της και φόρτωνε τη Μυρμηγκότρυπα με χιλιάδες άχρηστα νέα στόματα κάθε χρόνο από το συνεχές, ατέλειωτο γεννοβόλημά της.
Την σιχαινόταν. Την σιχαινόταν, γιατί ήταν άσχημη, κακιά, ανεύθυνη και ταυτόχρονα τόσο απαραίτητη. Κι αν ο Χιούμπερτ ένιωθε και γνώριζε αυτά που νιώθουν και γνωρίζουν οι άνθρωποι για τη φύση της μητρότητας, θα είχε δύο ακόμα λόγους να τη σιχαίνεται: Πρώτον, επειδή δεν αισθανόταν το παραμικρό για τα παιδιά της, αφού τα παρατούσε στην τύχη τους με το που έβγαιναν από μέσα της. Δεύτερον, επειδή ζευγάρωνε μαζί τους όταν πια είχαν ενηλικιωθεί. Όπως έκανε με τον Χέρμπερτ. Όπως θα έκανε και με τον ίδιο, όταν θα ερχόταν η ώρα.
Ευτυχώς για τον Χιούμπερτ, δεν ήταν άνθρωπος και δεν ήξερε τίποτα από όλα αυτά.
Κι ευτυχώς για τον Χέρμπερτ, ο Χιούμπερτ δεν του είπε τίποτα από όλα αυτά που σκεφτόταν και τον άφησε να καμαρώνει για την ψευδαίσθηση της ευτυχίας που νόμιζε ότι ζούσε, για το υπόλοιπο της ζωής του: δυο ώρες ακόμα, δηλαδή.
Ο maitre de cuisine έριξε μια επιτιμητική ματιά στο Χιούμπερτ, καθώς έμπαιναν στην 'Τρύπα 2'.
“Είναι φίλος μου, Ανρί”, είπε ο Χέρμπερτ ευγενικά, με το κλασικό χαμόγελο μονίμως κολλημένο στα χείλη του.
Αν ο Ανρί ήταν άνθρωπος, θα σήκωνε επιδεικτικά το δεξί του, αδερφίστικα περιποιημένο φρύδι.
“Τι θα θα θέλατε να παγαγγείλετε, messieurs?” ρώτησε με επιτηδευμένη, κοσμοπολίτικη προφορά. “Έχουμε ψίχουλα γαλλικής μπαγκέτας, σπόγους από σιτάγι βιολογικής καλλιέργειας, σπυγιά από μπασμάτι τηγανισμένο με κάρυ στο γουόκ...”
“Είναι πρωί, ακόμα, φίλε Ανρί!” είπε γελαστά ο Χέρμπερτ. “Θα πάρουμε οργανικό γάλα αφίδας. Τι λες κι εσύ, καλέ μου Χιούμπερτ;”
Ο Χιούμπερτ ένευσε καταφατικά με το κεφάλι. Βαριόταν απίστευτα πολύ και όλη αυτή η επιτήδευση και το γλείψιμο τού την έδιναν. Χάθηκε να πάνε στο παλιό τους στέκι, το “Τρυπάκι”, να φάνε ψίχουλα θεσσαλονικιώτικης μπουγάτσας, όπως παλιά; Εδώ ένιωθε τελείως έξω από τα νερά του. Δεν ήταν για σαλόνια και κουλτούρες αυτός.
“Φοβάμαι ότι υπάγχει ένα μικρό πγοβληματάκι με το γάλα αφίδας, monsieur”, είπε ο Ανρί χάνοντας και το χρώμα και τον τουπέ του. “Δεν έχουμε.”
“Γιατί, τι έγινε;” ρώτησε προβληματισμένος ο Χέρμπερτ.
“Ο βοσκός τους τις πήγε χτες το πρωί στην Τγιανταφυλλιά για να βοσκήσουν, κι από τότε δεν επέστγεψαν, ούτε ο βοσκός, ούτε οι αφίδες.”
“ΤΙ;” φώναξαν με μια φωνή ο Χιούμπερτ κι ο Χέρμπερτ, καθώς πετάγονταν έντρομοι από τη θέση τους.
