1 Νοε 2008

Η πολυπόθητη στιγμή

Όταν ένιωσα εκείνη την αίσθηση έλλειψης βαρύτητας, κατάλαβα ότι είχε έρθει η πολυπόθητη στιγμή. Η στιγμή που το σακουλάκι θα άνοιγε και θα εκπληρώναμε με τους συντρόφους μου το σκοπό της ύπαρξής μας: να φαγωθούμε.

Είναι ύψιστη τιμή να φαγωθείς αν είσαι τρόφιμο, πόσο μάλλον αν είσαι στραγάλι. Στους νεότερους χρόνους είμαστε οι πιο καταφρονημένοι μεταξύ των όσπριων και των ξηροκαρπίων. Σπάνια πια ο κόσμος τρώει ρεβίθια και η ψημένη, αλατισμένη εκδοχή τους, δηλαδή εμείς, είναι αυτή που απομένει πάντα αφάγωτη στο μπολ με τους ξηρούς καρπούς, όταν κάποιος πίνει το ποτό του.

Κι όμως, η μεγάλη μέρα είχε φτάσει. Κάποιος μας είχε αγοράσει και μάλιστα με λαχτάρα, γιατί απομακρυνθήκαμε πολύ γρήγορα από το μαγαζί και βγήκαμε στον έξω κόσμο.

Τι ήλιος! Τι ουρανός! Τι εξαίσια, γλυκιά ημέρα για να φαγωθείς! Στο σακουλάκι επικρατούσε μια ατμόσφαιρα θριάμβου: όχι, δεν ήταν μέρα θανάτου, ήταν μέρα γιορτής. Είχαμε ήδη αρχίσει να ονειρευόμαστε το κρυστάλλινο μπολ που θα μας φιλοξενούσε, τα απαλά ακροδάχτυλα που θα μας αιχμαλώτιζαν γλυκά, την ανάβαση προς το στόμα… Έπειτα, το υπέροχο ανακάτεμα με κάποιο εκλεκτό ουίσκι ή κονιάκ στον ουρανίσκο και, τέλος, το θρυμμάτισμά μας από δυο σειρές αλαβάστρινα δόντια και το ταξίδι μας στο πεπτικό σύστημα, όπου θα γινόμασταν ένα με το αίμα και θα οπλίζαμε τον οργανισμό με φυτικές ίνες, σίδηρο, και όλες τις άλλες θρεπτικές μας ουσίες.

Μπορείτε να φανταστείτε την απογοήτευση και τον τρόμο μας όταν ακούσαμε τις σφυρίχτρες, τα τύμπανα και τον ήχο όλων εκείνων των ποδιών που βημάτιζαν ρυθμικά. Ήμασταν σε παρέλαση! Το όνειρό μας εξανεμίστηκε και τη θέση του πήραν η ντροπή και η απόγνωση. Τι εξευτελισμός! Τι οικτρός θάνατος που μας περίμενε, χωρίς τιμή, χωρίς δόξα!

Το σακουλάκι μας άνοιξε με μια κίνηση, τόσο δυνατή που δημιούργησε ένα μεγάλο σκίσιμο και αρκετοί από τους αδερφούς μου έπεσαν στο έδαφος. Με τόσο πλήθος γύρω μας, το τέλος τους ήταν αρκετά κοντά: αργά ή γρήγορα κάποιος θα τους πατούσε. Κι ευχήθηκα να ήμουν κι εγώ εκεί κάτω μαζί τους, να τελείωνε το μαρτύριό μου μια ώρα αρχύτερα.

Η ώρα περνούσε κι ένας-ένας τα αδέρφια μου άφηναν το σακουλάκι. Πολλές φορές και τρεις-τέσσερις μαζί. Ώσπου ήρθε κι η σειρά μου.
Τα δάχτυλα με έπιασαν, με ύψωσαν πάνω από το σακουλάκι, με πέταξαν στον αέρα. Ένιωσα τον άνεμο να με δέρνει αλύπητα κι ευχήθηκα να μπορούσα να πάθω ανακοπή, πράγμα αδύνατο, γιατί ως όσπριο δεν έχω καρδιά. Ήμουν εκεί, ακόμα ζωντανός, να διαγράφω πετώντας την τροχιά που καθόρισε το χέρι του εκτελεστή μου.

Ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν και βρέθηκα σ’ ένα μέρος σκοτεινό και ζεστό. Οι ήχοι της παρέλασης υποχώρησαν κι αντικαταστάθηκαν από ένα ρυθμικό, υπόκωφο χτύπημα: τον παλμό μιας καρδιάς. Μετά από λίγη ώρα διαπίστωσα ότι βρισκόμουν ανάμεσα σε δυο βουναλάκια κι ότι ένα υφασμάτινο φράγμα συγκρατούσε την πτώση μου προς το έδαφος. Τότε κατάλαβα ότι είχα προσγειωθεί στο σουτιέν ενός κοριτσιού.

Η αίσθηση του στήθους μιας γυναίκας ίσως να αποτελεί τη μέγιστη φαντασίωση για τους ανθρώπους, αλλά για εμάς τα στραγάλια είναι κακό σημάδι. Η ιστορία και η πείρα έχουν αποδείξει πολλάκις ότι τα θηλυκά του είδους homo sapiens είναι πιο σιχασιάρικα από τους αρσενικούς ομοφύλους τους. οι οποίοι κάνουν πολύ λιγότερες διακρίσεις στην τροφή τους και στον τρόπο απόκτησής της. Κοινώς, η τελευταία μου ελπίδα να φαγωθώ εξανεμίστηκε.

Και φυσικά, τα πράγματα έγιναν όπως τα περίμενα. Μετά από λίγη ώρα ένιωσα δυο δάχτυλα να με ψαχουλεύουν, τα οποία στη συνέχεια με αιχμαλώτισαν, με σήκωσαν και, μ’ ένα επιφώνημα σιχασιάς κι αγανάκτησης, με πέταξαν στην άκρη του δρόμου, πάνω σε κάτι που έμοιαζε με πλέγμα κι από κάτω ξεχυνόταν το απόλυτο σκοτάδι: στον υπόνομο.

Βρίσκομαι ως τώρα εδώ και μάλλον θα παραμείνω κολλημένος για αρκετό χρονικό διάστημα, τουλάχιστον μέχρι να δημιουργηθεί κάποιου είδους ρεύμα, καθότι στερούμαι της δυνατότητας να κινηθώ αυτόνομα. Ωστόσο, η διαμονή εδώ έχει και τα καλά της: βρήκα αρκετά ξαδέρφια μου από πολλά διαφορετικά σακουλάκια, κι όλοι έχουμε κάποια ιστορία να πούμε για εκείνη τη φρικτή ημέρα της παρέλασης. Επίσης, τριγυρνούν πολλοί πεινασμένοι αρουραίοι και ίσως, μια μέρα, ποιος ξέρει; Να έρθει η πολυπόθητη στιγμή…

24 Οκτ 2008

Στους πλατύποδες

Ο τίτλος του post είναι η απάντηση στην ερώτηση "πού στο διάολο είσαι".
Μου φανερώθηκε σαν θαύμα σε ένα όνειρο που είδα σήμερα το πρωί, σε μια φάση "προσπαθώ να ξυπνήσω-άσε με λίγο ακόμα- λίγο ακόμα πληηηηηζ - λίγοακόμαγαμώτο" και ήταν ως εξής:

Ήμουνα με το φίλο μου (ας τον λέμε Dylan γιατί υπάρχει πάνω του κάτι ποιητικό και λεπτό, σχεδόν μουσικό, σαν να ήταν μυστικιστής ποιητής του προηγούμενου αιώνα) και είχαμε υιοθετήσει έναν πλατύποδα. Ναι, αυτά τα περίεργα ζωάκια τα αυστραλέζικα που έχουν κάτι από πάπια και κάτι από κάστορα, και είναι τα μόνα θηλαστικά που γεννούν αυγά.

Τον είχαμε βάλει να κάθεται πάνω σε ένα καναπέ και κουνούσε την ουρά του κάνοντας πακ-πακ, κι αναρωτιόμασταν τι στο διάολο μπορεί να φάει για να μη μας ψοφήσει της πείνας, καθότι είναι κι εξωτικό το πουλόζωο. Τότε κάνει ντου ένας "κακός" και πάει να τραβήξει το σεντόνι κάτω από τον πλατύποδα για να τον ρίξει κάτω, ο οποίος είχε στο μεταξύ γεννήσει και κάτι αυγά (ο πλατύποδας, όχι ο κακός).

Τα παίρνω κρανίο, ορμάω με ένα two-handed staff, σαν αυτά με τα οποία ξεκινάει το party στο Icewind Dale, να δείρω τον κακό και τον βαρούσα στο κεφάλι. Φυσικά ο κακός, ως κακός, δεν ένιωθε τίποτα και με χλεύαζε. Τα παίρνω ακόμα περισσότερο με το θράσος του κακού και αρχίζω και τον ρωτάω: "Από πού κι ως πού την είδες κακός; Νομίζεις ότι είσαι όμορφος σαν τον Dracula? Ή πιο έξυπνος από τον Hannibal Lecter? Γελοίε, ε γελοίε". Και συνέχιζα να του τις ρίχνω.

Κάπου εκεί ξύπνησα από τα γέλια οπότε δεν ξέρω να σας πω αν κατάφερε να σωθεί η πλατυποδοοικογένεια. Η διάγνωση, βέβαια, της μητρός μου είναι ότι είμαι πολύ αγχωμένη, εξού και τα βίαια όνειρα. Όχι πως χρειαζόμουν να δω ξυλίκι στον ύπνο μου για να το καταλάβω. Η Αθήνα δεν είναι παιδική χαρά και δε θεωρούμαι και από τα πιο δραστήρια άτομα. Συμπέρασμα: έχω ψιλοπελαγώσει. Χάνομαι κάπου ανάμεσα σε ένα τεράστιο για ένα άτομο σπίτι, μαθήματα, διαβάσματα, "things-to-do", και, γαμώτο, δεν υπάρχει μια μέρα που να μην έχω να κάνω ΤΙΠΟΤΑ, γιατί, ακόμα κι αν τυπικά δεν έχω τίποτα, όλο και κάτι θα προκύψει. Και με ενοχλεί.

Πού θα πάει, όμως. Θα συνηθίσω... Φαντάζομαι.

11 Σεπ 2008

John Fowles – Magus (Ο Μάγος)

ΠΡΟΣΟΧΗ: UPDATE ΕΔΩ!


Αυτό το βιβλίο μού το σύστησε κάποιος πριν κανένα χρόνο, με τα θερμότερα λόγια. Ακόμα ψάχνω να θυμηθώ ποιος, με την κλασική αφηρημάδα που έχω.

Θυμάμαι το έψαχνα στα βιβλιοπωλεία συνέχεια. Δεν το έβρισκα πουθενά. Είχα φάει τον κόσμο, είχα φάει το ίντερνετ, έμαθα ότι έγινε ταινία με τον Μαϊκλ Κέην και τον Άντονυ Κουήν (όχι επιτυχία, από ό,τι διάβασα), και γενικά για πολύ καιρό ήταν ένα βιβλίο-φάντασμα.

Ωστόσο, δεν ήταν γραφτό να μου ξεφύγει. Πριν μερικές βδομάδες, στον Πύρινο Κόσμο, ενώ κυριολεκτικά είχα μπει μέσα στα ράφια για να βρω “περίεργα” βιβλία”, πήγα για...διάλειμμα στα ράφια με τα λογοτεχνικά. Κι εκεί έπεσε το μάτι μου στο βιβλίο αυτό, γουρλωμένο κι έκπληκτο (το μάτι, όχι το βιβλίο). Αμέσως, λοιπόν, άφησα τις παραφιλολογίες κι έπιασα τις φιλολογίες.

730 σελίδες το βιβλίο, αλλά δε με πτόησε το γεγονός. Κι έτσι, μετά από δυο βδομάδες, το φρούριο έπεσε, μετά από ένα θαυμάσιο ταξίδι περιπέτειας, μυστηρίου, μυστικισμού, μυστικών και ντοκουμέντων (γιατί μέχρι το τέλος δε λένε κουβέντα), γραφής που αγγίζει αυτή των beats σε ορισμένα σημεία και στο τέλος...

...Όχι, δε θα σας πω. Δε θέλω να χαλάσω την έκπληξη. Αν και δεν είναι μια, είναι πολλές. Κι αν δεν είχα διαβάσει το Illuminatus! πρώτα, πιστεύω πως αυτό θα ήταν το βιβλίο-αποκάλυψη. Αν και κάτι με κάνει και υποψιάζομαι πως ίσως το δαιμόνιο δίδυμο που έγραψε τους Ιλλουμινάτηδες, να είχε διαβάσει και το Μάγο.

Και στον τίτλο αυτού του post, ίσως θα έπρεπε να αντικαταστήσουμε την παύλα με ένα κόμμα.

Ακόμα ψάχνω να βρω ποιος μού το σύστησε. Τηλεφώνησα σε όλους τους συνήθεις υπόπτους, αλλά ο δράστης δε βρέθηκε ακόμα.

Maybe I got mindfucked and godplayed – without gods and without plays.
Maybe.

Όπως και να 'χει, ένα κατάλαβα: τα μυστικά είναι στη λογοτεχνία, σε ένα ατέρμονο, υπέροχο κρυφτό.

Φτου και βγαίνω!

Sol.a.luna

Κοιμόταν. Το ήξερε, μ'εκείνη την αβέβαιη και απειροελάχιστη, μα παρόλα αυτά πάντα υπάρχουσα συνειδητότητα που έχει κάποιος όταν κοιμάται κι ονειρεύεται.

“Ναι, κοιμάσαι.” επιβεβαίωσε η μορφή που κινήθηκε μέσα από τις σκιές. Δεν μπορούσε να διακρίνει με σαφήνεια τα χαρακτηριστικά του, τόσο νεφελώδη και θολά που ήταν όλα.
Ευχόταν να είναι ο αγαπημένος της, κι ας ήξερε πως δεν ήταν.

“Κοιμάσαι κι ονειρεύεσαι. Κι είσαι μόνη εδώ.”
“Ποιος είσαι;” τον ρώτησε.
“Κάτι δικό σου. Μια πτυχή του εαυτού σου.”

Ήρθε λίγο πιο κοντά της κι επιτέλους μπόρεσε να τον δει καθαρά. Ήταν εκείνη, όπως θα ήταν εκείνη αν ήταν λίγο πιο ψηλή και οστεώδης, χωρίς τις θηλυκές της καμπύλες, με πιο πολλές γωνίες στο πρόσωπο και δυνατότερα άκρα.
“Μπορείς να με λες Άνιμους”, είπε ο άντρας.
“Πού είναι εκείνος;” τον ρώτησε.
“Δίπλα σου. Δίπλα στο σώμα σου. Κοιμάται. Κι ίσως να ονειρεύεται ότι μιλάει με μια γυναίκα.”
“Υποθέτω ότι την λένε Άνιμα.”
“Υποθέτω ότι υποθέτεις σωστά.”

Μια ανάσα και μετά η ερώτηση:
“Γιατί όλα αυτά;”
“Η αγάπη. Για την αγάπη. Ξέρεις.”

Ένιωσε ότι έσμιγε τα φρύδια της – στ' όνειρο.
Εκείνος – εκείνη που ήταν εκείνος – συνέχισε να μιλά.

“Οι Κινέζοι έχουν εκείνο τον παλιό και πανέμορφο μύθο για τον ήλιο και το φεγγάρι. Που ήταν κάποτε εραστές, και, μετά το θάνατό τους, αυτοί, οι Εραστές, οι Πρώτοι, κυνηγούν ο ένας τον άλλον. Κι όταν σμίγουν, γίνεται έκλειψη.”
“Νόμιζα ότι ο μύθος έλεγε για αδέρφια που σκότωσαν ο ένας τον άλλον.” είπε εκείνη απορημένη.
“Όχι. Στην πραγματικότητα ήταν εραστές. Οι Πρώτοι Εραστές.”
“Και τι σημαίνει αυτό;”

Εκείνος έκανε μια μικρή παύση. Της φάνηκε σαν να πέρασαν αιώνες.

“Ο Πλάτωνας.”
“Ο Πλάτωνας. Τι;”
“Το ανδρόγυνο. Μια οντότητα, σαν δύο άνθρωποι. Δύο κορμιά, μια ψυχή. Μετά ο χωρισμός. Και η αιώνια αναζήτηση. Για το άλλο μας μισό.”

Άρχισε να καταλαβαίνει.
“Εννοείς ότι..”
“Ναι. Ο ήλιος και το φεγγάρι κάποτε ήταν ένα. Κι έλαμπαν μαζί σαν ένα σώμα. Αυτόφωτο.”

“Όμως το φεγγάρι...”
“Σταμάτησε να λάμπει. Κι ακόμη και τώρα η Σελήνη δεν εκπέμπει δικό της φως. Δεν έγινε άστρο, αλλά ένας μικρός πλανήτης. Και δανείζεται φως από τον Ήλιο.”
“Η Σελήνη, όμως...Δε λάμπει. Εκ των πραγμάτων.”
Ένα χαμόγελο άρχισε να αχνοφαίνεται στα χείλη του άντρα.
“Άλλος ένας μύθος. Λάμπει. Από την κρυμμένη, αθέατη πλευρά της. Αυτή που οι άνθρωποι ονομάζουν σκοτεινή. Εκεί που γεννιούνται τα μυστικά και τα όνειρα, η τέχνη κι η μαγεία. Όπως το εξηγούν και οι μυθολογίες.”

“Άντρας – γυναίκα;”
Εκείνος έγνεψε αρνητικά.
“Μα η Γυναίκα ταυτίστηκε με τη Σελήνη. Ίσιδα, Αστάρτη, Εκάτη, Περσεφόνη.... Όλες τους σεληνιακές θεότητες.” προσπάθησε να εξηγήσει η κοπέλα. “Κι από την άλλη, ο Άνδρας – Ήλιος: Ρα, Απόλλων, Θησέας, ο Λουχ των Κελτών...”
“Όχι. Όλοι έχουμε και 'Ηλιο και Σελήνη. Μέσα μας. Σκορπισμένα κομμάτια... Δεν είναι τόσο θέμα φύλου, ξέρεις, όσο ελευθερίας – επανάπαυσης. Ύπνου.”
“Σαν τον ύπνο που κάνω τώρα;”
“Σαν τον ύπνο που κάνουν οι άνθρωποι όταν είναι ξύπνιοι.”
“Κατάλαβα. Το γιατί είμαι μόνη... Εδώ.”
“Μόνη;” ρώτησε εκείνος, με το χαμόγελο τώρα καθαρά ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
“Όχι μόνη. Απλώς εγώ. Να δυναμώνω από τα όνειρα του ύπνου για να θρέψω τα όνειρα του ξύπνιου.”
“Αν το κάνεις, θα δυναμώσουν και τα όνειρα. Αν το κάνεις, θα μπορέσεις να μοιραστείς πραγματικά εκείνα τα όνειρα.”
“Τα πραγματικά όνειρα...” είπε εκείνη σιγανά, στον άντρα, στην ίδια, έξω της, μέσα της, στον εαυτό της. Και χαμογέλασε.

“Κάτι τελευταίο.” είπε στον άντρα. “Εγώ πώς τα ξέρω όλα αυτά; Για Κινέζους και Πλάτωνες;”
“Τα ξέρεις. Τα ξέρω εγώ για σένα. Αθέατα. Ίσως, ξέρεις, να είμαι εγώ η Σελήνη σου. Το υλικό από το οποίο θα φτιάξεις το φως σου. Για να λάμψεις, κρυφά και φανερά, να ενωθείς με τον Ήλιο σου, να γίνετε το Ένα. Και μετά, με τον αγαπημένο σου, το Ένα-Συν-Ένα. Ένα. Ξανά.”

Σιωπή.
Εκείνη νιώθει ότι κλείνει τα μάτια – στ' όνειρο.
Και χαμογελά – στ' όνειρο;

“Και τώρα;”
“Και τώρα λάμψε. Και ξύπνα.”

Κι έλαμψε και ξύπνησε. Κι είχε ξυπνήσει κι εκείνος και την κοιτούσε χαμογελαστός. Λαμπερός.

“Καλημέρα.”

24 Ιουλ 2008

Καταιγισμός

Πάρα πολλά πράγματα σε πάρα πολύ λίγο χρόνο.

Και λέω "θα το γράψω κι αυτό", "θα το γράψω κι εκείνο", κι όταν έρχομαι στο νετκαφέδι δίπλα από το σπίτι, δεν γράφω τίποτα. Blank.

Κι έχω πολλά να σας πω, για τα πειράματα στην κουζίνα (όλα τα πειραματόζωα, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μου, ζουν, παραδόξως), για γλυκά πουράκια μετά από κρασί, σατανικούς πουρέδες, και ανώμαλα πουρά στη συγγρού-φιξ, που μου ήρθε να τα δολοφονήσω με τη βεντάλια κτλ κτλ.

Για το μετρό, όπου κάνω πως ακούω μουσική και κρυφακούω τι λένε οι διπλανοί, για κορίτσια στα Εξάρχεια που ανάγουν την ψυχοσύνθεση ενός άντρα στον τρόπο που λειτουργεί μια βρύση (και νόμιζα ότι εγώ ήμουν η καμμένη), για λέξεις που δεν ξέρω τι σημαίνουν γιατί είναι σε άλλη γλώσσα, αλλά τις καταλαβαίνω από τα βλέμματα πομπού-δέκτη.

Για το μυστικό δρομάκι με τις πυγολαμπίδες και άλλα μαγικά σημεία, αλλά αυτά ίσως και να μην τα έλεγα, γιατί αν πάει εκεί κάποιος που δεν πιστεύει στη μαγεία, εκείνη θα χαθεί.

Για πολύ όμορφα λάιβ κι ακόμη πιο όμορφους ανθρώπους, για μπιρορακοτσίπουρα και "δολοφονικά παιχνίδια", τους κρατήρες του φεγγαριού για τους οποίους μου μιλάει ο μπαμπάς μου σε κάθε λάιβ, το περιστέρι που καμιά φορά κόβει βόλτες μέσα στο σπίτι (ευτυχώς δεν κουτσουλάει) και τόοοοοοοοσα ακόμα.

Γίνομαι μια κουκκίδα εκείνες τις στιγμές, είτε έχουν να κάνουν με πυγολαμπίδες, είτε με σατανικούς πουρέδες και διεστραμμένους κωλόγερους, χάνομαι στο όλο, απολαμβάνω, θυμώνω καμιά φορά, φυσικά φοβάμαι, αλλά κυρίως, ζω.

Κι είναι ωραία, κι ας μην έχω γράψει λέξη ακόμα.

Soon.

1 Ιουλ 2008

Λόγια του Δούκα του La-Bas

¨Μα δεν είναι όλα άσπρο και μαύρο. Η ζωή δεν πηγαινοέρχεται γραμμικά. Περνάμε από κατάσταση σε κατάσταση κυκλικά, τα καλά διαδέχονται τα κακά, το άσπρο σμίγει με το μαύρο, δίνουν γκρι, ρουφιούνται και αλληλοσυμπληρώνονται και δίνουν το γαμημένο το ουράνιο τόξο. Κι εκεί που σμίγουν αλλάζουμε, λίγο-λίγο τη φορά, γιατί κάθε κατάσταση, κάθε εμπειρία, απαιτεί μια άλφα αντιμετώπιση, σωστά; Ή βήτα. Ή γάμμα. Πάρε οποιοδήποτε γαμημένο γράμμα της αλφαβήτου θέλεις. Ένα είναι το σίγουρο, ανάλογα με τον τρόπο που θα πράξεις, θα γίνεις ή πιο δυνατός ή πιο αδύναμος.


Πάρε παράδειγμα εσένα. Ήρθες σ'αυτόν τον κόσμο και δεν ήσουν τίποτα άλλο απο ένα μαλακό κουβαράκι με δίπλες δέρματος, κι ένα μυαλουδάκι άδειο, έτοιμο να ρουφήξει τα πάντα σαν σφουγγάρι. Στα πρώτα χρόνια της ζωής σου δρούσες με βάση πιο πολύ το ένστικτο και την καρδιά σου, κι έλεγες πάντα την αλήθεια γιατί δεν ήξερες ακόμα το ψέμα, μέχρι την πρώτη φορά που σε έπιασε η μάνα σου να σπας το βάζο και σε τάραξε στις σφαλιάρες. Για να αποφύγεις αυτές τις σφαλιάρες, και γενικά κάθε σφαλιάρα της ζωής, έμαθες σιγά σιγά να αμύνεσαι, να γίνεσαι πιο δεκτικός, να συμβιβάζεσαι. Πάνω από όλα, έμαθες να φοβάσαι.


Και μεγαλώνοντας πέρασες από διάφορες καταστάσεις, από την πρώτη μέρα στο σχολείο στην πρώτη κοπάνα, στο πρώτο τσιγάρο στις τουαλέτες, στο πρώτο φιλί, στον πρώτο έρωτα, στο πρώτο γαμήσι, στον πρώτο χωρισμό, αποχαιρετισμό, στην πρώτη δουλειά, ευθύνη, σύμβαση. Πέρασες από το στάδιο του ανόητου, εκείνου δηλαδή του όντος που μιλάει μέσα από την καρδιά του, γιατί δε γνωρίζει ακόμα το φόβο,σε διάφορες φάσεις, της γνώσης, της εμπειρίας, της νίκης, της ήττας, της χαράς, της απώλειας.


Κύκλοι. Μεταβάσεις. Κύκλοι. Μεταβάσεις.


Κουκούλια μέσα σε κουκούλια μέσα σε κουκούλια, που όσο και να σπάσουνε, η πεταλούδα δε θα ελευθερωθεί ποτέ, στις περισσότερες περιπτώσεις.


Πού θα πας; Εμένα ρωτάς πού θα πας; Από σένα εξαρτάται, από το κατά πόσο θα συνεχίσεις να δρας με βάση τη συμβατική λογική ή με την καρδιά σου, εκείνο τον βαθιά χωμένο μέσα σου πυρήνα... Από σένα εξαρτάται αν θα δράσεις αρνητικά ή θετικά, από φόβο ή από αγάπη. Για να γίνουν αυτά που θέλεις κι όχι για να μη γίνουν αυτά που δε θέλεις.


Από σένα εξαρτάται αν ο κύκλος σου κυλήσει προς τα μπρος... Ή προς τα πίσω.“





(Ο Δούκας του La-Bas είναι ιδρυτής της Ομάδας των Τρελών της Πέμπτης Μαύρης Σακούλας. Κανείς δεν ξέρει ποιο είναι το πραγματικό του όνομα ή την πραγματική του ηλικία. Ζει σε ένα παλιό σπίτι στα Αναφιώτικα και αστροπροβάλλεται τακτικά στη Φαϊρία γιατί έχει αναλάβει διαπραγματεύσεις μεταξύ Εξόριστων και Κόσμων. Λέγεται ότι κάθε πανσέληνο σφάζει κι από ένα βρέφος πέντε ημερών, αλλά μάλλον πρόκειται για συκοφαντίες, δεδομένου ότι κάτι τέτοιες φρικαλεότητες τις θεωρεί μπανάλ.)

27 Ιουν 2008

Ανατολές.

Περίεργες οι ώρες, περίεργη και η εποχή, καθότι ο ήλιος, εκείνη η μεγάλη κίτρινη μπάλα, έχει το μονοπώλιο του χρόνου.

Το συνειδητοποίησα χτες, που ήμουν για καφέ στο indie μαγαζάκι (ναι, αυτό των ιστοριών), όπου κοίταξα την ώρα στο κινητό (δείξτε μου κάποιον που φοράει ακόμα ρολόι), και έλεγε εννιά παρά δέκα το βράδυ, αλλά ο ήλιος μόλις τότε είχε αρχίσει να γέρνει προς δυσμάς.