Αυτό ήταν ένα κακό, πολύ κακό νέο και για τους δυο τους: Για τον Χέρμπερτ, επειδή το οργανικό γάλα αφίδας ανακατεμένο με λίγους κόκκους άσπρης σκόνης - την οποία αγόραζε από τα πιο ύποπτα υποκείμενα της Μυρμηγκότρυπας – δημιουργούσε ένα απίστευτα δυνατό μείγμα, το οποίο ήταν απαραίτητο για την εκπλήρωση των καθηκόντων του ως ευνοούμενου της Βασίλισσας. Μόνο έτσι μπορούσε να ανέβει πάνω Της, να βρει το δρόμο για τη βασιλική Της τρύπα και να Την σφυροκοπήσει ανελέητα, όσο ανελέητα, δηλαδή, μπορεί να σφυροκοπήσει κάποιος ένα πλάσμα δέκα φορές μεγαλύτερό του σε όγκο. Επίσης, μόνο έτσι δε λιποθυμούσε από φόβο, τρομο και αηδία κάθε φορά που αντίκρυζε τη Μεγαλειότητά Της. Χωρίς το μείγμα αυτό, ο Χέρμπερτ ήταν χαμένος από χέρι: θα αδυνατούσε να φέρει εις πέρας το έργο του, θα έχανε την εύνοια της Βασίλισσας και θα υποβιβαζόταν ξανά στη θέση του εργάτη, στερούμενος όλων των προνομίων του: το προσωπικό του απόθεμα φαγητού, την περιποίηση από ανήλικες εργάτριες και, φυσικά, τη δυνατότητά του να αγοράζει τους κόκκους της θαυματουργής άσπρης σκόνης.
Ο Χιούμπερτ, από την άλλη, δε φοβόταν για την άσπρη σκόνη, αφενός γιατί δεν ήξερε καν τι ήταν, αφετέρου γιατί δεν είχε την παραμικρή ιδέα για τα σκατά στα οποία ήταν χωμένος ο φίλος του. Ο Χιούμπερτ ανησυχούσε για τη ζωή και την ασφάλεια του βοσκού των αφίδων. Ή, μάλλον, της βοσκού, για να ακριβολογούμε.
Την έλεγαν Λόρι και ήταν η πιο όμορφη, έξυπνη και καλόκαρδη μυρμηγκίνα της Μυρμηγκότρυπας. Είχαν γνωριστεί πριν έξι μήνες στον κινηματογράφο, στην πρεμιέρα της ταινίας “Hole-a-Blanca”. Κοιτάχτηκαν ταυτόχρονα όταν ο Humphrey Antart αντάμωσε ξανά μετά από χρόνια την παλιά του αγάπη, την οποία υποδυόταν η Ingrid Bergant, και, στην τελευταία σκηνή, αυτή του δακρύβρεχτου αποχαιρετισμού, το πρώτο δεξί ποδαράκι του Χιούμπερτ σκούπισε τρυφερά το δάκρυ που κυλούσε στο μάγουλο της Λόρι, ενώ το δεύτερο δεξί του ποδαράκι έπιανε δειλά το πρώτο δεξί δικό της. Κι από τότε ήταν αχώριστοι.
“Σκατά, η Λόρι!”, ψέλλισε σαν χαμένος ο Χιούμπερτ κι άρχισε να τρέχει προς την έξοδο μανιασμένα.
“Περίμενε! Πού πας;” φώναξε κι ο Χέρμπερτ, τρέχοντας κι αυτός πίσω από το φίλο του με όλη του τη δύναμη. Φυσικά δεν κατάφερε να τον φτάσει, γιατί ο Χιούμπερτ, δουλεύοντας όλη του ζωή εργάτης, ήταν τρομερά δυνατός και γρήγορος, ενώ ο Χέρμπερτ, που ξόδευε όλη του την ενέργεια πάνω στη Βασίλισσα και πίνοντας το μαγικό του μείγμα, έμοιαζε με απολειφάδι, παρά την κομψότητά του.
Ο Χιούμπερτ δεν σταμάτησε να του απαντήσει, ωστόσο ο Χέρμπερτ ήξερε τι επρόκειτο να κάνει ο φίλος του: θα πήγαινε στην Τριανταφυλλιά και θα τα έκανε όλα λαμπόγυαλο, προκειμένου να σώσει την καλή του.
Φυσικά, δε θα κατάφερνε να τη σώσει. Η Τριανταφυλλιά ήταν ένας τόπος αφιλόξενος, χαώδης, γεμάτος κινδύνους: αγκάθια που παλούκωναν, σαλιγκάρια που έλιωναν με το βάρος τους, αέρας γεμάτος δηλητήριο από τα φυτοφάρμακα και τα ζιζανιοκτόνα...