Και μου φάνηκε περίεργο, σχεδόν ανώμαλο.

Μετά θυμήθηκε να βραδιάσει, αλλά εγώ ξέχασα να κοιμηθώ. Δίνω το πολύ-τελευταίο-μάθημα για το πτυχίο, μάθημα που ξέρω ότι σίγουρα θα περάσω γιατί είναι επιλογής, προφορικό, εύκολο και με έναν πολύ γλυκό καθηγητή, και είμαι κάπως αναστατωμένη.

Ίσως γιατί συνειδητοποιώ για τα καλά ένα άλλο περίεργο, ότι ήρθε η ώρα για μια νέα αρχή.

Ήρθε η ώρα να ανοίξω τα φτερά μου, να κάνω δυο φλαπ-φλαπ, σύνολο τέσσερα φλαπ, και να κάνω το μεγάλο, ιπτάμενο βήμα.

Η ώρα έχει πάει πέντε, ακόμα σκοτάδι, κλείνω το τηλέφωνο, μιλούσα με τον Χσιν. Ας τον πούμε έτσι από τα αρχικά H.S.I.N της φράσης "How Soon Is Now", που είναι τραγούδι των Smiths. Ο Χσιν ακούει Smiths και μοιάζει με τον Morrissey, τον αγαπώ πολύ, κι ας μιλάμε πάντα μια φορά το χρόνο μόνο, πάντα μια ώρα, πάντα χαράματα. Πάντα τέτοια εποχή, στις αρχές καλοκαιριού, που οι ώρες είναι περίεργες.

Κλείνουμε το τηλέφωνο, πάω να κοιμηθώ, αρχίζω και στριφογυρνάω. Τελυταίο μάθημα, φλαπ-φλαπ-φλαπ. Μετά το μάθημα, ακόμα ένα φλαπ κι έφυγα. Ένα φλαπ και δυο ανάσες.

Παίρνω τις ανάσες και βγάζω το κεφάλι μου από το μαξιλάρι. Είμαι ιπτάμενο, όχι βαδίζον πουλί. Δε μου πάει να στρουθοκαμηλίζω. Κοιτάω από το παράθυρο και...

ΕΧΕΙ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ.

Μα πώς έγινε αυτό, μα τη γλυκιά Έριδα; Πώς πρόλαβε να ξημερώσει μέσα σε ένα δεκάλεπτο, ένα τέταρτο της ώρας;

Και κάπου εκεί χαμογελάω, και δε με νοιάζει αν θα κοιμηθώ ή όχι. Και δε με νοιάζει που βγήκε ο ήλιος, γιατί δεν έχει νόημα να εξηγήσω τα ανεξήγητα. Αν προσπαθήσω να τα εξηγήσω, θα χαθεί όλη η ομορφιά.

Και κάπου εκεί χαμογελάω, γιατί σε λίγες ώρες από τώρα, εκείνο το τελευταίο φλαπ θα γίνει δικό μου.

Η ώρα τώρα είναι εφτά. Καλημέρα.

Και να μη φοβάστε τον ήλιο, αν τα φτερά σας δεν είναι από κερί.

24 Ιουν 2008

Bεντάλιες.

Ήταν, νομιζω, πριν κανα δεκαήμερο, όταν βολτάραμε με τη φίλη μου τη Νουάρ (ας την πούμε έτσι, γιατί τρελαίνεται για τα φιλμ νουάρ και γενικά ό,τι συνδυάζει σκονισμένη εικόνα, καμπαρντίνα, βροχή, φονικά και πολύ, πολύ τσιγάρο) στην Ερμού. Ήθελα να πάρω μια τσάντα μεγάλη, να χωράει όλο το writer's kit, τετραδιάκια, μολύβια, φωσφορομαρκαδοράκια, τη φωτογραφική μηχανή κτλ κτλ.

Εντοπίζω την τσάντα, παμε να πληρώσουμε, το μάτι μου πέφτει σε μια μικρή βεντάλια. Όχι κάτι το ιδιαίτερο, χάρτινη ήταν, κινέζικου στυλ με κάτι δέντρα και κάτι πουλάκια που πετούσαν, δεν είχα ποτε ιδιαίτερη σχέση με τις βεντάλιες, αλλά εκείνη τη στιγμή το χέρι μου πήγε ακριβώς πάνω της.

Στο δρόμο για το σπίτι έκανε άπειρη ζέστη, βγάζουμε με τη Νουάρ τις βεντάλιες μας, τσάκα-τσούκα, τσάκα-τσούκα, μάς άρεσε το feeling, ταξιδέψαμε, γίναμε δυο δεσποινίδες λεπτεπίλεπτες του παλιού καιρού, τότε που ήταν της μόδας να χαστουκίζεις με αρωματισμένα γάντια και να αρρωσταίνεις με φυματίωση. Το ταξίδι, ευτυχώς, ως μόνο κατάλοιπο άφησε αυτή την αίσθηση και δεν έφερε ξεχασμένες από το Θεό αρρώστιες, και με λίγα λόγια, τσάκα-τσούκα, τσάκα-τσούκα, περπατούσαμε και γουστάραμε, πιαστήκαμε αγκαζέ, σηκώσαμε τη μύτη ψηλά κι άρχισε εκείνη να μου λέει για τον αρραβωνιαστικό της τον Θήοντορ που σπουδάζει στην Οξφόρδη και της στέλνει γράμματα, κι εγώ να διηγούμαι για τον μπάτλερ μας τον Έντγκαρ, που μάλλον είναι "ιδιαίτερος", γιατί γλυκοκοιτάει τον κηπουρό μας τον Ρόρυ. Ο κόσμος γύρω μας, φυσικά, δεν κατάλαβε ότι "ταξιδεύαμε" και γρήγορα αρχίσαν να πέφτουν πάνω μας φρικαρισμένα βλέμματα, καθότι οι ερμηνείες μας ήταν άξιες για 'Οσκαρ. Πώς καταφέραμε να συγκρατηθούμε, μια Έρις το ξέρει.

Αρκετές μέρες μετά από το σκηνικό, και παρά την πεποίθησή μου ότι η άμοιρη βεντάλια θα ξεχαστεί σε ένα συρτάρι και θα δει το φως του ήλιου μόνο στην περίπτωση διεξοδικής φασίνας του Pookoδωματίου (κατα κύριο λόγο ξημερώματα και σε κατάσταση έξαλλης ζάλης από το πιώμα, για να ξεμεθύσω πριν κοιμηθώ) για να πεταχτεί, το συμπαθές αντικείμενο βρισκόταν ακόμη στα αμείλικτα χέρια μου. Οι πούτσες και οι βούρτσες του προηγούμενου Post με είχαν αποσυντονίσει αρκετά, και το τσάκα-τσούκα, τσάκα-τσούκα της βεντάλιας πραγματικά με ηρεμούσε.

Μέχρι χτες που οι πούτσες έγιναν πουτσάρες, οι βούρτσες βουρτσάρες, ως εκ τούτου ο αποσυντονισμός μετατράπηκε σε ντελίριο κι ευλόγως το απαλό τσάκα-τσούκα, τσάκα-τσούκα των προηγούμενων ημερών ανέβασε ένταση με γεωμετρική πρόοδο και μετά από κι-εγώ-δεν-ξέρω-πόσα ΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑ, η έρμη η βεντάλια αποδήμησε εις τόπον χλοερόν. Το χειρότερο; Αποδημησε χωρις να ολοκληρωσει το εργο της, δηλαδη να καλμάρει μια ετσι κι αλλιως ψυχοπαθη, ποσο μαλλον σε περιοδο αναδρομου Μπελτεγκέζ, νεράιδα.

Δεν της κράτησα κακία. Ήταν τόσο μικρή και τόσο εύθραστη με αυτό το απαλό χαρτάκι, που δεν μπορούσε να κάνει και πολλά. Τελικά εκτονώθηκα με μερικά σφηνάκια στο indie μαγαζάκι (όχι το indie των ιστοριών, το άλλο, το λίγο πιο αξιοπρεπές) και αγκαλιές από τη Διεστραμμένη Δασκάλα (αυτή είναι μια άλλη φίλη μου, που ούτε διεστραμμένη είναι, ούτε διδάσκει, απλώς σε μια φωτογραφία της μοιάζει ακριβώς έτσι.)

Σήμερα, ωστόσο, η μήτηρ μού χάρισε μια δικιά της βεντάλια. Της αρέσουν, βλέπετε, οι εκλάμψεις θηλυκότητας που μου βγαίνουν καμιά φορά. Ή προτιμά το να ξεσπάω σε βεντάλιες, παρά τις εφόδους στο ψυγείο ή το πλιάτσικο των νυχιών μου, τα οποία μόλις τώρα άρχισαν να φαίνονται κάπως ευπαρουσίαστα.

Αυτή η βεντάλια,λοιπόν, είναι ισπανικού τύπου, μεγάλη, μωβ, με ζωγραφισμένα τριαντάφυλλα. Σκέτη ομορφιά. Και όχι χάρτινη, αλλά πλαστική, που αντέχει στα βασανιστήρια. Τέσσερις ώρες ΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑΤΣΑΚΑΤΣΟΥΚΑ και συνεχίζει ακάθεκτη.

Και το καλύτερο; Με κάθε τσάκα-τσούκα, με κάθε γλυκιά πνοή του αέρα που με χτυπάει, φέυγει κι από λίγη μεταβατίλα και καταχνιά, φεύγει η αρνητικότητα κι ο θυμός, φεύγει εκείνη η πικρή γέυση στο στόμα, κι εγώ συντονίζομαι, βουτάω και ταξιδεύω όλο και πιο πολύ, όλο και πιο βαθιά, μέσα σε κόκκινα και ροζ τριαντάφυλλα.

22 Ιουν 2008

H πούτσα και η βούρτσα

Έγκυρες πηγές μου με πληροφορούν ότι γαμήθηκε το σύμπαν αυτές τις μέρες. Δεν ξέρω αν φταίει η αμείλικτη ζέστη, η πανσέληνος (από τα πιο όμορφα και ύπουλα φεγγάρια που έχω δει, έλαμπε σαν γλιτσιασμένη χρυσόμπαλα), ο ανάδρομος Ερμής, Δίας, Αλντεμπαράν, Μπελτεγκέζ, Αρράκις κτλ, το γεγονός ότι είναι καλοκαίρι και ο επακόλουθος ψυχαναγκασμός των ανθρώπων για παραλίες, μοχίτο και μπικίνι ή, τελοσπάντων, ο συνδυασμός όλων των παραπάνω, αλλά ένα είναι σίγουρο. Ήταν μια από τις πιο εκνευριστικές βδομάδες του έτους.

Γκρίνια, νεύρα, άγχος, τρέξιμο, πονοκέφαλοι και τόση ευθιξία, τόση συσσωρευμένη αρνητική ενέργεια, που το μπάχαλο έγινε βασιλιάς. Ναι, ναι. Η Σκυλότητά Της (για την Έριδα μιλάω), βρήκε πρόσφορο έδαφος να μοιράσει τα χαρτιά της.

Φυσιολογικές καταστάσεις, ως εδώ. Δεν είναι κανένα ανθρώπινο (και μη) ον αναγκασμένο να είναι πάντα ευγενικό, ειδικά όταν τρέχει στο λιοπύρι για δουλειές, έχει πονοκέφαλο, και συνδιαλλέγεται κάθε στιγμή με άλλα ανθρώπινα (και μη) όντα που τρέχουν στο λιοπύρι για δουλειές, έχουν πονοκέφαλο και συνδιαλλέγονται με άλλα ανθρώπινα (και μη) όντα που τρέχουν στο λιοπύρι για δουλειές κτλ κτλ κτλ.

Το πρόβλημα είναι όταν στο παιχνίδι της ανθρώπινης συνδιαλλαγής κι επικοινωνίας (διότι η Έριδα λατρεύει να κλέβει στα χαρτιά) μπαίνουν κι άλλα όντα, ανθρώπινα κατά κύριο λόγο, που έχουν ως κύριο σκοπό της ζωής τους να δυσκολέψουν τη δικιά σου ζωή.

Το πρόβλημα επικοινωνίας με αυτά τα όντα κυρίως εντοπίζονται στη διάσταση nature-demeanor (δεν είμαι ψυχολόγος, γι' αυτό το θέτω με ...αρπιτζίστικους όρους). Όπου nature (εμείς εδώ ας το πούμε πούτσα) είναι το τι πραγματικά είναι κάποιος, δλδ καλόκαρδος ή υπολογιστικό γουρούνι ή εγωίσταρος του κερατά ή αφελής μέχρι την Άβυσσο, για παράδειγμα, και το demeanor (ας το πούμε βούρτσα) είναι αυτό που θέλει να βγάζει προς τα έξω, δηλαδή καλόκαρδος ή υπολογιστικό γουρούνι ή εγωίσταρος του κερατά ή αφελής μέχρι την Άβυσσο. Ναι, σωστά μαντέψατε. Όλα τα χαρακτηριστικά μπαίνουν στη βιτρίνα, είναι ένα μαγαζί όπου ο πελάτης έχει πλήθος επιλογών και συνδυασμών.

Λίγοι άνθρωποι επιλέγουν να βγάζουν έξω τον αληθινό τους εαυτό, δηλαδή να έχουν ίδιο nature-πούτσα και demeanor-βούρτσα, και σε αυτούς η γράφουσα βγάζει το καπέλο. Θέλει πολλά κιλά αμελέτητα, αυτοπεποίθηση, και την επίγνωση του γεγονότος ότι μένεις γυμνός, χωρίς άσους στο μανίκι ή τις λεγόμενες "πισινές". Για αυτό και τα περισσότερα όντα, ανθρώπινα κατά κύριο λόγο, έχουν ένα δίχτυ ασφαλείας, μια συμπεριφορά λίγο πιο αποδεκτή κατά τις κοινωνικές συμβάσεις, το οποίο το αφήνουν να χαλαρώσει λιγάκι κάποιες σπάνιες στιγμές που νιώθουν ότι ένας συνάνθρωπός τους αξίζει να βουτήξει λίγο πιο μέσα.

Υπάρχουν, βέβαια κι άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι έχουν γραμμένη τη βούρτσα στα παλιά τους τα παπούτσια όταν βαράνε limit, ξεχνώντας ότι έχουν να κάνουν με ακόμα ένα ανθρώπινο ον. Αυτούς, η discordian ψυχολογία που θα ιδρυθεί σε λίγα χρονάκια από τώρα, θα τους ορίζει ως Συναισθηματικά Ηλίθιους. Ξεσπάνε, βγάζουν τα νεύρα τους, αποφορτίζονται, χωρίς να είναι απαραίτητο ότι την πούτσα της απουσίας της βούρτσας τους θα τη φάει στη μάπα κάποιος που πολλές φορές δε φταίει. Αυτή η ενέργεια, δυστυχώς δε χάνεται. Μεταβιβάζεται στο δέκτη, μαζί με τη Συναισθηματική Ηλιθιότητα. Γιατί όταν κάποιος ξεσπάει πάνω σου ενώ δε φταις, μαζί με τη μαυρίλα παίρνεις και την εντύπωση του ότι "οκ, αν εχει αυτός δικαιωμα να τα βγαζει πανω μου, θα τα βγαλω κι εγώ σε κάποιον άλλον". Κι έτσι δημιουργείται ένα τεράστιο mexican wave γκρίνιας κι εκνευρισμού, το οποίο κάνει κύκλους απο μικροσύστημα σε μικροσύστημα.

Το αντίθετο του Συνδρόμου Της Πούτσας Λόγω Απουσίας Της Βούρτσας, που αναλύθηκε παραπάνω, επίσης υπάρχει. Λέγεται Σύνδρομο "Δε Θα Δεις Ποτέ Την Πούτσα Μου" (Δ.Θ.Δ.Π.Τ.Π.Μ.). Σε αυτή την περίπτωση το άτομο έχει φτιάξει ένα δίχτυ ασφαλείας νααααα (με το συμπάθειο), κι έχει υιοθετήσει ένα μοντελάκι συμπεριφοράς από το οποίο δεν αποκλίνει ποτέ. Τρανταχτό παράδειγμα ο Dr. House. Είναι μαλάκας και στη δουλειά, και στις κοινωνικές σχέσεις, ακόμη και στις πιο τρυφερές στιγμές με τον έρωτα της ζωής του. Η κύρια αιτία του συνδρόμου αυτού είναι, πιστεύω (διότι δεν είμαι ψυχολόγος, απλώς θέλω να χώσω), η ανασφάλεια που έχει κάποιος, σε συνδυασμό με διάφορες πούτσες (μην το συγχέετε με την πούτσα-nature) που έφαγε στο παρελθόν. Είναι σαν ένα μικρό μυδάκι, μαλακό και γλιτσερό, που έχει ορθώσει ένα τεράστιο, γερό κέλυφος γύρω του για να μην μπει κανείς μέσα και το κάνει μυδοπίλαφο.

'Ετσι, το άτομο που πάσχει από το Σύνδρομο Δ.Θ.Δ.Π.Τ.Π.Μ., θα συνεχίσει να φέρεται όπως φέρεται σε οποιαδήποτε κατάσταση, κατά κύριο λόγο εκνευρίζοντας τους συνανθρώπους του (διότι τις περισσότερες φορές υιοθετεί επιθετικές συμπεριφορές) κι αν ποτέ ενοχλήσει κάποιον, το πρόβλημα θα είναι του κάποιου, διότι ο κάποιος δεν είναι "κουλ", ενώ ο Δ.Θ.Δ.Π.Τ.Π.Μ. συνήθως είναι γαμάτος, ή έτσι θέλει να πιστεύει τουλάχιστον. Δεν είναι ότι δε βλέπει πέρα από τη μύτη του, είναι πανέξυπνος τις περισσότερες των περιπτώσεων, απλώς γουστάρει... παιχνίδι και... discordia.

Εδώ θέλω να προσθέσω το εξής: Το νόημα της Discordia είναι να είσαι αληθινός. "Speak from your heart", γράφει κάπου στο τέλος. Αυτό απέχει παρασσάγας από το "φέρσου σαν μαλάκας".

Αυτά, αγαπητοί αναγνώστες. Συγχωρήστε με για το μακροσκελές post και τους αδόκιμους όρους. Μια παράκληση, μόνο. Είναι καλοκαίρι και η ζέστη κάνει τους γύρω σας λιγότερο ανεκτικούς, οπότε καλό θα ήταν να συντονίσετε λίγο τις βούρτσες και τις πούτσες σας, για να αποφευχθούν εμπόλεμες συρράξεις.

Ευχαριστώ.

20 Ιουν 2008

Παιχνιδίδιον

So, ο κύριος Φλεβοπρίονο με προκαλει να παίξω ένα παιχνίδάκιον. Υποτίθεται οτι πρέπει να πω τέσσερα πράγματα για μένα, εκ των οποίων τα τρια να ειναι μούφες και το ένα αληθές.

Έχουμε και λέμε λοιπόν:

1. Μικρή πίστευα πως αν κάποιος φάει τη σαλάτα με κουτάλι, θα πεθάνει η μαμά του.
2. Λίγο μικρότερη σε ηλικία από αυτή του παραπάνω statement, πάθαινα κρίση πανικού κάθε φορά που έβλεπα τον Δρακουμέλ.
3. Παραμιλάω πολύ συχνά στον ύπνο μου, και καμιά φορά υπνοβατώ άμα λάχει.
4. Ακόμα να μάθω πώς κάνουμε κυκλάκια φυσώντας καπνό.

That's all, folks!

Προκαλώ τους: Μουτουσλίμπερο και Ουλτραλίσκο.

16 Ιουν 2008

To τέλος μιας σχέσης

'Ετσι θα μπορούσε να αρχίζει μια δακρύβρεχτη ταινία, από αυτές που υποτίθεται ότι παρακολουθούμε εμείς οι γυναίκες με μπόλικα κουτιά χαρτομάντιλα και τόνους παγωτό - προσωπικά δεν μπορώ να κάνω και τα τρία πράγματα ταυτόχρονα, δηλαδή και να βλέπω ταινία και να καταβροχθίζω παγωτό και να φυσάω και τη μύτη μου.

Έτσι επίσης θα μπορούσε να αρχίζει κι ένα άρλεκιν, από αυτά που μου έδινε ο Ρούφος να διαβάζω όταν ήμουν μικρή, και μετά ρωτούσα τη γιαγια μου τι είναι ένα ξανθό τρίγωνο. Η γιαγιά, μόλις το άκουγε, μου έφτιαχνε ένα ντοματότυρο (η αγαπημενη μου λιχουδιά) στο πι και φι, διότι χωρίς να εχει διαβασει την παραπανω παραγραφο ήξερε οτι οταν τρωω δεν κανω τιποτε άλλο, μετά περίμενε τον παππού Ρούφο, τον έσερνε στο καμαράκι και την άλλη μέρα γινόντουσαν άφαντα και τα άρλεκιν και τα ξανθά τρίγωνα.

Έτσι θα μπορούσε να αρχίζει κι ένα ανούσιο Pookopost, εξίσου δακρύβρεχτο. Και μάλλον αυτό είναι, διότι μιλάω για το τέλος μιας σχέσης, κι όλα τα τέλη όλων των σχέσεων, είναι δακρύβρεχτα.

Ήμασταν μαζί οκτώ ολόκληρα χρόνια και πραγματικά δεν πιστεύω να με ξέρει κανείς άλλος τόσο πολύ. Η μέρα μου ξεκινούσε και τελείωνε μαζί του, μέσα σε ένα δωμάτιο 8 τετραγωνικών. Μπορείτε να φανταστείτε τις στιγμές που ζήσαμε μαζί... Εκείνος να κάνει πλάκες, είχε πολύ διεστραμμένη αίσθηση του χιούμορ και συνέχεια έκανε τον άρρωστο. Εγώ ανησυχούσα, τον φοβέριζα, τον έπιανα με το καλό, με το άσχημο, στο τέλος φώναζα και του έλεγα πόσο κακός είναι κι εκεί που άρχιζα να κάνω την προσευχή μου, η φάρσα αποκαλυπτόταν και όλα ήταν μέλι-γάλα πάλι.

Με έχει δει να γελάω, να κλαίω, να πίνω τζιν και να γράφω πυρετωδώς, να σιχτιρίζω και να κάνω σαπουνόφουσκες, και όλα τα άλλα που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος αλλά δεν είναι κολακευτικά για να γραφτούν σε μπλογκ. Τέλος πάντων, είχε δει την πλήρως απομυθοποιημένη μορφή μου, αλλα δεν τον πείραζε, γιατί οχτώ χρόνια δεν έφυγε από το πλάι μου.

Όλα τα όμορφα έχουν ένα τέλος όμως, το οποίο έρχεται αργά ή γρήγορα. Σήμερα ξύπνησα, και το μόνο που μου έλεγε ήταν "Τσίκι-τσίκι". "Περρέα-περρέα;" τον ρώτησα γελώντας, άφού ρούφηξα μια καλή γουλιά καφέ, περιμένοντας να ανοίξει τα ματια του.

Αλλα, φευ. Τα "τσίκι-τσίκι" συνεχίστηκαν, χωρίς "περρέα-περρέα", και μόλις άνοιξε τα μάτια του, αντίκρυσα με τρόμο αυτό που κάθε άνθρωπος δε θέλει να δει, το σημάδι του τελικού θανάτου: την ΜΠΛΕ ΟΘΟΝΗ.

Η κατάσταση, φαντάζομαι, είναι μη ιάσιμη και ο Δούκας Λίτο, ο πολυαγαπημένος μου, λατρεμένος υπολογιστής, ΄στον οποίο ήμουν αφοσιωμένη εδώ και 8 χρόνια, έσβησε ένδοξα σήμερα, η ώρα ενδεκάτη πρωινή. Προσπάθησε χτες να μου δείξει ότι έπνεε τα λοίσθια, γιατί δεν εμφάνιζε τους υπότιτλους στον Dr. House. Αλλά εγώ πού να το καταλάβω, η ανόητη... Νόμιζα ότι μου έκανε κόνξες επειδή του είπα κατάμουτρα ότι γουστάρω τον Hugh Laurie.

Πλέον είμαι χήρα, άλλη μια Λαίδη Τζέσικα στον αδυσώπητο αγώνα επιβίωσης σε μια αυτοκρατορία όπου οι υπολογιστές είναι ένα άλλο είδος μπαχαρικού (κι επιτέλους πρέπει να σταματήσω τις παρομοιώσεις με το Dune). Oπότε, αναγνώστες και περαστικοί, θα κάνετε καιρό να με δείτε, φαντάζομαι.

Αυτά...




Δούκα Λίτο, R.I.P

10 Ιουν 2008

H Δόνια Πουκίντα και ο φουσκαλοπόλεμος

Δεν έσφαξα κανεναν όπως η δόνια Λουσίντα. Φυσικά, μερικά credits γι' αυτό πάνε στους γονείς μου, που δε με αφήνουν να έχω πολλά πολλά με αιχμηρά αντικείμενα και δη κουζινομάχαιρα. (Πού να τους βλέπατε προχτές όταν προσπαθούσα να ανοίξω τις συσκευασίες των τυριών για το ογκρατέν - το πρώτο αξιοπρεπές γεύμα που έφτιαξα-: ΟΟΟΟΟΟΟΟΟΧΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ ΕΤΣΙ ΔΑΝΑΗ, ΘΑ ΚΟΠΕΙΣ! ΘΑ ΚΟΠΕΙΣ ΘΑ ΚΟΠΕΙΣ ΘΑ ΚΟΠΕΙΣ! Δεν κόπηκα τελικά, αλλά κόντεψα να γίνω κι εγώ βραστή γιατί με πιτσίλισε το νερό όταν σούρωνα τα μακαρόνια, οπότε τους άρχισα στα καντήλια και τους έδιωξα από την κουζίνα.)

Τέλος πάντων.

Το θρίλερ που ζω έχει πιο πολύ πόνο και σπλάτερ από το δράμα της Δόνια Λουσίντα, σας διαβεβαιώ.

Ας πάρουμε όμως το αιματοβαμμένο αυτό δράμα από την αρχή.

'Ολα ξεκίνησαν το Σάββατο, που ετοιμαζόμουν να βγω. Είχε βρέξει και δεν μπορούσα να βάλω ανοιχτά παπούτσια, έτσι κοίταξα να δω τι έχω από κλειστά. Βρήκα, λοιπόν, ένα ζευγάρι μπαλαρίνες, πολύ όμορφες και παραδόξως κάπως κυριλέ, αλλά αυτό δικαιολογείται, γιατί αγοράστηκαν από τη μητέρα μου τα Χριστούγεννα στο πλαίσιο μιας απέλπιδης προσπάθειάς της να με κάνει άνθρωπο.

Καινούριες και αφόρετες, κι εγώ, ως βλαμμένη που σέβεται τον εαυτό της και το όνομα της στην πιάτσα (των βλαμμένων), τις φόρεσα χωρίς κάλτσες.

Πού να ήξερα τι θα σήμαινε αυτή μου η προδοσία στις κάλτσες! Πού να ήξερα τη μήνι που θα προκαλούσε αυτή μου η αδιαφορία για το αγαπημένο μου είδος ρουχισμού! Διότι αυτό που μου συμβαίνει τώρα, σας διαβεβαιώ, είμαι σίγουρη ότι το προκάλεσε μια διαβολικά θυμωμένη κάλτσα. Διότι όλες μου τις κάλτσες, μου τις έδωσε ο Διάβολος. Είναι διαόλου κάλτσες. Κι όσοι έρθετε σε επαφή με τις κάλτσες μου, να τους φέρεστε με σεβασμό και ταπεινότητα. Ποτέ δεν ξέρει κανείς τι είναι ικανές να κάνουν, αν θυμώσουν με κάτι...