Ο Χιούμπερτ ήταν χαμένος και ο Χέρμπερτ το το ήξερε. Ωστόσο, δεν μπορούσε να μείνει με σταυρωμένα πόδια, γιατί δε θα έχανε μόνο το φίλο του αλλά και το οργανικό του γάλα. Οπότε, αποφάσισε να δράσει.
Δυο λεπτά αργότερα βρισκόταν στον κεντρικό θάλαμο της Μυρμηγκότρυπας, εκεί που ξεκινούσαν όλα τα μικροσκοπικά τούνελ που οδηγούσαν στις αποθήκες, στα εργατικά μπλοκ των εργατών και στα διαμερίσματα των κηφήνων.
“ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΟΟΣ!!!”φώναξε με όλη του τη δύναμη.
Και τότε συνέβη κάτι θαυμάσιο, κάτι μεγαλειώδες: μέσα σε λίγες στιγμές ξεχύθηκαν από τα τούνελ δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες ζευγάρια κεραίες. Όλος ο πληθυσμός της Μυρμηγκότρυπας συγκεντρώθηκε στον θάλαμο, όλοι σε ετοιμότητα, εργάτες, εργάτριες, κηφήνες, παιδιά. Μέχρι και ο Ανρί βγήκε, φορώντας ακόμη την ποδιά του σεφ.
“Αδελφοί, αδελφές!” είπε ο Χέρμπερτ. “Ένας αδελφός μας διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο! Αυτή τη στιγμή κατευθύνεται στην Τριανταφυλλιά, για να φέρει πίσω το χαμένο κοπάδι αφίδων!”
“Στα τέτοια μας”, ακούστηκε μια φωνή από το πλήθος.
“Κι εμάς τι μας νοιάζει;” ακούστηκε μια δεύτερη.
“Μας έχετε πρήξει με τις αφίδες σας, μαλάκες κηφήνες!” είπε κάποιος άλλος.
Αυτό δεν ήταν καλό για τον Χέρμπερτ. Από την αντίδρασή τους καταλάβαινε ότι κανείς δε θα έπαιρνε το όργανο εξαγωγής των σωματικών εκκρίσεών του για να τρέξει σε ένα επικίνδυνο μέρος και να συμμετάσχει σε μια ακόμη πιο επικίνδυνη, σχεδόν ανέλπιδη αποστολή, από την οποία δε θα κέρδιζε τίποτα. Έπρεπε να τους κινητοποιήσει τώρα, πριν να είναι πολύ αργά. Ήδη κάποιοι είχαν αρχίσει να απομακρύνονται.
“Σταθείτε, αδελφοί!” αναφώνησε. “Δεν είναι μόνο οι αφίδες! Οι πληροφορίες μου λένε ότι χτες το βράδυ ένας Άνθρωπος έφαγε κοντά στην Τριανταφυλλιά μια τυρόπιτα!”
“Τυρόπιτα;” ακούστηκε μια φωνή από το πλήθος.
“Άκουσα καλά; Είπε τυρόπιτα;” ακούστηκε μια δεύτερη.
“ΕΦΟΔΟΣ!” φώναξε όλος ο πληθυσμός της Μυρμηγκότρυπας εν χορώ.
Και όρμησαν προς την έξοδο, γρήγορα, λυσσασμένα, χιλιάδες εξάδες πόδια, πολτοποιώντας στο πέρασμά τους τον Χέρμπερτ, ο οποίος βρήκε τραγικό θάνατο καμαρώνοντας για τη δύναμη της πειθούς του, πριν προλάβει να μάθει τι μπορεί να καταφέρει η δύναμη του όχλου.
Η μυρμηγκόμαζα έφτασε στην τριανταφυλλιά σε χρόνο ρεκόρ, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά όταν συνειδητοποίησαν ότι δεν υπήρχε ίχνος τυρόπιτας.
Τότε είδαν τα αποκεφαλισμένα και ακρωτηριασμένα πτώματα των αφίδων.
Τότε μύρισαν την βρωμερή αποφορά του σάπιου οργανικού γάλακτος.
Τότε αντίκρυσαν τις πασχαλίτσες.
Και η ματιά τους,, γεμάτη μίσος και δίψα για θάνατο, έπεσε πάνω τους.