Στα μισά του δρόμου για το indie μαγαζάκι (όχι το indie των ιστοριών μου, το άλλο, το λίγο πιο αξιοπρεπές), σταματάω καταμεσής στο δρόμο. Άουτς. Η κακοποίηση του ευαίσθητου και χαριτοβρυτου πέλματός μου από τις σατανικές μπαλαρίνες, πιθανώς κάτω από την κατάρα των μακιαβελικών μου καλτσών, είχε αρχίσει...

Τρεις ώρες και ένα λίτρο μπίρας αργότερα, επέστρεφα με τη φίλη μου Ν. σπίτι της. Την έψηνα να δούμε το Inland Empire, αλλά αυτή μου η προσπάθεια δεν ευόδωσε. Η Ν. νύσταζε κι έτσι αποσύρθηκε στο δωμάτιό της. Πάω να βγάλω τα παπούτσια, τι να δω: το σπλάτερ του αιώνα από 2 πολύ μικρές, αλλά τόσο ύπουλες πληγίτσες. Την ξυπνάω, μου δίνει τραυμαπλάστ, πέφτω για ύπνο.

Το πρωί της Κυριακής τα κακόμοιρα πόδια μου συνεχίζουν να βασανίζονται σε κάθε βήμα από τις σαδιστικές μπαλαρίνες. Ειδικά λίγο πιο κάτω από το σπίτι όπου ο δρόμος είναι καλντεριμοειδής, περπατούσα με τις μύτες. Τέτοια χάρη κι ευλυγισία ούτε ο Σπάιντερμαν στα πιο τρελά του όνειρα.

Κι εκεί επεμβαίνει η μήτηρ, σαν από μηχανής θεά, και μου βάζει κάτι μεμβράνες, τις οποίες θα λέμε για ευνόητους λόγους Φουσκαλέξ. "Κάνουν δουλειά, άστες και θα φύγουν μόνες τους."

Δυο μέρες μετά, τα Φουσκαλέξ ακόμα βασιλεύουν στις χτυπημένες από τη μοίρα φτέρνες μου. Από έξω φαίνονται σαν δεύτερο δέρμα, κίτρινο και διαφανές. Το μόνο που διακόπτει αυτή την ομοιογενή, ειρηνική κιτρινίλα είναι οι ΦΟΥΣΚΑΛΕΣ, άσπρες και τεράστιες. Πήγα χτες να βγάλω το ένα Φουσκαλέξ, τσούξιμο, κι από μέσα... Χειρότερα κι από ταινία του Φούλτσι. Με είδε και η μάνα μου κι άρχισε να φωνάζει ΜΗΗΗΗΗΗΗ ΣΟΥ ΛΕΩ ΘΑ ΦΥΓΟΥΝ ΜΟΝΕΣ ΤΟΥΣ!

Και κάπου εκεί τέλειωσαν οι στενές μου επαφές με ό,τι συμβαίνει στα κάτω άκρα μου. Θα αποσυρθώ ήσυχα και διακριτικά και θα αφήσω το Φουσκαλέξ να κάνει τη δουλειά του.

Χτες έβαλα και κάλτσες, κι ούτε που κατάλαβα ότι είχα φουσκάλες. Πόνος μηδέν. Εκεί ήταν που η πιθανολόγηση για την πρόκληση της σωματικής μου βλάβης από τις κάλτσες έγινε βεβαιότητα. Αλλά έλα που δεν έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα και δεν μπορώ να τους κάνω μήνυση για σωματική βλάβη....

Η όλη ιστορία, βέβαια, έχει και τα καλά της. Πρώτον, έμαθα να σέβομαι τις κάλτσες μου, γιατί αυτές είναι το αφεντικό.

Και δεύτερον, όλα αυτά που έγιναν, με παρακίνησαν να κάνω την ακόλουθη σκέψη: Εφόσον τα διάφορα fnords είναι λίγο πολύ κοσμικές φουσκάλες, γιατί να μη βρούμε το αντίστοιχο φουσκαλέξ;

9 Ιουν 2008

Κι άλλη ιστορία

Αλλά αυτή θα τη δείτε εδώ.

H Δόνια Λουσίντα και ο χαρτοπόλεμος

Ήταν ένα ηλιόλουστο μαγιάτικο πρωινό όταν η Δόνια Λουσίντα ξύπνησε κι αποφάσισε ότι δεν μπορεί να ζει άλλο έτσι.


“Ξυπνήστε, ξυπνήστε τεμπέλικα!” φώναξε γελαστή, σκίζοντας με ένα κουζινομάχαιρο τις λουλουδάτες κουρτίνες.
“Τι κάνεις εκεί, μαμά;” ρώτησε απορημένος ο Αλβάρο, με τα ξανθά του μαλλάκια να κρύβουν ακόμη τα μάτια του.
“Αφήνω το φως να μπει μέσα, αγάπη μου!” του απάντησε εκείνη, πιο λαμπερή κι από τον πρωινό ήλιο.
“Να σε βοηθήσω, μαμά;” ρώτησε κι η Καταρίνα, ετών πέντε, καθώς πεταγόταν από το κρεβατάκι της γρήγορη σαν ελαφάκι.

Η Δόνια Λουσίντα έγνεψε “ναι” ενθουσιασμένη, και πέταξε ένα ακόμη μαχαίρι στα πόδια του κρεβατιού.

Αφού τελείωσαν με την παιδική κρεβατοκάμαρα, όρμησαν στριφογυρίζοντας στο σαλόνι. Τα μαχαίρια τώρα είχαν γίνει τρία, σε ισάριθμα χέρια, καθώς ο οκτάχρονος Αλβάρο είχε αποφασίσει ότι δεν ήταν πρέπον να μην συμμετάσχει και ο άντρας του σπιτιού.

“Τα κάδρα, τα κάδρα!” έδειξε στα παιδιά η Δόνια Λουσίντα.
Οι δυο μικροί πολεμιστές επιτέθηκαν στους πίνακες με ξεχωριστό ζήλο, μπήγοντας, σκίζοντας, τραβώντας σκηνές κυνηγιού και όμορφα, συμμετρικά πρόσωπα.

“Μαμά, τι είναι αυτές οι ζωγραφιές πίσω από τους πίνακες;”
“Σφραγίδες, Καταρίνα. Μαγικές. Τις είχε φτιάξει ο πατέρας σας για προστασία.”
“Πού είναι ο πατέρας τώρα, μαμά;” ρώτησε ο Αλβάρο, για άλλη μια φορά.
“Όχι εδώ!” του απάντησε η Δόνια Λουσίντα, με το μαχαίρι της να βγάζει προσεκτικά το κόκκινο χαρτόνι με τη σφραγίδα από πάνω.

Λίγο αργότερα, όλοι κρατούσαν στα χέρια τους από δύο χαρτόνια με τις σφραγίδες του Δον Γκαλάν. “Μην αφήσεις να τις δει κανείς, μην τις βγάλεις ποτέ”, της είχε πει, πριν φύγει για πάντα.
Χαρτόνια πράσινα, κόκκινα, γαλάζια και χρυσαφί. Κι ένα μαύρο.
“Θέλετε να φτιάξουμε χαρτοπόλεμο;” ρώτησε η Δόνια Λουσίντα.

Κι έφτιαξαν χαρτοπόλεμο. Έκοψαν, έσκισαν, κομμάτιασαν, γελώντας, στριφογύρισαν, γελώντας, πέταξαν τα κομμάτια ψηλά, γελώντας, και τότε άρχισαν να πετάνε και οι ίδιοι.

“Κοίτα μαμά, πετάω!” τσίριξε η Καταρίνα, τρελή από χαρά.
“Τι ωραία που είναι να ξαπλώνεις στο ταβάνι, μαμά!” φώναξε ο πάντα λίγο τεμπέλης Αλβάρο.

Τότε άρχισαν να σκοτεινιάζουν όλα.

“Οι Σκιές!” αναφώνησε η Δόνια Λουσίντα, και, σφίγγοντας το κουζινομάχαιρο στο δεξί της χέρι, είπε ψύχραιμα:
“Τώρα θα χορέψουμε.”

Κι άρχισαν να στριφογυρίζουν κι άλλο, πάντα στον αέρα, και δε φοβόντουσαν τις Σκιές. Η Δόνια Λουσίντα χτυπούσε με χάρη και περισσή ευλυγισία, γιατί παλιά, πριν γνωρίσει τον Δον Γκαλάν, ήταν χορεύτρια του Βασιλικού Θεάτρου. Ο Αλβάρο ήταν πιο βραδυκίνητος, αλλά είχε τρομακτική δύναμη και γενναιότητα στις κινήσεις του. Η δε Καταρίνα, μικρόσωμη σαν μαϊμουδάκι, ήταν η πιο γρήγορη από όλους και δεν έχανε στόχο.

Και χόρευαν και πετούσαν και πολεμούσαν.
Kι ο χαρτοπόλεμος ακόμη έπεφτε, σαν να μην τελείωνε ποτέ, πράσινος, κόκκινος, γαλάζιος και χρυσαφί. Και μαύρος.



Για πολύ καιρό μετά, ο επιθεωρητής της αστυνομίας Χόρχε Ντε Βίγια έσπαγε το κεφάλι του να καταλάβει τι έγινε στο σπίτι της Δόνια Λουσίντα και τα μέλη της μικρής οικογένειας σφαγιάστηκαν μεταξύ τους.
Ούτε η απάντηση της μικρής Καταρίνα, που ανέπνεε ακόμα όταν τους βρήκαν και την ρώτησαν τι έκαναν, υπήρξε διαφωτιστική:
“Χαρτοπόλεμο.”

6 Ιουν 2008

Nocturne

Nocturne


Καπνίζεις και κοιτάς το ταβάνι, τα μάτια σου γεμάτα από κάτι που δεν μπορείς να περιγράψεις, δεν ξέρεις καν αν υπάρχει τελικά ή όχι, τόση κενότητα και τόση πληρότητα μαζί, ένα συν ένα ίσον δύο ίσον τίποτα ίσον τα πάντα και χάνεσαι, μικρή μου, θες πάντα να ξέρεις τι σου γίνεται και να που τώρα χάνεσαι σ' ένα ξέφρενο χορό από σκιές, αυτές που ήρθαν κι αυτές που θα 'ρθουν, θολές, να σ' αγγίζουν σ' όλο σου το κορμί, να τσιτώνεσαι και να τρέμεις, φοβάσαι, φταίει αυτό το κωλοτράγουδο, αργό και μεθυστικό σαν τη στιγμή που ακολουθεί έναν οργασμό, δε σου αρέσει να φοβάσαι, φοβάσαι ακόμη και να φοβηθείς, κλείνεις τα μάτια μα οι σκιές δε φεύγουν, εκεί είναι ακόμα και σε πειράζουν.

Προδοτικές στάλες ιδρώτα μαζεύονται στ' ακρόχειλο, τα μάτια σου αρνούνται ν' ανοίξουν πια, οι βλεφαρίδες μπλέχτηκαν μεταξύ τους απ' τη λαχτάρα, το χέρι σου κατεβαίνει χαμηλά και βρίσκει το γνώριμο εκείνο μέρος που έχει πάει τόσες φορές, εκείνη τη ζεστή, νοτισμένη, φουσκωμένη ρώγα σταφυλιού, μια στροφή με τ' ακροδάχτυλα, δυο, κι έπειτα κατεβαίνεις μια ανάσα πιο κάτω, μπαίνεις μέσα, όμορφα, ζεστά, υγρά, σαν να 'χεις πυρετό, καμπυλώνει το κορμί σου κι εκρήγνυσαι σαν αστέρι με μια κραυγή ηδονής – ή μήπως απώλειας;

Φέρνεις το χέρι σου στο στόμα, η γλώσσα ίσα που αγγίζει τ' ακροδάχτυλα, προσπαθείς να θυμηθείς πώς ήσουν κάποτε, πριν σε ραφινάρουν με ντροπές κι αξιοπρέπειες, ναι, αυτός είναι ο πραγματικός σου εαυτός, ατόφιος και πρωτόγονος σαν αυτό που γεύεσαι τώρα, με κάτι από μέλι και λεμόνι, κι εκείνη την περίεργη αψάδα στο τέλος, εκείνη που μένει να δροσίσει το στόμα με φωτιά, μήπως τελικά όλα τα άναρχα πράγματα αυτή τη γεύση έχουν;

Σηκώνεσαι κι ανοίγεις την κουρτίνα, το φεγγάρι χτυπά αναιδώς το παράθυρό σου, η γυμνή σου μορφή διαγράφεται θολή στο τζάμι, έχεις γίνει μια σκιά κι εσύ, θα ήθελες ν' αρπάξεις μια από αυτές που σε τυραννούσαν πριν λίγο και να ανταποδώσεις, να δαγκώσεις και να γδάρεις και να σφίξεις, να ουρλιάξεις και ν' ανακατευτείς, να χωθείς κάτω από το δέρμα της, τα φαντάσματα όμως δεν είναι από ύλη και το μόνο υλικό σώμα τώρα είναι το φεγγάρι, ξεδιάντροπα στρογγυλό και ασημένιο, σου φέρνει στο νου εκείνο το ποίημα του Ρίτσου που κάνατε στο σχολείο και καταριέσαι, δε θες να γίνεις σαν εκείνη, όχι, καλύτερα άσχημος άνθρωπος παρά όμορφο ποίημα.

Το φεγγάρι μάλλον άκουσε τις σκέψεις σου γιατί σε εκδικείται, αντιφεγγίζει στο τζάμι το κλειδί, το Κλειδί, εκείνο που κρέμεται απ' τ' αυτί σου, το φόρεσες όταν ράγισε η καρδιά σου για να μην ξεχάσεις, να μάθεις, να κλειδωθείς, να μην το βγάλεις μέχρι να έρθει εκείνος που δε θα σε ρωτήσει γιατί το φοράς, αλλά θα απαιτήσει απλώς να του το δώσεις, όμως αυτό είναι ακόμη εκεί, πάνω στ' αυτί σου ζει και βασιλεύει, γιατί Εκείνος δεν ήρθε κι ούτε θα 'ρθει, δεν υπάρχει ή εσύ δε θέλεις να υπάρχει.

Σεληνιάζεσαι, δαιμονίζεσαι, σκιάζεσαι, σπας το παράθυρο και πετάς με όση δύναμη έχεις τα γυαλιά στο φεγγάρι, να ματώσει, δε θα φτάσουν ποτέ ως εκεί - ποια είσαι μικρή μου που θα τα βάλεις με το φεγγάρι – ουρλιάζεις, κλαις, τραβάς το κλειδί δυνατά, βαρέθηκες κλειδιά και κλειδοκράτορες, Πανδώρες και χαοτικές σφραγίδες, τα δάκρυα λιώνουν το πρόσωπό σου σαν οξύ, τραβάς μια τελευταία φορά με λύσσα, το κλειδί εκτοξεύεται στο Άπειρο παίρνοντας μαζί του και το αυτί σου, πετάνε να βρούνε το φεγγάρι κι εσύ μένεις να τα κοιτάς ζαλισμένη, μια μάζα από αίμα, δάκρυα και κολπικά υγρά, ο πόνος σε σκίζει στα δύο, ουρλιάζεις ξανά και -

τότε ξυπνάς πάνω απ' το τετράδιο , το κλειδί είχε πατήσει στο λαιμό σου κι έχει κάνει μια λακκουβίτσα κόκκινη που τσούζει μα δε σε νοιάζει γιατί έχει ξημερώσει πια, ήταν μόνο ένα όνειρο, το τζάμι είναι στη θέση του και μπορεί να σε δείχνει ακόμα θολή, αλλά τουλάχιστον έχεις πρόσωπο κι αυτί, γελάς και βήχεις, πολλά τσιγάρα χτες, το χέρι σου μυρίζει ακόμα σαν εσένα και το τραγούδι συνεχίζει να παίζει στο repeat, αλλάζεις λίστα και παίρνεις το τετράδιο, αναρωτιέσαι τι μαλακίες έγραφες χτες και τι σκεφτόσουν πάλι, ναι, εκείνη τη σκιά, δε βαριέσαι, τη μέρα οι σκιές είναι Κάτω, δεν τις φοβάσαι και δεν τις ποθείς.

Ντύνεσαι... Πριν φύγεις, τραβάς τις κουρτίνες.
Για καλό και για κακό.


6/2/2008

5 Μαΐ 2008

Mαγικός Ρεαλισμός - μια ακόμη περιπέτεια του Ιπτάμενου Τσουρεκιού

(χτυπάει το τηλέφωνο)
Τεντώνω το χέρι σκουντούφλικα, αναρωτώμενη ποιος με παίρνει αξημέρωτα.
-Ννννναααααιιιι...
-'Καλημέρα κοριτσάκι μου.
(πολύ γλυκά μου μιλάει, κάτι θα θέλει.)
-Ελα ρε μπαμπά.
-Θα μου κάνεις μια δουλίτσα;
-....νννννααιαιαιαιαιαι...
-Λοιπόν θα πας στις τάδε τράπεζες να πάρεις τα τάδε χαρτιά και μετά θα τα πας στο λογιστή. Καλά;
(σιχτιρίζω από μέσα μου)
-Τττττιιιι ώρα είναι;
-Έντεκα και μισή.
-Οκέικ... Θα πιω τον καφέ μου όμως πρώτα, ναι;
-Καλά κουκλίτσα μου.



(Σε ένα εναλλακτικό κόσμο το δαιμόνιο μέλος Ιπτάμενο Τσουρέκι της διαβόητης ντισκορντιανής ομάδας των Τρελών της Πέμπτης Μαύρης Σακούλας αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας μια άκρως μυστική κι επικίνδυνη αποστολή: να πάει στο Τρίτο Αιθερικό Πεδίο και να μαζέψει τα συστατικά για την κατασκευή ενός πανίσχυρου φυλαχτού εκ μέρους του Κυνοκέφαλου μάγου Μπαλταζόρ Αζόρ Γαββ και να τα μεταφέρει με ασφάλεια στον έμπιστό του φύλακα Χοντρούλη Λεφτογλείφτη. Άραγε θα τα καταφέρει; Ή θα την σκοτώσουν τα πανίσχυρα fnord της Τάξης;)


Πίνω το καφεδάκι μου στα γρήγορα, γλυκό-γάλα-αχτύπητο, κάνω 2 τσιγαράκια να ανάψει η μηχανή, ντύνομαι και φεύγω.

(Είναι μια δύσκολη αποστολή. Το Ιπτάμενο Τσουρέκι προετοιμάζεται με υπερβατικό διαλογισμό για να γίνει επιτυχώς η αστρική προβολή, ειδάλλως τα κομμάτια της ψυχής της θα διασκορπιστούν από τον υλικό κόσμο έως το αχανές limbo με τα πλοκαμοφόρα πλάσματα που αφήνουν γλίτσες, σάλια και λοιπά σιχαμερά b-movie σωματικά υγρά. Αηδία. Αδειάζει το κεφάλι της γρήγορα από αυτές τις ζοφερές σκέψεις, ζωγραφίζει ένα sigil, κλείνει τα μάτια και φεύγει.)

Πρώτη στάση: Τράπεζα #1.
Μια ουρά από ηλικιωμένους που θα προτιμούσαν να παίζουν τάβλι στον καφενέ, αλλά τι να κάνουν, σύνταξη είναι αυτή, κυρίες με ταγέρ που ξεφυσάν σαν να χάλασε το παντεσπάνι της Μαρίας Αντουανέτας, έρμους φοιτητές που περιμένουν ώρα και δεν μπορούν να κάνουν ούτε ένα τσιγάρο. Τους κατανοώ.
Επιτέλους έρχεται η σειρά μου. Ο υπάλληλος που με εξυπηρετεί είναι γύρω στα τριάντα, ξεφυσάει στο κουστουμάκι του, η γραβάτα τον ζορίζει, τρώει τα νύχια του, αγχώνεται, βιάζεται, αναστενάζει και αρχίζει να με ρωτάει για ΑΦΜ, όνομα εταιρίας και όλα αυτά τα μπελαλίδικα. Του τα λέω, παίρνει τηλέφωνο τον πατέρα μου για επιβεβαίωση - “απλά για τα τυπικά, για τη δική σας προστασία”- ξανααγχώνεται, ξαναβιάζεται, ξαναξεφυσάει. Τον βλέπω κι αναρωτιέμαι πόσο βαθιά έχει χωθεί στην κρεατομηχανή κι αν αξίζει τελικά τόσος κόπος στο σχολείο και στις σπουδές, αν είναι να αγχώνεσαι για μια ζωή.
Κλείνει το τηλέφωνο, μου ζητάει ταυτότητα “απλά για τα τυπικά, για τη δική σας προστασία”. Του τη δίνω. “Ε ρε φακέλωμα που πέφτει”, λέω. Με κοιτάει για λίγο περίεργα και μετά γελάει, γελάω, γελάμε πολλή ώρα. Αποφορτίζεται και χαλαρώνει, εκτυπώνει το χαρτί, μου το δίνει, και ο τρόπος που μου λέει “καλό μεσημέρι” δείχνει ότι δε θα φάει άλλο τα νύχια του σήμερα – αν έχει μείνει και τίποτα. Βγαίνω χαρούμενη, έκανα την καλή πράξη της ημέρας.

(Πρώτη Στάση: Στρατόπεδο Εργασίας των Τρολ
Το Ιπτάμενο Τσουρέκι φτάνει πετώντας, η θέα των πελώριων Τρολ με την αλυσίδα στα πόδια να σπάνε πέτρες την γεμίζει μελαγχολία. Κοντά τους βρίσκεται ένα πλήθος από μεγαλειώδη Υψηλά Ξωτικά, που περιμένουν ψηλομύτικα και αλαζονικά να παραλάβουν τους ακατέργαστους πολύτιμους λίθους. “Καταραμένοι Αυτιάδες.” λέει μέσα από τα δόντια της.
Κατόπιν πλησιάζει ένα Τρολ που προσπαθεί με κόπο να σπάσει ένα μεγάλο βράχο. Ένα όμορφο κίτρινο φως φέγγει απαλά από μέσα.

“Ζαφειρικός Λαμπηδονίτης είναι αυτό;” ρωτάει το Τρολ ευγενικά.
“Ναι”, απαντάει το Τρολ μονότονα. “Γκαργκ'λ πρέπει βγάλει γρήγορα να πάει αφεντικό, αλλιώς αφεντικό όχι σούπα Γκαργκ'λ σήμερα.”
“Μη στενοχωριέσαι Γκαργκ'λ, θα τα καταφέρεις!”
“Γκαργκ'λ κουρασμένος, δε μπορεί βγάλει λαμπηδόνα”.

Το Τσουρέκι λυπάται το Γκαργκ'λ κι αποφασίζει ότι πρέπει να δράσει. Ανοίγει το μαγικό της τσαντάκι και βγάζει ένα πουγκί. Υπνόσκονη Της Μεγάλης Μύτης, προορισμένη να δρα μόνο στις λεγόμενες Φυλές του Μεγαλείου, όπως τα Υψηλά Ξωτικά, οι Δρακοκαβαλάρηδες και γενικά όσοι έχουν εξουσία στα χέρια τους και πουλάνε μούρη. Το πετάει στον αέρα πάνω από τα κεφάλια των Υψηλών Ξωτικών, ένας δυο προσπαθούν να αντισταθούν με κάποιο ξόρκι, αλλά μάταια. Κανείς δεν μπορεί να τα βάλει με το Τσουρέκι, τους Τρελούς της Πέμπτης Μαύρης Σακούλας και τις παντοδύναμες, χωρίς νόημα πατέντες τους.

Σε λίγο το μόνο που ακούγεται είναι το ροχαλητό των Αυτιάδων, μεγαλειώδες κι αυτό, και οι ζητωκραυγές των Τρολ. Το Τσουρέκι τούς λύνει γρήγορα και, βάρδος ούσα, τους λέει μια ιστορία για τις βαρβαρότητες άλλων πεδίων και δη του Υλικού Κόσμου, και συγκεκριμένα για ένα σύστημα που λέγεται Τραπεζικό και είναι πολύ χειρότερο από τα Στρατόπεδα Εργασίας τους . Τα Τρολ παίρνουν κουράγιο και αναζωογονημένα βγάζουν το λαμπηδονίτη γρήγορα, βοηθούμενα από τις μαγικές λέξεις του Τσουρεκιού. Ο Γκαργκ'λ χαρούμενος δίνει το λαμπηδονίτη στο Τσουρέκι και τρώει τριπλή μερίδα σούπα, έτσι για σπάσιμο στα αφεντικά. Το Τσουρέκι τους χαιρετά και πετά χαρούμενο για τον επόμενο προορισμό.)


Δεύτερη στάση: Τράπεζα #2.

Ο υπάλληλος με κοιτάει επιτιμητικά μέσα από το τζάμι. “Θα δω τι μπορώ να κάνω” λέει, εννοώντας “άντε στο διάολο ανόητη μικρή που έχεις το θράσος να με διακόπτεις από το ξύσιμο των γεννητικών μου οργάνων και το φλερτ με την κοπέλα του διπλανού ταμείου.”
Μου δίνει ένα χαρτί, το κοιτάω, δεν είναι σωστό. “Εμμμ... θα ήθελα την κίνηση από τότε που ανοίχτηκε ο λογαριασμός, όχι μόνο για αυτό το χρόνο.”
Δεύτερο δολοφονικό βλέμμα. “Συγνώμη που θέλω να κάνεις τη δουλειά σου, μαλάκα” λέω από μέσα μου.
“Γιάαααννηηηη...;” ακούγεται ένα νιαούρισμα από δίπλα. “Πότε θα κάνουμε τις πράξεις για τον Χατζητέεεεεεετοιο;”
Μαλλί πιο ξανθό κι από τις Μπρουνχίλντες της Σκανδιναβίας, πουκάμισο ανοιχτό έως την Άβυσσο, φούστα που κανονικά θα έπρεπε να λέγεται ζώνη, μακιγιάζ που δεν αφήνει ούτε καν να υποψιαστείς για το τι κρύβεται από κάτω, δεν είναι τηλεοπτική γλάστρα, δεν είναι η Μπάρμπι, είναι το κορίτσι του διπλανού Ταμείου.
“Με συγχωρείτε για λίγο”, λέει ο Γιάννης, Αιδοιόδουλος -sic- στο επίθετο, τα σάλια του έχουν ξαπλωθεί τόσο που σε λίγο θα βρέξουν τα παπούτσια μου.
Μονολογώ ένα “εντάξει” αλλά δεν τον συγχωρώ ούτε για λίγο ούτε για πολύ, περιμένω, οι πράξεις δεν έχουν τελειωμό, προσθέσεις και διαιρέσεις και πολλαπλασιασμοί, επιτέλους τέλειωσαν τα πιτσουνάκια μου, το “ευχαριστώ” της Μπρουνχίλντας-Χίλντας-Πάρις Χίλτον στάζει μέλι και ανείπωτες υποσχέσεις για καυτά βράδια, επιτέλους έχω την προσοχή του, του λέω αργά και σε ελληνικά δημοτικού τι θέλω ακριβώς, μου το δίνει, φεύγω χωρίς να ευχαριστήσω.