Η σφαγή που ακολούθησε, γεμίζοντας την Τριανταφυλλιά ξεκοιλιασμένα μυρμήγκια και μισοπεθαμένες πασχαλίτσες, δεν έγινε χωρίς αιτία: Τα μυρμήγκια Lasius Flavus, εκτός από σπόρους και ψίχουλα, τρέφονται και με το γάλα της αφίδας, ήτοι τις εκκρίσεις που βγάζει αφού τραφεί λιμάζοντας τα φύλλα των θάμνων και των λαχανικών. Η αφίδα, με τη σειρά της, αποτελεί πρώτης τάξεως μεζέ για τη συμπαθή πασχαλίτσα, η οποία, κυνηγώντας την αφίδα, προστατεύει τον κήπο. Έτσι, η παρουσία της πασχαλίτσας στον κήπο αποτελεί ένα από τα αποτελεσματικότερα φυσικά εντομοκτόνα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο σαστισμένος καλλιεργητής.
Έτσι, τουλάχιστον, τα εξήγησε η Κατερίνα στην Ελένη, καθώς έσκυβαν συνεπαρμένες και αηδιασμένες μαζί πάνω από την Τριανταφυλλιά, τρώγοντας τη φρέσκια τυρόπιτα που μόλις είχαν βγάλει από το φούρνο.
“Για να καταλάβω” είπε η Ελένη. “Για να μην έχει η τριανταφυλλιά μου προβλήματα, πρέπει να απαλλαγώ από τις αφίδες. Για να απαλλαγώ από τις αφίδες, πρέπει να έχω πασχαλίτσες. Και για να απαλλαγώ από τις αφίδες και να έχω πασχαλίτσες, δεν πρέπει να έχω μυρμήγκια. Σωστά;”
“Κάπως έτσι”, συμφώνησε η Κατερίνα. “Οπότε, για να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο, βρες τη μυρμηγκοφωλιά και ψέκασέ την.”
Αυτός ήταν ο λόγος που ο Χιούμπερτ και η Λόρι δεν βρήκαν ψυχή μέσα στη φωλιά, όταν επέστρεψαν, τρεις μέρες μετά. Το μόνο που είχε απομείνει ήταν το νεκρό σώμα της Βασίλισσας, που στόλιζε τα διαμερίσματά Της με μια πρωτοφανή μπόχα και δυσωδία.
“Τι στο καλό έγινε εδώ πέρα;” αναρωτήθηκε φωναχτά η Λόρι, κλείνοντας με το πρώτο δεξί της ποδαράκι την κεραία της, που σε ανθρώπινα δεδομένα αντιστοιχεί στη δική μας μύτη.
“Δεν ξέρω και δε με νοιάζει”, είπε ο Χιούμπερτ αποφασιστικά, σκαρφαλώνοντας στον άψυχο λόφο που κάποτε ήταν η Βασίλισσα. “Από τη στιγμή που σε βρήκα να κοιμάσαι σε εκείνο το λαχανόφυλλο και πήγε η καρδιά μου στη θέση της, το μόνο πράγμα που με ενδιαφέρει είναι να μη σε χάσω ποτέ ξανά.”
“Αχ, αγάπη μου!” αναφώνησε η Λόρι συγκινημένη, σκουπίζοντας ένα δάκρυ που κυλούσε στο πρόσωπό της με το δεύτερο μπροστινό δεξί της ποδαράκι. “Υπόσχομαι να μη σε ξαναβάλω ποτέ σε τέτοια αγωνία!”
“Μα και σένα, βρε παιδάκι μου, πώς σου ήρθε κι αντί για την Τριανταφυλλιά πήγες τις αφίδες στο λαχανόκηπο; Πάλι καλά που σε είχε δει εκείνη η μέλισσα και μου είπε πού πήγες, και δεν έτρεχα τσάμπα αλλού γι' αλλού.”
“Ε, είχα βαρεθεί να πηγαίνω συνέχεια στο ίδιο μέρος”, έκανε η Λόρι τσαχπίνικα, οδηγώντας τις αφίδες της στη φάρμα.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο Χιούμπερτ γλιστρούσε κοντά της.
“Τι λες, θέλεις να γίνεις η βασίλισσά μου;” την ρώτησε με λαχτάρα. Στο πρώτο ζευγάρι των ποδιών του άστραφτε το χρυσό στέμμα της Βασίλισσας.
“Αμέ!” απάντησε η Λόρι. “Αρκεί να μη με κακομάθεις. Δε θέλω να παχύνω!”
“Πίστεψέ με, ούτε εγώ το θέλω”, είπε μισοαστεία, μισοσοβαρά ο Χιούμπερτ, κι έπλεξε τα ποδαράκια της στα δικά του για τελευταία φορά σ'αυτή την ιστορία..