(Δεύτερη Στάση: Κατάστημα του δόκτορα Πούσισλεϊβ
Το Τσουρέκι έχει ακουστά για το μαγαζάκι αυτό. Έχει ό,τι μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος-ή-μη νους, αρκεί να πετύχεις τον εν λόγω δόκτορα χορτασμένο από γλυκιές ηδονές. Γιατί όταν τον πιάνουν οι στερήσεις του, το έχει κλειστό.
Αυτή τη φορά το μαγαζάκι έχει την ταμπέλα “Ανοιχτόν”, και το Τσουρέκι αισθάνεται τυχερή γιατί ξέρει πόσο σπάνιο είναι αυτό. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και μπαίνει μέσα. Ο Δόκτορας, ψηλόλιγνος και γκριζομάλλης, με τεράστια χρωματιστά γυαλιά και μάτια που γυρνάνε σαν τρελά έχοντας δική τους πρωτοβουλία, την ρωτάει μελιστάλαχτα τι θέλει. Η γλώσσα του στάζει γλίτσα και χαλασμένη ζάχαρη.
Το Τσουρέκι θέλει ένα μπουκαλάκι με κάτουρο γυρίνου που γεννήθηκε στην πανσέληνο από βατραχίνα που έχασε την παρθενιά της από τον Πρίγκιπα-που-μεταμορφώθηκε-σε-Βάτραχο-και-μετά-ξαναέγινε-Πρίγκιπας, πριν βέβαια μπει στο τελευταίο στάδιο της εξέλιξης. Ο Δόκτορας ψάχνει για πολλή ώρα γιατί αυτό το συστατικό είναι εξαιρετικά σπάνιο. Εκείνη την ώρα έρχεται η βοηθός του, μια πανέμορφη Γοργόνα με νούμερο τέσσερα κοχυλοσουτιέν, που μόλις έκανε απολέπιση στην υπέροχη ουρά της. “Ήρθε η ώρα για τη θεραπεία σου, Αγαπούλη” του λέει λάγνα.
Ο Δόκτορας ούτε καν κοιτάει το Τσουρέκι, πιάνει τη Γοργόνα από το χέρι και τρέχουν στο πίσω δωματιάκι.
Το Τσουρέκι νευριάζει, κάνει το μαγαζί άνω-κάτω, βρίσκει το συστατικό που θέλει και σχεδιάζει την εκδίκησή της. Πώς θα τιμωρήσει το Δόκτωρα; Μια λαμπρή ιδέα σκάει σαν κεραυνός στο όμορφο κεφαλάκι της, ενθυμούμενη τα λόγια ενός διάσημου στον Υλικό κόσμο σεξολόγου: “για να έχετε περισσότερες σεξουαλικές επαφές, βγάλτε την τηλεόραση από την κρεβατοκάμαρα.” Το Τσουρέκι τρίβει τα χέρια της σατανικά και βγάζει από το θαυματουργό τσαντάκι της ένα home cinema και μπόλικα dvd. Αυτό ήταν Ο Δόκτορας δε θα ξαναπάει ποτέ στο πίσω δωματιάκι.)


Τρίτη στάση: Τράπεζα #3 και το τέλος του προορισμού

Το υπόλοιπο τρέξιμο ήταν χωρίς εμπόδια. Η ταμίας στην τρίτη τράπεζα είχε ήδη μιλήσει με τον πατέρα μου κι είχε τις εκτυπώσεις έτοιμες. Ήταν πολύ γλυκιά και γελαστή, τόσο πολύ που με έκανε να αναρωτηθώ για την ύπαρξη Ανθρώπων σε τράπεζες. Ίσως, λέμε ίσως, να την γλιτώσω την κρεατομηχανή... Όταν μεγαλώσω.
Το πρόβλημά μου ήταν ο λογιστής, που είχε το γραφείο του στην άλλη άκρη της πόλης. Βαριόμουν κάθε φορά να πάω. Ευτυχώς αυτή τη φορά είχα προνοήσει και είχα το Mp3player μαζί. Πέντε τραγούδια Arcade Fire μετά είχα φτάσει. Ο λογιστής τσέκαρε τα χαρτιά, τα βρήκε εντάξει, και έφυγα για το σπίτι τρεχάτη. Είχα μια ιστορία να γράψω...


(Το υπόλοιπο ταξίδι του Τσουρεκιού κύλησε ομαλά. Έκανε μια στάση ακόμα στο Χάνι του Ντουίζιλ, όπου η γελαστή χόμπιτ σερβιτόρα της έδωσε αμέσως αυτό που της ζήτησε, και την κέρασε βουτυρόπιτα με φεγγαρόσαλτσα. Έμεινε εκεί το βράδυ, πληρώνοντας το Χάνι με μια ιστορία όσων της είχαν συμβεί μέχρι εκείνη τη στιγμή και την άλλη μέρα ξεκίνησε για την περιοχή που θα έβρισκε τον Λεφτούλη Χοντρογλείφτη.
'Ενα πράγμα προβλημάτιζε το Τσουρέκι: Η διαδρομή ήταν πάρα πολύ μεγάλη και δεν είχε καμιά όρεξη να την κάνει πετώντας μόνη της. 'Εβγαλε τότε από το θαυματουργό τσαντάκι την δρακοσφυρίχτρα της, φύσηξε πέντε φορές και σε λίγο προσγειωνόταν δίπλα της ο Σινγκ-Σινγκ, ο κινέζικος δράκος , φίλος από παλιά των Τρελών της Πέμπτης Μαύρης Σακούλας. Τον έλεγαν Σινγκ-Σινγκ γιατί του άρεσε πολύ να τραγουδάει στα αγγλικά, ειδικά ένα μυστήριο συγκρότημα μάγων που λέγονταν Arcane Fire. Την πήρε στην πλάτη του και πέταξαν μαζί.
Πέντε τραγούδια μετά, ο Λεφτούλης Χοντρογλείφτης εξέταζε ευχαριστημένος τα μαγικά συστατικά. Το φυλαχτό του Κυνοκέφαλου μάγου Μπαλταζόρ Αζόρ Γαββ θα ήταν έτοιμο σε τρεις μέρες... Κι όλα αυτά, χάρη στην πολύτιμη βοήθεια του πάντα γενναίου Τσουρεκιού. Της έδωσε πέντε ονειρονομίσματα ανεκτίμητης αξίας και την έστειλε στο καλό...)

30 Απρ 2008

A kiss in the dreamhouse

Οχι, δε θα μιλήσουμε για Siouxsie and the Banshees, από τον τίτλο άλμπουμ των οποίων έκλεψα τον τίτλο για το ποστ.

Dreamhouse είναι πουκιστί το σπίτι της γιαγιάς Ελένης - aka Terminator (όποιος δε βαριέται ας ψάξει το ποστ 5/2/2005 - μα πόσο παλιο είναι το πουκομπλογκ τέλος πάντων).

Το Ονειρόσπιτο, λοιπόν, είναι χτισμένο στην πλαγιά ενός λόφου - χαράδρα το λέει η γιαγιά κι έφτιαξε μονοπατάκι να πηγαίνουμε γρήγορα στο σχολείο κάτω, διότι η ευθεία είναι ο συντομότερος δρόμος, όπως έλεγε ο παππούς ο Θανασάκης. Ένα σπιτάκι μικρό και χαμηλοτάβανο, ζεστό και άνετο όμως με όλα τα εργόχειρα της γιαγιάς - τις κουρτίνες, τα μαξιλάρια, τα "σεμέν" και τα "καρέ" (το τελευταίο τι είναι μη με ρωτάτε, είναι ελενίστικα).

Και πέρα από το σπιτάκι, η Αυλή. Μεγάλη και πνιγμένη στα λουλούδια, στα θαμνάκια, και τα παιδοτόπια της γιαγιάς, που όλα τα έφτιαξε αυτή, καστράκια από κοχύλια, ξύλινα μπαλκονάκια, αποθηκούλες που έγιναν κουκλόσπιτα και τόοοοοσα άλλα ακόμα.

Σ'αυτή την αυλή μεγαλώσαμε, εκεί παίξαμε κρουαζιερόπλοια, κούκλες, με βιο-χλαπάτσες (θυμάστε;) , ιδρώσαμε με τη γιαγιά να τρέχει από πισω μας ουρλιάζοντας "φόρα το κασκορσέεεεεεε" - έτσι λέει το αθλητικό φανελάκι-, τσιρίξαμε για να ακουστούμε πιο δυνατά από τα Μεγάλα Παιδιά που έπαιζαν ποδόσφαιρο στο σχολείο από κάτω, μαλώσαμε γιατί η Λένα πάντα ήθελε να κάνει την πριγκίπισσα κι εγώ έπρεπε πααααλι να κάνω την κακιά βασίλισσα , κλάψαμε όταν οι κακοί σουλτάνοι μάς απήγαγαν τις κούκλες , γελάσαμε όταν πέτυχε η επανάσταση στο γαλαξία κτλ κτλ.

Μετά μεγαλώσαμε - αναγκαστικά-, κι όσες αντιστάσεις κι αν κράτησε η γράφουσα δεν μπόρεσε να παίξει άλλο. Το ξύλινο μπαλκονάκι έτρεμε γιατί είχε σαπίσει, η αποθηκούλα ήταν πολύ χαμηλή πια για μας.

Κι έτσι αποφάσισαν να γκρεμίσουν το σπίτι, να χτίσει η θεια μου ένα καινούριο εκεί.

Δε θυμώνω, δε στενοχωριέμαι, δεν ωρύομαι, δε βγάζω το δίκαννο όπως λέει ότι κάνω ο Κωνσταντίνος (είδα πώς με έχεις στα λινκίδια σου, μίστερ:P). Αυτά τα πράγματα κάνουν κύκλους.


Απλά, μετανιωνω.

Μετανιώνω που δεν πέρασα ακόμα πιο πολλές ώρες εκεί.
Μετανιώνω που όταν μεγάλωσα λίγο σνόμπαρα την αυλίτσα και τα οικογενειακά και έτρεχα αλλού.
Μετανιώνω που δεν έμπασα ένα αγόρι εκεί, έστω και λαθραία, να του δώσω ένα φιλί στο μπαλκονάκι.

Γίνεται ονειρόσπιτο χωρίς ούτε ένα φιλί;



(εικόνες από το Ονειρόσπιτο μπορείτε να δείτε εδώ.)

29 Απρ 2008

Σκεφτομαι και γραφω - 1993

....ή μαλλον καίγομαι και γράφω;
Δευτέρα δημοτικού ήταν αυτή, οπότε κρίνετε μόνοι σας:)

(note: αν τα δειχνει οπως να 'ναι, καντε κλικ πανω για να τα δειτε σαν εικονα)

Photobucket

Photobucket

Photobucket


Photobucket

Photobucket

Photobucket

Photobucket

Photobucket

Photobucket

Photobucket

Photobucket

Photobucket

Photobucket

23 Απρ 2008

Κοσμικά Σκατά Και Κολασμένα Θερμόμετρα

Όλοι μου λένε ότι στροφάρω πολύ γρήγορα, αλλά έχω ένα πρόβλημα. Είμαι αφελής.
Στη γλώσσα του rpg μεταφράζεται ως καλό intelligence αλλά χάλια wisdom (sic).

Ωστόσο, στα 23-παρά-κάτι χρόνια που περιδιαβαίνω σε αυτό τον όμορφο κόσμο (sic), ένα πράγμα έμαθα.

'Οταν κάνεις σχέδια, κάποιος γελάει.

'Αλλοι τον λένε Θεό, με όλα τα συμπαρομαρτούντα ονόματα, ανάλογα με τη θρησκεία τους.
'Αλλοι τον λένε αστάθμητο παράγοντα, Randomness, Χάος, φαινόμενο της πεταλούδας (πολύ νεραϊδίστικο αυτό, non?)

'Αλλοι τον λένε πολύ απλά ξενοδόχο.

Εγώ το λέω Κοσμικό Σκατό κι εν προκειμένω δε θα πω "(sic)", αλλά "(sick)", διότι η γκαντεμιά χτύπησε με τη μορφή συναχιού, βήχα, πυρετού κτλ κτλ.

Επέλασις αντιπυρετικών και χαρτομάνδηλων, και μια συνεχής νιρβάνα σε 37,5+ βαθμούς.

'Αντε να πω στη μάνα μου ότι δεν έχω καμιά όρεξη να πάω Σέρρες για την Ανάσταση.
Άντε να πω στην καημένη την κολλητή μου που την πεθύμησα τόσο ότι και πάλι δε θα μπορέσουμε να τα πούμε αφού είμαι down with the sickness.
'Αντε να πω στον ξάδερφό μου που θα έρθει από Ιρλανδία (τον οποίο πρώτη φορά και θα γνωρίσω), ότι δε θέλω να πάω Αθήνα μαζί τους και να κάνω την ξεναγό.

'Αντε να πω στους δικούς μου ότι τα δέκατα που έχω είναι μόνο αφού έχω πάρει δυο αντιπυρετικά μαζί.

'Αντε να πω σε ΟΛΟΥΣ να με αφήσουν ΗΣΥΧΗ.

και όλα αυτα, sic.

'Η μάλλον... Sick.

16 Απρ 2008

Pleasant Street

Θεσσαλονίκη - η πόλη της μαγείας και της νεραϊδόσκονης.

Κι είναι κάποιες φορές που η Ναυαρίνου μοιάζει σαν να βγήκε από άλλο κόσμο.

Κλόουν, ακροβάτες, ζογκλέρ, παρέες με κιθάρες...

'Ανθρωποι. Με Α κεφαλαίο.

Το Pooka παρατηρεί, νεραϊδιάζεται και χαμογελά.

Κάπου καπου του ξεφεύγει κι ένα τραγούδι από κάποιον που έχει "φύγει" εδώ και καιρό, του Tim Buckley.

Και κανείς δεν το κοιτά περίεργα...

Ελπίζω το χαμογελο να φτάνει και σε σας.

Να είστε καλά.

13 Απρ 2008

Being But Men...

Being but men, we walked into the trees
Afraid, letting our syllables be soft
For fear of waking the rooks,
For fear of coming
Noiselessly into a world of wings and cries.

If we were children we might climb,
Catch the rooks sleeping, and break no twig,
And, after the soft ascent,
Thrust out our heads above the branches
To wonder at the unfailing stars.

Out of confusion, as the way is,
And the wonder, that man knows,
Out of the chaos would come bliss.

That, then, is loveliness, we said,
Children in wonder watching the stars,
Is the aim and the end.

Being but men, we walked into the trees.

(Dylan Thomas)

- - - - -


I wish I could help the Carnival to break free.

10 Απρ 2008

YouWillKnowUsByTheTrailOfStardust

Νύχτα. Η ώρα της μαγείας.

Πάντα το ήξερες, πάντα το ένιωθες, αλλά ποτέ δεν είχες αποδείξεις. 'Οχι πως σε ένοιαζε. Ωστόσο πάντα ζητούσες μια απάντηση.

Υπάρχει μαγεία;

Πολλές νύχτες περιπλανήθηκες στην πόλη, εκεί που είναι πιο δύσκολο να βρεις τα ίχνη της αστρόσκονης από ό,τι στην εξοχή, που ξέρεις ότι υπάρχουν ξωτικά.

Η πόλη πάλλεται κάτω από τα πόδια σου σε industrial ρυθμούς, γιατί η μαγεία είναι λίγο πιο σκοτεινή, πιο θλιμμένη εδώ.

Η πόλη.

Την αφουγκράζεσαι, την ανασαίνεις. Στο ένα σου χέρι έχεις ζωγραφίσει κάτι σαν αναρριχητικό φυτό λίγο πιο πριν στο μπαρ κι όταν συνειδητοποίησες ότι ζωγραφίζεις-το-χέρι-σου-στο-μπαρ, κατάλαβες ότι η νύχτα σε καλούσε.

Η πόλη. Και το φεγγάρι από πάνω μικρό σαν λεμονόφετα.

Ανασαίνεις και προχωράς. 'Εχεις ένα κουτί θησαυρών να γεμίσεις σήμερα.

'Εγινε ήδη η αρχή νωρίτερα, με μια σκονισμένη βέσπα κάτω από ένα χαμηλό μπαλκόνι, που σου ψιθύρισε ιστορίες μεθυσμένων χιλιομέτρων και σου φανέρωσε τα δώρα που έκρυψε ένας Ονειροταξιδευτής (ή μήπως ήταν ξωτικό; ή μήπως δεν έχει σημασία; ) στην μπροστινή της ρόδα.

Κι εσύ άκουσες και είδες και γέλασες να σπάσεις το σκοτάδι, να βρέξει αστρόσκονη.

Από δω και πέρα θα γελάς και θα ψάχνεις θησαυρούς.
Από δω και πέρα θα γελάς και θα βρέχει αστρόσκονη.
Από δω και πέρα θα γελάς για να καλείς τα Αδέρφια σου.

And they shall know you by the trail of stardust.

9 Απρ 2008

Shadowsong

Είχα πολύ καιρό να σε δω.
Κι εκεί που νόμιζα ότι σε είχα πια ξεχάσει, να 'σαι.
Παλλόμενος κι ηλεκτρικός, όπως σε θυμόμουν.
Κι εγώ να γίνομαι απλή, αέρινη και λίγο αυστηρή
όπως μ' αγάπησες - κι όπως με μίσησες.

Εσύ χαμηλώνεις το βλέμμα.
Εγώ αλλάζω δρόμο.

Εσύ θα πας δεξιά, εγώ αριστερά. Ή το αντίθετο. Δεν έχει σημασία.

Σημασία έχει που βρισκόμαστε κατάματα στον ήλιο.

“'Οταν βρεθούμε ξανά κατάματα στον ήλιο, οι σκιές μας θα ενωθούν για πάντα”, είχες πει κάποτε, ήταν σούρουπο θυμάμαι κι ήμασταν αγκαλιά κι οι σκιές μας το ίδιο.

Δεν το πίστευες.. Ακόμη κι εγώ είχα γελάσει.

Οι σκιές μας ξεφυτρώνουν πίσω μας από τον ήλιο, νεογέννητες και τέλεια παραλληλισμένες.

Δεν το περίμενα ότι θα σε ξαναδώ, ούτε εσύ.

Κάνουμε είκοσι βήματα. Εγώ δεξιά, εσύ αριστερά. 'Η το αντίθετο.

Κι όσο απομακρυνόμαστε, τόσο εκείνες πλησιάζουν.

Ακόμα ένα βήμα εμείς. Ακόμη ένα εκείνες.

Κάτι με τραβάει στην πλάτη, λίγο ενοχλητικό, αλλά μπορώ να το πολεμήσω.

Μπορώ να τα πολεμήσω όλα πια.

'Αλλο ένα βήμα εγώ. Εσύ. Οι σκιές.

Είναι τώρα δίπλα-δίπλα.

'Ενα ακόμα βήμα.Το τράβηγμα γίνεται πόνος.

Δεν πρέπει να κοιτάξω πίσω.

Γυρίζω το κεφάλι και κοιτάω πίσω.

Η σκιά μου απλώνει τα χέρια της στη σκιά σου, που την πιάνει από τη μέση και τη σηκώνει ψηλά.

Τα μάτια σου καρφώνονται στα δικά μου, γεμάτα δάκρυα αγωνίας.

Οι σκιές έχουν αγκαλιαστεί τόσο σφιχτά, που έχουν γίνει ένα.

Πρέπει να προχωρήσουμε. Μπροστά.

Κι έτσι όπως κάνουμε το τελευταίο βήμα, οι σκιές σκίζονται από μας.

Είμαστε πια ελεύθεροι.


Είναι περίεργα χωρίς τη σκιά μου.

Δεν πονάει.

Είναι σαν να μην υπάρχω.

Δεν ξέρω αν είναι επειδή έφυγε η σκιά μου.

'Η επειδή πήρε την καρδιά μου μαζί.

8 Απρ 2008

H απάντηση της Μπλούμπελ

Αγαπητέ Μερλ!


Βασικά συγνώμη που δε σου απάντησα τόσο καιρό αλλά δεν είχα πολλά νέα να σου πω. Εδώ όλα είναι πολύ βαρετά και βαριέμαι. Πήγα και σε καινούριο σχολείο κι έχασα όλους μου τους φίλους, αλλά δεν πειράζει, θα κάνω άλλους!

Ομως χαίρομαι για σένα και πολύ μου άρεσε που έριξες φαγουρόσκονη σε εκείνο το κακό παιδί. Θα ζητήσω κι εγώ από τον μπαμπά μου να μου φέρει λίγη γιατί εδώ πολλά παιδιά με κοροϊδεύουν γιατί είμαι καινούρια στην τάξη.

Η βασίλισσα Τιτάνια είναι όμορφη; Φοράει πολλά κοσμήματα; Τα φορέματα της πώς είναι; Δεν την έχω δη ποτέ και είπες ότι ο μπαμπάς σου δουλεύει στο παλατι οποτε αν μπορεις ρωτα τον αν είναι όμορφη. Πάντα ήθελα να δω τη βασίλισσα!

Θα αποκτήσω αδερφάκι! Μα πως ξεχασα να σου πω το πιο σημαντικό! Απλά δε μεγάλωσε ακόμα η κοιλιά της μαμάς μου και δε φαίνεται και το ξεχνάω καμιά φορά. Σε λίγο όμως θα φουσκόσει κι αυτό θα κλοτσάει λέει η μαμά και θα μπορώ να του μιλάω! Είμαι πολύ χαρούμενη!

Ελπίζω να είσαι καλός στις ακροστηχήδες , γιατί το καλοκαίρι που έρχεται θέλω να παίξουμε! Είμαι η καλύτερη στην τάξη μου και θέλω να εξασκούμαι συνέχεια, γιατί αλλιώς θα με νικήσει η Ιλλουν και θα με κοροϊδεύει συνέχεια μετά! Επείσις διάβαζε λίγο ορθογραφία γιατί μου βγήκαν τα μάτια να διαβάσω το γράμμα σου! Πρέπει να προσπαθήσεις λίγο παραπάνω στο σχολείο για να μη σε λένε στούρνο! Εγώ που σε ξέρω ξέρω ότι δεν είσαι στουρνος αλλά πολύ έξυπνος αλλά βαριέσαι να διαβάσεις!

Ιλλουν λένε μια συμμαθήτριά μου, που θέλει πάντα να είναι η καλύτερη και πολλές φορές γίνεται κακιά. Μας μαρτυράει συνέχεια στο δάσκαλο για να παίρνει καλούς βαθμούς και καμια φορά μου έρχεται να της τραβήξω τα μαλλιά αλλά δεν το κάνω γιατί θέλω να είμαι καλό κορίτσι.

Αυτά είναι τα νέα μου Μερλ. Ελπίζω να είσαι καλά και να μου ξαναγράψεις ξανά ναι; Ανυπομωνώ να έρθει το καλοκαίρι να ξαναπαίξουμε. Να μου δείξεις και το σπαθί των Φαεσίθ! Σου έφτιαξα και μια ζωγραφιά ελπίζω να σαρέσει.


Με πολλή αγάπη
Μπλούμπελ



(σχόλιο του Πούκα: H Mπλούμπελ είναι ένα μικρό παιχνιδιάρικο κορίτσι κι αναρωτιέται αν ο Μερλ μπορεί να διαβάσει και μέσα απ' τις γραμμές. )

6 Απρ 2008

Νεραϊδογραμμα

Κι επειδή πολλή μαυρίλα έπεσε στα τελευταία posts, ορίστε και μια καινούρια ιστορία. Ελπίζω να σας αρέσει!






Νεραϊδογράμμα



Αγαπιτή Μπλούμπελ,

Γειασου! Ελπίζο να με θυμάσε. Είμε ο Μερλ, που ειχαμε γινη φιλοι το καλοκερι στη θαλασσα. Μου ειχεσ δωσει τη διευθυνσησου για να σου γραψο γραμμα οταν θα ανηγαν τα σχολήα, θυμάσε; Ε λοιπον τόρα έγηνε φτινόπορο κι άνηξαν τα σχολήα και να σου γραφο!

Περναμε ωρεα εδό στη Φαϊρία που ίρθαμε. Μένουμε σε ένα μεγάλω σπίτη με πολά δομάτια και μεγάλα παράθηρα. Είνε και κοντά στο παλατι του Βασιλιά Ομπερον και τον είχα δει μια φορα και ροτούσα τη μαμα μου γιατι εχη κερατα και μου λεει γιατι ινε σατηρος. Δεν είχα κσαναδή σάτηρο και δεν μπορό να καταλαβω γιατή τον λαίνε έτση αφού δε μιάζη με τηρί! Το ηπα στη μαμα μου και τοτε αφτη που εσκασε μπατσο και μου λέει σκασε κολοπεδο ρεζιλη θα μας κανης μπροστα στο βασιληα και εγό θίμοσα και δεν της μιλούσα πολυ γιατί ήταν κακιά. Μετά όμος μου πήρε μια λαμπιδόνα κι έλαμπε πολή και μου άρεσε.

Ο μπαμπας μου δουλεβηστο παλατι ινε γραματεας. Δεν τον βλεπω πολύ γιατι πολή δουλιά κάνη ο καημενος κι ερχετε το βραδυ. Μου φέρνη όμος πολλά δόρα! Μια φορά μου έφερε φαγουροσκονη κε την πηρα σχολήο κε την ερηξα στον Πορλινορ γιατη ειναι κακο πεδή και βλακας και τραβαη τα μαληά της Τζάρνιαρ και κλοτσαη τον Ντρελλ και του λεεη γιουχου γιουχου αλογάκη (ο Ντρελ ήνε κενταβρως) κε κάνει πολή φασαρία. Του ερηξα ομως εγώ τη φαγουρόσκονι στην καρεκλα και ήταν δηνατή και ο Πορλινορ χοροπιδουσε κι ελεγε με τρόοει ο πισινος μου και ο Σκάλφιρ του λέει ε φατον κιεσή κι όλοι γελούσαμε και η Τζάρνιαρ χαμογελούσαι πολύ κι ήταν πολή όμορφη. Αλά μετά η δασκάλα ήπε σιοπή και ήπε Πορλινορ και Μερλ στον πινακα να πήτε μαθημα και δεν ήπαμε και μασ εβαλε τιμορήα κε με ήπε κε στουρνο κε δε διαβαζο κε της βγαζω την ψηχή.

Τι δόρο θα σου φέρουν στο χειμερινό ηλιοστάσηο. Εγό ήπα στον μπαμπά μου να μου φέρη ένα σπαθί των Φαεσίθ, από το μήθο “Ο πολαιμος των άστρον της Φαϊρίας” και ο μπαμπάς μου ήπε θα μου το πάρη! Μετά βέβεα τον άκουσα να λέεη στη μαμά μου τι μου ζητησε πάλι το κολοπεδο και που θα βρω λαμα να φουσφουράη κε η μαμα μου του ειπε κατι για τα σκατα της Τιτάνιας και γελούσανε. Και ήπα εγό την άλλη μερα στη μαμα μου γιατι φουσφουρανε τα σκατα της Τιτάνια και με ρότησε από πού ακούω τέτηα κακά λόγια και ντροπή. Ακόμα δεν ξέρω τι θα πη φουσφουράω.

Αυτά ήνε τα νέα μου να μου στήλης κι εσή τα δικά σου. Να ξέρης πος μου άρεσε πολή το καλοκέρι που πέζαμε στη θάλασσα κε θελω να σε ξαναδώ!

Γηα σου μπλούμπελ.
Ο φίλος σου Μερλ

2 Απρ 2008

Song Of No Name

A bunch of fools crawling.
To the world. For the world.

Secrets from the magician in the their lips.
Skin soaked in priestess rosemary perfume.
A flower from the empress in their hair.
The emperor's sceptre in their hands.

The hierophant saw and gave them riddles.
lovers rejoiced in light-and-darkness.
Carried by the chariot to gain strength and patience.

The hermit saw and smiled, he knew
where the wheel of fortune would stop.
and as justice pointed at the hanged man
whose eyes painted death,
their hearts filled with art
and sang the devilsong.

They climbed the tower and it fell
they didn't care, they reached the stars
moon-and-sun glistening jewels.

Now. The Judgment.

A bunch of fools crawling.
To the world. For the world.

And as they saw the World being sucked in a baby's dream,
they stopped and feared they'd lose it all.

And the cards were shuffled again.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...